Η γυναίκα ανέφερε ότι αρχικά ήταν τόσο «ταπεινωμένη και ντροπιασμένη» που δεν μπορούσε να μιλήσει για το συμβάν ούτε στον φίλο ή τη μητέρα της. Όταν, εν τέλει, βρήκε τη δύναμη να το μοιραστεί μαζί τους, την ενθάρρυναν να απευθυνθεί στη διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού, όπως και έπραξε, ενημερώνοντάς τους ότι δεν θα επιστρέψει στην εργασία της πριν το θέμα διευθετηθεί καταλλήλως.
Η πρόταση της εταιρείας ήταν να υπάρξει μια συνάντηση ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη σε παρακείμενο καφέ και να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις προκειμένου να λάβει τέλος η υπόθεση, κάτι που η γυναίκα αρνήθηκε, καθώς την θεώρησε εντελώς απαράδεκτη.
Χρειάστηκε να περάσουν πέντε εβδομάδες για να δοθεί λύση στην υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης της εργαζόμενης, με σωρεία από «αναληθή και απαξιωτικά σχόλια εις βάρος της». Η εργαζόμενη τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί καθώς αρνήθηκε να επιστρέψει στην εργασία της και να δουλέψει για τον εργοδότη της που την είχε λοιδορήσει δημοσίως.
Το περιστατικό ήρθε στο φως από την Επιτροπή Ισότητας της Βόρειας Ιρλανδίας, της οποίας η επικεφαλής επίτροπος, Τζέραλντιν ΜακΓκέιχι, είπε ότι ήταν μια συγκλονιστική υπόθεση που «επιδεικνύει μια τοξική κουλτούρα που δείχνει ελάχιστο σεβασμό για τις εργαζόμενες γυναίκες».
«Αυτή η νεαρή γυναίκα ένιωθε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί από τη δουλειά της», είπε η ΜακΓκέιχι. «Δεν ένιωσε ότι ο εργοδότης της την αντιμετώπιζε ως θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, μάλλον την αντιμετώπιζε ως ταραχοποιό στοιχείο. Έχασε την πίστη της ότι οποιαδήποτε από τις ενέργειες τού εργοδότη της ήταν προς το συμφέρον της ή ότι λάμβανε στα σοβαρά τις ανησυχίες της. Η έρευνα την έκανε να νιώθει θύτης και όχι θύμα».
Ως μέρος της συμφωνίας του διακανονισμού, ο εργοδότης της γυναίκας συμφώνησε να συνεργαστεί με την επιτροπή σχετικά με τις πολιτικές της εταιρείας πάνω στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης και να εκπαιδεύσει όλα τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό σε αυτές τις πολιτικές.
Με πληροφορίες από Guardian/huffpost