Η μελέτη διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με τους εφήβους προ πανδημίας, οι έφηβοι που εξετάστηκαν στη διάρκεια της Covid-19, όχι μόνο είχαν περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά επίσης μικρότερο πάχος του εγκεφαλικού φλοιού, μεγαλύτερο όγκο ιπποκάμπου και αμυγδαλής και γενικότερα μεγαλύτερη βιολογική ηλικία του εγκεφάλου, κατά περίπου τρία χρόνια σε σύγκριση με τη χρονολογική ηλικία τους.
«Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσο αυτές οι αλλαγές στον εγκέφαλο είναι μόνιμες. Τελικά η χρονολογική ηλικία τους θα "πιάσει" την ηλικία του εγκεφάλου τους; Αν ο εγκέφαλός τους παραμείνει μόνιμα πιο γερασμένος σε σχέση με τη χρονολογική ηλικία τους, είναι ασαφές ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στο μέλλον. Για έναν 70χρονο ή 80χρονο θα περίμενε κανείς να εμφανίζει ορισμένα γνωστικά και μνημονικά προβλήματα με βάση τις αλλαγές στον εγκέφαλό του, αλλά τι άραγε σημαίνει για έναν 16χρονο ο εγκέφαλός του να εμφανίζει πρόωρη γήρανση;», αναρωτήθηκε ο Αμερικανός ψυχολόγος.
Από την άλλη, ο καθηγητής γνωστικής νευροεπιστήμης Μάικλ Τόμας του Πανεπιστημίου Μπίρκμπεκ του Λονδίνου, δήλωσε στη «Γκάρντιαν» ότι μέχρι στιγμής είναι δύσκολο να ξέρει κανείς αν οι διαφορές στη δομή του εγκεφάλου σημαίνουν κάτι για την τωρινή ή για τη μελλοντική συμπεριφορά των εφήβων. Επίσης χαρακτήρισε «πολύ υποθετικό ότι μπορεί να υπάρξουν κάποιες συνέπειες σε βάθος χρόνου και κατά πόσο αυτές οι εγκεφαλικές αλλαγές θα διαρκέσουν ή θα σβηστούν σταδιακά».
Ακόμη, δεν απέκλεισε ότι μπορεί να υπάρξουν και θετικές επιπτώσεις, καθώς μερικές από τις μεταβολές που βρήκε η αμερικανική μελέτη στον εγκέφαλο των εφήβων επί πανδημίας, σχετίζονται επίσης με υψηλότερες επιδόσεις, π.χ. στα τεστ νοημοσύνης. Όπως είπε, «τέτοια δεδομένα (σ.σ. της αμερικανικής μελέτης) δεν μπορούν να μας πουν αν οι αρνητικές μακροχρόνιες επιπτώσεις είναι αναπόφευκτες ή αν η πλαστικότητα του εγκεφάλου θα επιτρέψει σε αυτή τη γενιά να ανακάμψει».