Πρόσωπα
10 συγκλονιστικά «κλικ» του Γιάννη Μπεχράκη
Πριν από τρία χρόνια, πέθανε ο σπουδαίος φωτορεπόρτερ που μέσα από τις εμβληματικές του φωτογραφίες μάς υπενθύμισε ότι «τελικά υπάρχουν υπερήρωες».
Πρόσωπα
10 συγκλονιστικά «κλικ» του Γιάννη Μπεχράκη
Πριν από τρία χρόνια, πέθανε ο σπουδαίος φωτορεπόρτερ που μέσα από τις εμβληματικές του φωτογραφίες μάς υπενθύμισε ότι «τελικά υπάρχουν υπερήρωες».
Ο Γιάννης Μπεχράκης, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Έλληνας φωτογράφος, πέθανε, σε ηλικία 58 ετών, στις 2 Μαρτίου 2019, μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο.
Συνεργαζόμενος με το πρακτορείο Reuters, κάλυψε μερικά από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων στο Αφγανιστάν και την Τσετσενία, έναν τεράστιο σεισμό στο Κασμίρ και την αιγυπτιακή εξέγερση του 2011. Όταν κάλυπτε τον εμφύλιο πόλεμο στη Σιέρα Λεόνε, η ομάδα του δέχτηκε ένοπλη επίθεση από αντάρτες. Ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να κρυφτεί μέσα στη ζούγκλα καλυμμένος με λάσπη για ώρες. Όταν κατάλαβε ότι πιθανότατα είχε γλιτώσει, σήκωσε την κάμερά του και έβγαλε μια φωτογραφία τον εαυτό του. Το στιγμιότυπο είναι συγκλονιστικό.
Υπήρξε ο επικεφαλής της ομάδας του πρακτορείου Reuters που έλαβε το Βραβείο Πούλιτζερ το 2016, για την κάλυψη της κρίσης των προσφύγων. «Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία και μετά να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε», είπε τότε ο Μπεχράκης συζητώντας για το Πούλιτζερ. «Η αποστολή μου είναι να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν μπορεί να πει: ‘Δεν ήξερα’».
Μια από τις συγκλονιστικότερες εικόνες του, που το 2015 είχε γίνει παγκόσμιο viral στο διαδίκτυο, ήταν αυτή με τον πατέρα πρόσφυγα. Η εικόνα με τον Σύρο πρόσφυγα να φιλά την κόρη του ενώ περπατά μέσα στην καταιγίδα προς τα ελληνικά σύνορα κοντά στην Ειδομένη είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.
«Αυτή η εικόνα αποδεικνύει ότι τελικά υπάρχουν υπερήρωες», είχε πει ο Γιάννης Μπεχράκης. «Δεν φορά κόκκινη κάπα, αλλά έχει μια μαύρη πλαστική κάπα από σακούλες σκουπιδιών. Για μένα αυτό αντιπροσωπεύει τον οικουμενικό πατέρα και την άνευ όρων αγάπη του πατέρα για την κόρη του».
«Εγώ, όπως και πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι, έχω μέσα μου αίμα προσφυγικό. Η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη και μου διηγούνταν τι είχε ζήσει η οικογένειά της. Οπότε καταλαβαίνω πολύ καλά τι περνούν σήμερα οι πρόσφυγες. Μια τέτοια στιγμή, λοιπόν, ήταν στην Ειδομένη τον χειμώνα του 2015, όταν είδα αυτόν τον πατέρα που κουβαλούσε μέσα στη βροχή, για πολλά χιλιόμετρα, την κόρη του. Φορούσε μια αυτοσχέδια κάπα από σκουπιδοσακούλες για να προστατεύεται από τη βροχή. Και κάποια στιγμή, πηγαίνοντας προς αυτό που πίστευε ότι ήταν η ελευθερία και η λύτρωση, έσφιξε την κόρη του δυνατά στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Όταν τον είδα να περπατά στη μέση του δρόμου έτσι με μια δύναμη και μια αγάπη, μου φάνηκε τεράστιος, σαν σούπερ ήρωας. Κι επειδή έχω κι εγώ μια κόρη στην ηλικία της δικής του, η σκηνή αυτή με συγκλόνισε. Λέω μάλιστα πολλές φορές χαριτολογώντας ότι με αυτήν τη φωτογραφία απέδειξα ότι οι σούπερ ήρωες δεν υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Υπάρχουν και στη ζωή. Μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος χωρίς μόρφωση, ένας φτωχός, ένας ζητιάνος, κάποιος που δεν του δίνεις ενδεχομένως καμία σημασία. Έρχεται όμως μια στιγμή που αυτός ο άνθρωπος θα κάνει μια πράξη τόσο δυνατή, που θα σε αφήσει άναυδο με την ομορφιά της», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
«Kαλύπτω τις ιστορίες των προσφύγων και των μεταναστών για πάνω από 25 χρόνια, αλλά φέτος ήταν διαφορετικά: οι μετανάστες και οι πρόσφυγες φθάνουν στην πατρίδα μου. Ένα ζευγάρι πλοία έρχονται κάθε βράδυ. Όλοι ήταν φοβισμένοι, επειδή δεν γνώριζαν πώς η αστυνομία και οι ντόπιοι θα αντιδράσουν. Μικρές βάρκες συνεχίζουν να έρχονται ακόμα και όταν ο καιρός ήταν πολύ άγριος. Η τουρκική ακτή είναι μόλις 4-5 χιλιόμετρα», έλεγε την ίδια χρονιά ο Γιάννης Μπεχράκης καθώς ήταν σε αποστολές τόσο στα σύνορα της βόρειας Ελλάδας, όσο και στα νησιά που δέχονταν ένα τεράστιο κύμα προσφύγων.
Δείτε πιο κάτω μερικές φωτογραφίες του φωτορεπόρτερ που συγκλόνισαν και ενδεχομένως άλλαξαν τον κόσμο.
Γυναίκα τυφλή πρόσφυγας στην Κω: «Δεν θα ξεχάσω τον Αύγουστο του 2015 στην Κω, όταν είδα μια γυναίκα κάπως ηλικιωμένη να κάθεται στην αμμουδιά. Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει και της φώτιζε το πρόσωπο. Χαμογελούσε. Ήταν μια πολύ ήσυχη στιγμή. Μη θέλοντας να καταστρέψω αυτή την αρμονία και τη γαλήνη, τράβηξα μερικές φωτογραφίες από κάποια απόσταση -στην παραλία πηγαινοερχόταν κόσμος, φωτογράφοι, πρόσφυγες- και κάποια στιγμή την πλησίασα και της έδωσα ένα γλυκό, έτσι σαν καλωσόρισμα ελληνικό. Και τότε κατάλαβα πως ήταν τυφλή! Η ψυχή μου πλημμύρισε από συγκίνηση. Μου έπιασε το χέρι και, συνεχίζοντας να χαμογελά, άρχισε να μου λέει ότι ένιωθε ευγνώμων που είχε μπορέσει να φτάσει έως εδώ, που μπορούσε να νιώθει αυτό το αεράκι και τη μυρωδιά της θάλασσας. Ένιωθε ξανά ότι υπάρχει ελπίδα γι’ αυτήν, για τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ήταν Παλαιστίνια και ήταν η δεύτερη φορά που ξεριζωνόταν, την πρώτη ως πρόσφυγας από την Παλαιστίνη στη Συρία και τη δεύτερη από τη Συρία στην Ευρώπη. Και παρ’ όλα αυτά δεν είχε χάσει την πίστη της στην ελπίδα και στην ομορφιά του κόσμου».
Κούρδοι πρόσφυγες παλεύουν για μια φρατζόλα ψωμί κατά τη διάρκεια διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας στο σύνορα Ιράκ-Τουρκίας, στις 5 Απριλίου 1992. Ο Γιάννης Μπεχράκης αναφέρει ότι μετά το τέλος του πρώτου πολέμου στο Ιράκ περίπου 1,5 εκατομμύρια Κούρδοι προσπαθούσαν, σε κατάσταση πανικού, να ξεφύγουν από τις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν.
«Περίπου 600.000 εξ αυτών κατέφυγαν στην Τουρκία, αλλά οι μισοί αποκλείστηκαν στα βουνά της τουρκο-ιρακινής μεθορίου. Επέβαινα στο όχημα που μετέφερε ψωμί στους Κούρδους που είχαν αποκλειστεί στα βουνά με τις χιονισμένες κορυφές. Καθώς το φορτηγό κινούνταν αργά πάνω στον επικίνδυνο χωματόδρομο, δέχθηκε επίθεση από εκατοντάδες πεινασμένους πρόσφυγες, οι οποίοι πάλευαν μεταξύ τους, αλλά και με τους διανομείς της ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν απέναντι στα κύματα των πεινασμένων ανθρώπων».
Αλβανός άνδρας μεταφέρει ένα παιδί σε ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, το οποίο προσγειώνεται στην ακτή Γκόλεμ, κοντά στο λιμάνι του Δυρραχίου στις 16 Μαρτίου 1997. Ο Γιάννης Μπεχράκης αναφέρει: «Κάλυπτα τις ταραχές που προέκυψαν στην Αλβανία με αφορμή το σκάνδαλο των πυραμίδων. Οι πολίτες είχαν χάσει 1,2 δισ. δολ. και η χώρα βυθιζόταν στις εμφύλιες συγκρούσεις και τη βία. Η κυβέρνηση ανατράπηκε και 2.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους».
«Με τον εκλιπόντα συνάδελφό μου Kurt Schork, ήμασταν οι μόνοι εργαζόμενοι στον Τύπο στο ξενοδοχείο που διαμέναμε και του οποίου ο ιδιοκτήτης οπλοφορούσε και μας προστάτευε από τους ληστές, που είχαν βάλει στο στόχαστρο κάθε δημοσιογράφο που τόλμησε να έρθει μόνος του στην περιοχή για να καλύψει το θέμα. Στις 16 Μαρτίου πήγαμε στην παραλία Γκόλεμ, όπου προσγειώνονταν δύο αμερικανικά ελικόπτερα, σηκώνοντας άμμο στον αέρα, την ώρα που εκατοντάδες απελπισμένοι Αλβανοί συγκεντρώνονταν στο σημείο, ελπίζοντας να φύγουν με αυτά από τη χώρα».
«Τυφλωμένος από την άμμο, τράβηξα μερικές φωτογραφίες, όταν είδα έναν άντρα να τρέχει προς το ελικόπτερο, κρατώντας το παιδί του. Περίπου 12 πεζοναύτες πήδηξαν από το ελικόπτερο και σημάδεψαν με τα Μ-16 τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά τους. Ο άντρας με το παιδί τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να επιβιβαστεί. Οι πεζοναύτες ήταν εμφανώς έκπληκτοι με την κατάσταση και με ρωτούσαν τι συνέβαινε και αν είχα δει κανέναν να επιχειρεί να φύγει. Τους εξήγησα ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλώς απελπισμένοι και ότι ήθελαν με κάθε τρόπο να φύγουν από την Αλβανία, πιστεύοντας ότι τα ελικόπτερα ήταν εκεί για να τους μεταφέρουν στην ασφάλεια. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο, καθώς οι πεζοναύτες έριξαν προειδοποιητικές βολές και ξυλοκόπησαν ορισμένα άτομα με τα όπλα τους. Η επιλογή μου να αψηφήσω τον κίνδυνο και να παραμείνω στο Δυρράχιο είχε δικαιωθεί. Εφημερίδες από όλο τον κόσμο φιλοξένησαν τις φωτογραφίες αυτές».