Επιστήμονες θέλουν να «αναστήσουν» ένα ζώο που εξαφανίστηκε τη δεκαετία του 1930

Η τελευταία θυλακίνη πιστεύεται πως πέθανε σε καθεστώς αιχμαλωσίας.

Article featured image
Article featured image


Επιστήμονες σε Αυστραλία και τις ΗΠΑ ξεκινούν ένα φιλόδοξο project πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για να επαναφέρουν στη ζωή τη θυλακίνη, ένα μαρσιποφόρο που εξαφανίστηκε τη δεκαετία του 1930.

Σκοπός είναι να επαναφέρουν το ζώο στην πατρίδα του, την Τασμανία.

Η θυλακίνη, γνωστή και ως τίγρης της Τασμανίας, είναι το δεύτερο εγχείρημα της «Colossal», μιας εταιρείας βιοτεχνολογίας με έδρα το Τέξας, η οποία πέρυσι ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τεχνικές γενετικής μηχανικής για να αναδημιουργήσει το μαμούθ και να το επιστρέψει στην αρκτική τούνδρα.

Το νέο της project είναι μια συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, το οποίο νωρίτερα φέτος έλαβε μία χορηγία ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων για να ανοίξει ένα εργαστήριο γενετικής αποκατάστασης της θυλακίνης.

Η ομάδα του εργαστηρίου είχε προηγουμένως αναλύσει την αλληλουχία του γονιδιώματος ενός νεαρού δείγματος που φυλάσσεται στα Μουσεία της Βικτώριας, παρέχοντας αυτό που ο επικεφαλής του, καθηγητής Andrew Pask, ονόμασε «ένα πλήρες σχέδιο για το πώς να κατασκευαστεί ουσιαστικά μια θυλακίνη».

Η θυλακίνη ήταν το μόνο κορυφαίο μαρσιποφόρο αρπακτικό της Αυστραλίας. Κάποτε ζούσε σε όλη την ήπειρο, αλλά πριν από 3.000 χρόνια περιοριζόταν μόνο στην Τασμανία.



Είχε την όψη σκύλου και ρίγες στην πλάτη του, και κυνηγήθηκε εκτενώς μετά τον ευρωπαϊκό αποικισμό. Η τελευταία γνωστή επιζώσα θυλακίνη ή τίγρης της Τασμανίας πιστεύεται πως πέθανε σε καθεστώς αιχμαλωσίας το 1936.

Αν και τις δεκαετίες που ακολούθησαν υπήρξαν πολλές αναφορές ότι είχαν δει το ζώο, η θυλακίνη κηρύχθηκε επίσημα εξαφανισμένο είδος τη δεκαετία του 1980.

Οι επιστήμονες στοχεύουν τώρα να το ανατρέψουν αυτό παίρνοντας βλαστοκύτταρα από ένα ζωντανό είδος με παρόμοιο DNA, το dunnart.

Στη συνέχεια θα μετατρέψουν τα βλαστοκύτταρά του σε κύτταρα «θυλακίνης» -ή όσο το δυνατόν πλησιέστερη προσέγγιση του ζώου- χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία στην επεξεργασία γονιδίων που αναπτύχθηκε από τον George Church, καθηγητή γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και συνιδρυτή της «Colossal».

Θα χρειαστούν νέες τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ειδικά για μαρσιποφόρα, προκειμένου τα βλαστοκύτταρα να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός εμβρύου, το οποίο θα μεταφερθεί είτε σε τεχνητή μήτρα είτε σε κάποιο durrant.

Ο Pask είπε ότι η συνεργασία αυτή είναι η πιο σημαντική συνεισφορά που έγινε ποτέ στη διατήρηση των μαρσιποφόρων στην Αυστραλία, καθώς περισσότεροι από 30 επιστήμονες εργάστηκαν για να επιταχύνουν τη «τεράστια πρόκληση» της ανάστασης της θυλακίνης από τους νεκρούς.

Πιστεύει ότι τα πρώτα μωρά θα μπορούσαν να γεννηθούν σε 10 χρόνια. Ο διευθύνων σύμβουλος της «Colossal» και επίσης συνιδρυτής, ο επιχειρηματίας τεχνολογίας και λογισμικού Ben Lamm, φαίνεται να είναι πιο αισιόδοξος, κάνοντας λόγο για λιγότερο από 6 χρόνια.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το project ωστόσο είναι σημαντικές και οι επιστήμονες παραδέχονται ότι θα πρέπει να γίνουν αρκετά καινοτόμα βήματα για να πετύχει.



Σχετικά με την αναπαραγωγική τεχνολογία, ο Pask είπε πως «Επιδιώκουμε την ανάπτυξη μαρσιποφόρων από τη σύλληψη έως τη γέννηση με εξωσωματική γονιμοποίηση, εργαστηριακά, χωρίς τη χρήση παρένθετου είδους, κάτι που είναι κατανοητό δεδομένης της σύντομης περιόδου κύησης των βρεφών μαρσιποφόρων και του μικρού τους μεγέθους».

Εάν πετύχει, το σχέδιο είναι να επανεισαχθεί το ζώο σε ελεγχόμενο περιβάλλον στην Τασμανία με τελικό στόχο την επιστροφή του στην άγρια φύση.

Ο Pask είπε ότι οι ερευνητές είδαν το έργο όχι απλώς ως επαναφορά ειδών που έχουν πεθάνει από καιρό, αλλά ως μία σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη τεχνολογίας, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην αντιμετώπιση της σημερινής παγκόσμιας κρίσης εξαφάνισης των ειδών.

Πρόσθεσε ότι ο κόσμος αλλάζει πολύ γρήγορα για τις υπάρχουσες τεχνικές διατήρησης για τη διάσωση πολλών απειλούμενων ειδών, επισημαίνοντας τον καταστροφικό αντίκτυπο στην άγρια ​​ζωή της Αυστραλίας από τις δασικές πυρκαγιές.

«Πρέπει να εξετάσουμε άλλες τεχνολογίες και νέους τρόπους για να το κάνουμε αυτό, αν θέλουμε να σταματήσουμε αυτή την απώλεια της βιοποικιλότητας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Εννοώ ότι θα οδηγήσει στη δική μας εξαφάνιση εάν χάσουμε το 50% της βιοποικιλότητας στη Γη τα επόμενα 50 έως 100 χρόνια».

Η ανακοίνωση του project έλαβε μικτή ανταπόκριση από βιολόγους που ασχολούνται με την διατήρηση των ειδών.

Ο Corey Bradshaw, καθηγητής οικολογίας στο Πανεπιστήμιο Flinders, πιστεύει ότι είναι απίθανο το project να στεφθεί με επιτυχία.

«Ακόμα κι αν μπορέσουν να πετύχουν το εγχείρημά τους- και έχω τις αμφιβολίες μου για αυτό - πώς θα δημιουργήσουν χιλιάδες ζώα με επαρκή γενετική ποικιλία που χρειάζεται για να υπάρξει ένας υγιής πληθυσμός;», διερωτήθηκε.

Ο Euan Ritchie, καθηγητής οικολογίας και διατήρησης της άγριας ζωής στο Πανεπιστήμιο Deakin, έκρινε ότι είναι τεράστια πρόκληση η «μετατροπή ενός ζώου που δημιουργήθηκε σε εργαστήριο, σε άγριο πληθυσμό».

Επισήμανε ωστόσο ότι «Όσα περισσότερα μάθουμε όμως για τη γενετική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προστασία των υπαρχόντων ειδών, τότε τόσο το καλύτερο».


ΠΗΓΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ