Η μελέτη αφορούσε 7.200 ανθρώπους 50 έως 75 ετών (μέση ηλικία 62 ετών, το 62% άνδρες) χωρίς καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή. Καθένας βαθμολογήθηκε από το 0 ως το 5 με βάση την ποιότητα και την ποσότητα του ύπνου του. Ως ιδανική κατάσταση 5 (την είχε μόνο το 10% των ανθρώπων) θεωρήθηκαν οι επτά έως οκτώ ώρες ύπνου τα βράδια, η καθόλου ή πολύ σπάνια αϋπνία, η ανυπαρξία υπνηλίας το επόμενο πρωί και το ξύπνημα νωρίς το πρωί.
Σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό (8%) είχαν όσοι έκαναν τον χειρότερο ύπνο και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Η καρδιαγγειακή κατάσταση καθενός ατόμου ελεγχόταν ανά διετία επί συνολικά δέκα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων 274 εμφάνισαν στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλικό.
Διαπιστώθηκε ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος μειωνόταν κατά 22% για κάθε μία μονάδα που ανέβαινε η βαθμολογία κάποιου αναφορικά με την ποσότητα και ποιότητα του ύπνου. Έτσι, σε σχέση με όσους είχαν σκορ ύπνου 0 ή 1, εκείνοι με 5 είχαν 75% μικρότερο κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Υπολογίστηκε ότι αν όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν βαθμολογηθεί με άριστο ύπνο (5), το 72% των νέων περιπτώσεων στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού θα μπορούσαν να αποφεύγονται κάθε χρόνο.
Ο Δρ Ναμπιεμά δήλωσε ότι «η μελέτη μάς δείχνει τη δυνατότητα του καλού ύπνου να συντηρεί την υγεία της καρδιάς και ότι η βελτίωση του ύπνου συνδέεται με μικρότερους κινδύνους στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού. Βρήκαμε επίσης ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχουν δυσκολίες ύπνου. Δεδομένου ότι η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την κορυφαία αιτία θανάτου παγκοσμίως, χρειάζεται μεγαλύτερη συνειδητοποίηση για τη σημασία του καλού ύπνου, όσον αφορά τη διατήρηση μιας υγιούς καρδιάς».