Μια πρωτεΐνη στο αίμα φαίνεται να προβλέπει την εμφάνιση διαβήτη και τον θάνατο από καρκίνο

Η ανακάλυψη θα μπορούσε να αποτελέσει καινοτομία για τις μελλοντικές θεραπείες διαβήτη και καρκίνου, δύο εκ των σοβαρότερων απειλών για την ανθρώπινη υγεία.

Article featured image
Article featured image


Μια σημαντική διαπίστωση έκανε νέα σουηδική μελέτη, η οποία συσχετίζει τα επίπεδα μιας πρωτεΐνης στο αίμα, της προστασίνης, με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, αλλά και θνησιμότητας από καρκίνο. Τα νέα ευρήματα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επαναστατικά για τις θεραπείες των σοβαρών και απειλητικών για τη ζωή ασθενειών.

Η ομάδα των Σουηδών και Κινέζων ερευνητών, τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο Diabetologia, διαπίστωσε πως όσοι κατέγραφαν υψηλά επίπεδα προσταστίνης στο αίμα, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη ή θνησιμότητας εξαιτίας καρκίνου.

Θέλοντας να ρίξουν περισσότερο φως, διεξήγαγαν μια ανάλυση αναφορικά με τη συσχέτιση των επιπέδων προστασίνης στο αίμα και του διαβήτη σε 4.658 ενήλικες, ηλικίας 58 ετών κατά μέσο όρο, εκ των οποίων το 40% ήταν άνδρες. Πρόκειται για Σουηδούς πολίτες, κατοίκους του Malmö, που είχαν εγγραφεί στη μελέτη Malmö Diet and Cancer Study Cardiovascular Cohort μεταξύ 1991 και 1994. Εξ αυτών, οι 361 (8%) είχαν προϋπάρχοντα διαβήτη.

Μετρώντας, παράλληλα, παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως η ηλικία, το φύλο, η περιφέρεια μέσης, η χοληστερόλη LDL, η συστολική αρτηριακή πίεση, οι συνήθειες καπνίσματος και κατανάλωσης αλκοόλ και η χορήγηση αντιυπερτασικών φαρμάκων, διαπίστωσαν θετική σχέση ανάμεσα σε προστασίνη και διαβήτη. Ειδικότερα, εκείνοι με τα υψηλότερα επίπεδα είχαν 76% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη και 43% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από καρκίνο, συγκριτικά με όσους κατέγραφαν χαμηλότερα επίπεδα.

Στη συνέχεια, εξαίρεσαν τους 361 συμμετέχοντες με τον προϋπάρχοντα διαβήτη, για να διερευνήσουν τις νέες περιπτώσεις που προέκυψαν. Από μια παρακολούθηση περίπου 22 ετών, προέκυψε ότι 702 συμμετέχοντες είχαν αναπτύξει διαβήτη. Οι μακροχρόνιες αναλύσεις αποτύπωσαν μια γραμμική σύνδεση ανάμεσα στην προστασίνη και τα περιστατικά διαβήτη.

125_2022_5771_Figa_HTML.png


Η προστασίνη βρίσκεται κυρίως στα επιθηλιακά κύτταρα, που «ντύνουν» τις επιφάνειες και τα όργανα του σώματος. Διεγείρει τα επιθηλιακά κανάλια νατρίου, που ρυθμίζουν την ισορροπία του νατρίου, τον όγκο του αίματος και την αρτηριακή πίεση. Επιπλέον, καταστέλλει την ανάπτυξη όγκου που προκαλείται από την υπεργλυκαιμία (υψηλό σάκχαρο στο αίμα), ενώ έχει σχετιστεί και με τον μεταβολισμό της γλυκόζης.

Ωστόσο, ελάχιστα γνωρίζαμε μέχρι στιγμής για τη σχέση που συνδέει την προστασίνη με τον διαβήτη και τη θνησιμότητα από καρκίνο. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξετάζει αυτή τη συσχέτιση στον γενικό πληθυσμό.

«Αυτή είναι η πιο περιεκτική ανάλυση στο είδος της μέχρι σήμερα και ρίχνει φως στη βιολογική σύνδεση μεταξύ διαβήτη και καρκίνου», δήλωσε ο συνεργάτης συγγραφέας, καθηγητής Gunnar Engström από το Πανεπιστήμιο Lund. «Η προστασίνη μπορεί να αποτελέσει δείκτη για την ασθένεια, γεγονός εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ενισχύει τη δυνατότητα να στοχοποιήσουμε αυτή την πρωτεΐνη στις μελλοντικές θεραπείες διαβήτη και καρκίνου».

Υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία που στηρίζουν τη θεωρία πως ο διαβήτης σχετίζεται με τον κίνδυνο ανάπτυξης διάφορων τύπων καρκίνου, καθώς και θανάτου από καρκίνο, καθώς και ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των υψηλών επιπέδων σακχάρου στο αίμα θα μπορούσαν να τροποποιήσουν αυτήν τη συσχέτιση.



Ενδιαφέρον προκαλεί ότι η προστασίνη λειτούργησε ως ακριβέστερος δείκτης πρόβλεψης διαβήτη σε νεαρότερους συμμετέχοντες, με χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και καλύτερη νεφρική λειτουργία. Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα αυξημένα επίπεδα προστασίνης μπορεί να λειτουργούν αντισταθμιστικά στα υπερβολικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία). Μπορεί, ωστόσο, να είναι ανεπαρκή για να σταματήσουν ή να αναστρέψουν την επιδείνωση του ελέγχου της γλυκόζης. Και, καθώς η προστασίνη μπορεί να εκκριθεί στα ούρα, η ομαλή νεφρική λειτουργία μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση των ιδανικών επιπέδων προστασίνης στο αίμα.

Σε περαιτέρω ανάλυση, εξετάστηκε εάν η προστασίνη επηρεάζει την θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία, από καρκίνο και από καρδιαγγειακά αίτια, με τα αποτελέσματα να δείχνουν θετική σχέση για τη θνησιμότητα από καρκίνο.

Σε μια παρακολούθηση περίπου 24 ετών, 651 συμμετέχοντες έχασαν τη ζωή τους από καρκίνο. Εκείνοι με τα υψηλότερα επίπεδα προστασίνης είχαν 43% περισσότερες πιθανότητες θνησιμότητας, συγκριτικά με εκείνους που είχαν χαμηλότερα επίπεδα. Για κάθε διπλασιασμό της συγκέντρωσης προστασίνης στο αίμα, ο κίνδυνος θνησιμότητας από καρκίνο αυξανόταν κατά 139% και 24% αντίστοιχα, ανεξάρτητα με τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Δεν παρατηρήθηκε, ωστόσο, καμία σύνδεση με την καρδιαγγειακή θνησιμότητα.

«Η προστασίνη αποτελεί έναν νέο δυνητικό δείκτη για τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και θνησιμότητας από καρκίνο», λέει ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης, Δρ Xue Bao από το συνεργαζόμενο νοσοκομείο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Nanjing. «Είναι ένα στοιχείο στο οποίο έχουμε εύκολα πρόσβαση, γεγονός που ενισχύει τις δυνατότητές του να χρησιμεύσει ως προειδοποιητικός δείκτης στο μέλλον».

«Δεδομένου ότι η προστασίνη παίζει ρόλο στη ρύθμιση πολλών βιολογικών οδών που σχετίζονται με τον διαβήτη και που εμπλέκονται στην εμφάνιση ορισμένων τύπων καρκίνου, μπορεί ενδεχομένως να μεσολαβήσει στη διαδικασία από το υψηλό σάκχαρο αίματος στον καρκίνο ή τουλάχιστον να λειτουργήσει ως δείκτης καρκίνου σε συμμετέχοντες με υψηλό σάκχαρο. Για να το δούμε αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες, θα ήταν χρήσιμο οι μελλοντικές μελέτες να εντοπίσουν την ακριβή προέλευση της προστασίνης στο αίμα και να καθορίσουν εάν η συσχέτισή της με τον διαβήτη είναι αιτιολογική».

Η εν λόγω μελέτη ήταν παρατηρητική και συνάντησε κάποιους περιορισμούς. Για παράδειγμα, αξιοποίησε μία βάση δεδομένων από μία σουηδική πόλη, γι’ αυτό και τα ευρήματα μπορεί να μην εφάπτονται στον γενικό πληθυσμό. Επίσης, τα επίπεδα προστασίνης μετρήθηκαν σε δείγματα αίματος, που βρίσκονταν στη συντήρηση για περισσότερο από μία δεκαετία, επομένως μπορεί να έδωσαν διαφορετικά αποτελέσματα από εκείνα που θα έδιναν τα φρέσκα δείγματα.


ΠΗΓΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ