Η νόσος παραμένει μια από τις πιο εξαπλωμένες και θανατηφόρες στον κόσμο, θέτοντας σε κίνδυνο περίπου τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. Το 2021 μόλυνε περίπου 241 εκατομμύρια ανθρώπους και σκότωσε 627.000, κυρίως παιδιά έως πέντε ετών στην υποσαχάρια Αφρική. Μετά το 2015 παρατηρείται μια στασιμότητα στην πρόοδο κατά της ελονοσίας, καθώς τα κουνούπια και τα παράσιτα που μεταφέρουν, γίνονται ολοένα πιο ανθεκτικά στα διαθέσιμα εντομοκτόνα και θεραπείες, γι' αυτό προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για νέες καινοτόμες λύσεις.
Η νόσος μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων, αφότου ένα θηλυκό κουνούπι τσιμπήσει κάποιον μολυσμένο με το παράσιτο της ελονοσίας. Το παράσιτο στη συνέχεια αναπτύσσεται στο έντερο του κουνουπιού, μετά ταξιδεύει στους σιελογόνους αδένες του εντόμου και είναι έτοιμο να μολύνει τον επόμενο άνθρωπο που το κουνούπι θα τσιμπήσει. Όμως μόνο το 10% των κουνουπιών ζουν αρκετά για να προλάβει να αναπτυχθεί το παράσιτο ώστε να γίνει μολυσματικό.
Η μετάλλαξη που έκαναν οι ερευνητές, καθυστερεί ακόμη περισσότερο αυτό τον χρόνο ανάπτυξης του παρασίτου στο έντερο του κουνουπιού, μηδενίζοντας έτσι σχεδόν την πιθανότητα μετάδοσης της μόλυνσης. Η γενετική τροποποίηση έγινε στο κύριο είδος κουνουπιού-φορέα του παρασίτου στην υποσαχάρια Αφρική (Anopheles gambiae).
Αν η μέθοδος αποδειχθεί ασφαλής και αποτελεσματική σε πραγματικές συνθήκες εκτός εργαστηρίου, τότε θα προσφέρει ένα νέο ισχυρό εργαλείο που θα βοηθήσει να εξαλειφθεί η ελονοσία. Οι επιστήμονες, οι οποίοι έκαναν σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Science Advances», σχεδιάζουν σχετικές δοκιμές επί του πεδίου μέσα στα επόμενα δύο έως τρία χρόνια, αρχικά στην Τανζανία.