Έχω Θέμα
Η ανεξερεύνητη ομορφιά του Βορείου Αιγαίου
Βρεθήκαμε για έξι μέρες στη Λέσβο και τη Χίο, όπου βιώσαμε μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο αυτά νησιά είναι πανέμορφα. Με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό και πολύ δικό τους. Μιας και είναι περίοδος διακοπών, σε προκαλούμε να τούς δώσεις μια ευκαιρία. Μπορούμε να σου υποσχεθούμε ότι θα σε γητεύσουν (σχεδόν) κεραυνοβόλα.
Έχω Θέμα
Η ανεξερεύνητη ομορφιά του Βορείου Αιγαίου
Βρεθήκαμε για έξι μέρες στη Λέσβο και τη Χίο, όπου βιώσαμε μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο αυτά νησιά είναι πανέμορφα. Με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό και πολύ δικό τους. Μιας και είναι περίοδος διακοπών, σε προκαλούμε να τούς δώσεις μια ευκαιρία. Μπορούμε να σου υποσχεθούμε ότι θα σε γητεύσουν (σχεδόν) κεραυνοβόλα.
Έχω πάντα την πεποίθηση ότι για να μπορέσεις να γράψεις για ένα ταξίδι, πρέπει να πάρεις την απαιτούμενη απόσταση από αυτό. Να αφήσεις να περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, για να εξερευνήσεις τι έχει απομείνει μέσα σου. Κυρίως συναισθηματικά. Οι εικόνες συνήθως αναδύονται λίγο πιο θολές ή ξεφτισμένες, ωστόσο, η ισχύς των συναισθημάτων που συνοδεύουν αυτές, είναι μάλλον το μοναδικό κριτήριο αν η εμπειρία άξιζε. Για παράδειγμα, εκείνη η πληρότητα που ένιωσες όταν τα πόδια σου άγγιξαν τα παγωμένα νερά μιας υπέροχης θάλασσας κάπου στη Χίο – σχεδόν στη μέση του πουθενά. Ή όταν η ματιά σου ρουφούσε λαίμαργα το πράσινο των βουνών της Λέσβου που, έτσι όπως αντανακλόταν μέσα στη θάλασσα του πρωϊού, σχημάτιζε ένα σκηνικό απόκοσμο. Ή όταν πάνω σε ένα καράβι της γραμμής σκεφτόσουνα, την ώρα που ο ήλιος καταδυόταν σχεδόν ερωτικά στους «κόλπους» του Αιγαίου Πελάγους, αυτό το κλισέ, ότι η ευτυχία είναι στιγμές. Αλλά ήταν πράγματι μια στιγμή που αισθανόσουνα έτσι, οπότε το κλισέ είχε αξία ή έστω ήταν πληρωμένο διπλή ταρίφα.
Οι τόποι είναι η αύρα τους, η οποία μπορεί να αναδίδεται ακόμα και από τα πιο μικρά στοιχεία που τους συνθέτουν. Από ένα κλαδί ελιάς, από ένα ποτήρι ούζο που μοσχοβολάει γλυκάνισο, από ένα μαύρο βότσαλο, από ένα δάκρυ μαστίχας ή από μια γλυκύτατη γιαγιά που σε φιλεύει, χωρίς κανένα δισταγμό, ένα τεράστιο βλέμμα καλοσύνης – ή μερικούς λουκουμάδες βουτηγμένους μέσα στο μέλι.
Η Λέσβος και η Χίος είναι πανέμορφες. Με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό και πολύ δικό τους. Σε γητεύουν σχεδόν κεραυνοβόλα – με μια ζεστασιά ξεχασμένη. Την ίδια στιγμή, εκεί, στη μέση του πελάγους, επιμένουν να «υφαίνουν» τη μοίρα τους με πρώτες ύλες τόσο απλές, αλλά συνάμα δυσεύρετες. Το ταξίδι στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, στο οποίο μας προσκάλεσε ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ), ήταν ξεχωριστό για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, γι’ αυτά τα συναισθήματα που αναδύονται εναργώς ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.
«Πλατανόφυλλο» καταμεσής του πελάγους
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τη Λέσβο: «Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους». Ο ποιητής έτρεφε βαθύ έρωτα για τη Λέσβο, από την οποία κατάγονταν οι γονείς του. Την εξύμνησε στην ποίησή του με τρόπο σχεδόν ευλαβικό.
Η Λέσβος είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό εικόνων, γεύσεων, μυρωδιών, ήχων και εντυπώσεων. Είναι το νησί των υπέροχων αντιφάσεων – το μισό είναι καταπράσινο και το άλλο μισό ηφαιστειακό. H ομορφιά του ξεπροβάλλει εξίσου, μέσα από κατάφυτες με ελαιόδεντρα πλαγιές, αλλά και μέσα από γυμνούς βράχους, κομμένους λες με μαχαίρι. Ανάμεσα σε αρχοντικά, εκκλησίες, γεφύρια και καλντερίμια, το νησί σού υπόσχεται μια εμπειρία μοναδική.
Στη Λέσβο φτάσαμε ένα απόγευμα, στα μέσα Ιουνίου. Στο αεροδρόμιο μάς υποδέχθηκε ο Αντώνης, ο οδηγός μας, ο οποίος μάς μετέφερε αρχικά στο ξενοδοχείο μας, το Zaira Boutique Hotel, πριν αναχωρήσουμε για τον ορεινό, παραδοσιακό οικισμό της Αγιάσου. Η Αγιάσος, 27 χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης, είναι ένα από τα ομορφότερα χωριά του νησιού. Αν και κουρασμένοι από το ταξίδι, περιδιαβάσαμε τα χρωματιστά σοκάκια του και η ομορφιά του μάς ξεκούρασε. Το πρώτο βράδυ στη Λέσβο έκλεισε με ούζο και υπέροχο φαγητό σε ένα μικρό ταβερνείο του χωριού. Τα πρώτα, αβίαστα γέλια ήταν καλοί οιωνοί, προμηνύοντας μια όμορφη συνέχεια.
Την επόμενη μέρα είχαμε πολύ γεμάτο πρόγραμμα. Πρώτος σταθμός η Αλυκή της Καλλονής, στην οποία βρίσκουν καταφύγιο πάνω από 252 διαφορετικά είδη πουλιών. Φεύγοντας από την Καλλονή, πήραμε τον δρόμο για το Σίγρι. Έξω από το παράθυρό μας το τοπίο εναλλασσόταν εκπληκτικά, ανάμεσα σε ορεινά χωριουδάκια που ξεπρόβαλλαν στις στροφές του δρόμου. Στη διάρκεια της διαδρομής, η Ρένα, η υπέροχη ξεναγός μας, μάς εξηγούσε ότι οι εκρήξεις ηφαιστείων που έγιναν πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια στο νησί, διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη μορφολογία του με το αποτύπωμα της ηφαιστειακής λάβας να είναι εμφανές ακόμη και σήμερα. Σε αυτήν την πλευρά του νησιού δεν υπάρχει πράσινο, αλλά το τοπίο είναι σεληνιακό με μια ομορφιά μυστηριακή, «αγκιστρωμένη» στους βράχους που μοιάζουν λαξευμένοι από χέρι έμπειρου τεχνίτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα ηφαιστειογενή πετρώματα της περιοχής του Σιγρίου, έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια μια πράσινη επένδυση με 40.000 ελαιόδεντρα και 20.000 άλλα δέντρα, τα οποία μεταμόρφωσαν την άγονη γη σε έναν μικρό παράδεισο με τεράστια οφέλη για την ευρύτερη περιοχή. Μετά τη στάση στον τεράστιο αυτό ελαιώνα και το πρότυπο ελαιοτριβείο που λειτουργεί εκεί, κατευθυνθήκαμε προς το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, το οποίο ιδρύθηκε το 1994, έχοντας ως στόχο τη μελέτη, ανάδειξη, συντήρηση και φύλαξη του Απολιθωμένου Δάσους.
Ο Αλμπέρ Καμύ, αυτός ο σπουδαίος Νομπελίστας διανοητής, έφτασε στο Σίγρι τον Ιούνιο του 1959 και μαγεύτηκε από «τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό».
Χωρίς υπερβολή, αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη Λέσβο μόνο και μόνο για την εμπειρία του Απολιθωμένου Δάσους, το οποίο έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο μνημείο της φύσης από το 1985 και θεωρείται από τα σπανιότερα του κόσμου. Ο σχηματισμός του σχετίζεται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα που έλαβε χώρα στη Λέσβο περίπου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Τότε, ηφαιστειακή στάχτη και λάβα σκέπασε μεγάλο τμήμα του Βορείου Αιγαίου, με αποτέλεσμα κορμοί δέντρων, κλαδιά, φύλλα και ρίζες να πετροποιηθούν, διατηρώντας, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό το σχήμα τους. Η περιήγηση στα τέσσερα υπαίθρια πάρκα του Δάσους είναι μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Σκεφτείτε μόνο την αίσθηση τού να στέκεστε μπροστά σε απολιθωμένους κορμούς δέντρων, οι οποίοι βρίσκονται πετρωμένοι στην ίδια θέση που ορθώνονταν πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Τελευταίος σταθμός της μέρας η Ερεσός, ο τόπος καταγωγής της σπουδαίας λυρικής ποιήτριας, της Σαπφούς. Φτάσαμε στην παραθαλάσσια Σκάλα Ερεσού νωρίς το απόγευμα και αφού φάγαμε, περπατήσαμε κατά μήκος της απέραντής της παραλίας. Η Σκάλα είναι ένας τόπος με έντονη γυναικεία ενέργεια, προσελκύοντας εδώ και δεκαετίες λεσβίες από όλο τον κόσμο με αποκορύφωμα αυτής της παρουσίας το Φεστιβάλ Γυναικών της Ερεσού που γίνεται κάθε Σεπτέμβρη – φέτος θα διεξαχθεί από τις 10 μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου. Έπαιρνε να σουρουπώνει και το ηλιοβασίλεμα ήταν μαγευτικό. Στο ξενοδοχείο φτάσαμε αργά το βράδυ κουρασμένοι, αλλά πολύ γεμάτοι και πολύ χαρούμενοι.
Η τρίτη μέρα στο νησί ξεκίνησε από την πρωτεύουσά του, τη Μυτιλήνη, όπου παραδοσιακά λαϊκά σπίτια, νεοκλασικά αρχοντικά, βυζαντινοί ναοί, προσφυγικοί συνοικισμοί και αρχαία μνημεία συνυπάρχουν αρμονικά. Στην άκρη της πόλης, στην κορυφή του πευκώνα, δεσπόζει το βυζαντινό κάστρο, ένα από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου. Περπατήσαμε στην παλαιά πόλη, χαθήκαμε στα γραφικά δρομάκια της, ήπιαμε καφέ και νιώσαμε τον πρωινό παλμό της πριν μπούμε ξανά στο λεωφορείο. Μια στάση πρώτα στην περιοχή της Κρεμαστής, για να θαυμάσουμε το τοξωτό μεσαιωνικό γεφύρι, ένα από τα πιο αξιόλογα έργα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στη Λέσβο.
Λίγη ώρα μετά, αφιχθήκαμε στην Πέτρα, έναν γραφικό οικισμό, στα βόρεια του νησιού, περίπου 55 χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης. Σήμα κατατεθέν της, ο επιβλητικός ογκόλιθος ύψους 27 μέτρων στο κέντρο του χωριού -εξ ου και το όνομά του- στην κορυφή του οποίου «στέκει» η εκκλησία της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Αν βρεθείτε στην περιοχή, αξίζει επίσης να επισκεφθείτε το αρχοντικό τής Βαρελτζήδαινας, αλλά και τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, κτίσμα του 17ου αι., που φέρει -ανάμεσα στις πολλές- και μία σπάνια τοιχογραφία που απεικονίζει τον απαγχονισμό του Ιούδα. Σε πολύ κοντινή απόσταση από την Πέτρα, βρίσκεται ο Μόλυβος, ένα παραθαλάσσιο χωριό με αυθεντική, πολύχρωμη ομορφιά και πετρόχτιστα σπίτια. Εκεί, φάγαμε εξαιρετικό φαγητό δίπλα στη θάλασσα και περπατήσαμε στα ανηφορικά, πλακόστρωτα δρομάκια του χωριού, τα οποία μάς οδήγησαν στο Κάστρο, έχοντας από εκεί μοναδική θέα όλης της περιοχής και του απέραντου γαλάζιου του Αιγαίου.
Τελευταίος σταθμός της μέρας ο Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μανταμάδου, ένα από τα πιο σημαντικά και διάσημα εκκλησιαστικά μνημεία της Λέσβου. Σημειώστε ότι η Λέσβος προσφέρεται και για θρησκευτικό τουρισμό, αφού το νησί είναι διάσπαρτο από εκκλησίες και μοναστήρια – εξίσου σημαντικό προσκύνημα για τους πιστούς είναι η Παναγιά της Αγιάσου και, φυσικά, ο Άγιος Ραφαήλ στη Θέρμη.
Όταν φτάσαμε στην πόλη, είχε ήδη νυχτώσει. Στα «Λαδάδικα» της Μυτιλήνης η πόλη ζούσε λίγο πιο έντονα τη νυχτερινή της ζωή. Ενωθήκαμε με τον παλμό της και την αφήσαμε να μάς οδηγήσει εκεί που εκείνη ήθελε.
Η τέταρτη μέρα στη Λέσβο ήταν η τελευταία πριν αναχωρήσουμε με το απογευματινό πλοίο για τη Χίο. Μπήκαμε στο λεωφορείο και φτάσαμε στο ξακουστό Πλωμάρι, μια γραφική, παραθαλάσσια κωμόπολη στο νότιο τμήμα του νησιού. Φυσικά, το Πλωμάρι είναι κυρίως γνωστό ως η «πατρίδα» του ούζου και εκεί υπάρχουν δύο μουσεία ούζου, τα οποία έχουν φτιαχτεί από δύο από τις διασημότερες εταιρείες της περιοχής, το Ούζο Βαρβαγιάννη και το Ούζο Ισιδώρου Αρβανίτου. Εμείς επισκεφθήκαμε το αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, στο οποίο στεγάζεται και το Μουσείο «Ο Κόσμος του Ούζου», και μυηθήκαμε στην ιεροτελεστία της παραγωγής του ποτού. Μυστικό εκ Λέσβου: Βάλτε σ’ ένα ποτήρι το ούζο, ρίξτε μέσα νερό και παγάκια και αφήστε το να αποκτήσει τις μαγικές αποχρώσεις του λευκού – δεν χρειάζεται καμία άλλη προσθήκη.
Το απόγευμα αποχαιρετήσαμε τη Λέσβο με κάπως βαριά καρδιά και με μια μελαγχολία που φέρουν -από τη φύση τους- όλα τα αντίο. Το πλοίο της γραμμής θα έκανε πρώτη στάση στη Χίο, όπου και θα κατεβαίναμε. Η απόσταση μεταξύ των δύο νησιών είναι περίπου τρεις ώρες, οπότε, όταν φτάσαμε εκεί, είχε ήδη βραδιάσει. Ο Κίμωνας, ο οδηγός μας, μάς υποδέχτηκε και μάς οδήγησε στο ξενοδοχείο που θα μας φιλοξενούσε τις δύο μέρες που θα μέναμε στο νησί, το εξαιρετικό Chios Chandris.
Άγρια της Χίου ομορφιά
Η Χίος είναι από εκείνα τα νησιά που σου αποκαλύπτονται σιγά σιγά και κάπως δειλά στην αρχή. Αρχικά, θα σε συνεπάρει η μυρωδιά της και ο αέρας της που μοσχοβολάει μαστίχα ανακατεμένη με εσπεριδοειδή. Στη συνέχεια, θα σε κεράσει ένα τοπικό λικέρ και θα ξεκινήσει να σε «μεθά». Και αφού σε «εξημερώσει», θα σε πάρει από το χέρι και θα σου αποκαλύψει την άγρια ομορφιά της. Θα σε ξεναγήσει σε απομονωμένες παραλίες, θα σε οδηγήσει σε μεσαιωνικά χωριουδάκια «κρεμασμένα» σε βράχους και θα σου ψιθυρίσει στο αυτί έναν θλιμμένο σκοπό. Στο τέλος, δεν θα μπορέσεις να της πεις αντίο, παρά μόνο «εις το επανιδείν». Λιγότερο γνωστή από τα υπόλοιπα νησιά του Βορείου Αιγαίου, η Χίος είναι τόσο υπέροχη μέσα στην ανεξερεύνητη απλότητά της.
Το πρώτο πρωινό στο νησί ήταν όμορφο. Στο λόμπι του ξενοδοχείου μάς περίμενε η Ρένα – μάς έτυχαν δύο Ρένες ξεναγοί σε αυτό το ταξίδι και ήταν και οι δύο υπέροχες. Πρώτος σταθμός το Μουσείο Μαστίχας, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή των Μαστιχοχωρίων, σε μια πλαγιά γεμάτη μαστιχόδεντρα, και είναι αφιερωμένο στο πολύτιμο αυτό προϊόν που καθόρισε εν πολλοίς και τη φυσιογνωμία του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τεχνογνωσία της μαστιχοκαλλιέργειας είναι εγγεγραμμένη από την UNESCO στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.
Στο νότιο τμήμα του νησιού, με τα είκοσι τέσσερα Μαστιχοχώρια, αναδίδεται από παντού ένα έντονο άρωμα μαστίχας. Αν βρεθείτε εκεί τον Ιούλιο προς Αύγουστο, θα δείτε στα γύρω κτήματα τους ντόπιους μαστιχοκαλλιεργητές να «πληγώνουν» ή καλύτερα να «κεντούν» τον μαστιχοφόρο σχίνο, για να τρέξει από το δέντρο το ρετσίνι. Γύρω από το δέντρο τοποθετείται ασπρόχωμα, πάνω στο οποίο θα πέσει το «δάκρυ» του σχίνου που θα παραμείνει στο έδαφος για αρκετές μέρες, ώστε να στερεοποιηθεί. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο ξεκινά η πρώτη συλλογή της μαστίχας. Αναμφισβήτητα, η ζωή στα νοτιόχωρα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την καλλιέργεια του σχίνου και τη συλλογή της μαστίχας.
Από τα Μαστιχοχώρια ξεχωρίζουν το Πυργί και τα Μεστά. Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείτε στη Χίο και να μην τα επισκεφθείτε, καθώς η βόλτα στα δρομάκια τους είναι μια μοναδική εμπειρία, για διαφορετικούς λόγους. Το Πυργί, μόλις 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Χίου, είναι ένα μεσαιωνικό χωριό, το οποίο παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον εξαιτίας της εντυπωσιακής διακόσμησής του, η οποία δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι προσόψεις των πυργούσικων σπιτιών είναι ζωγραφισμένες με εγχάρακτα, γεωμετρικά σχέδια, τα οποία οι ντόπιοι αποκαλούν «ξυστά». Οι μαυρόασπρες διακοσμήσεις αρχίζουν κατά βάση από τα μισά της πόρτας εισόδου και εμφανίζουν ποικίλα σχέδια, όπως κύκλους, τετράγωνα, ρόμβους, τρίγωνα, πελαργούς και κλαδιά δέντρων.
Δέκα χιλιόμετρα από το Πυργί βρίσκονται τα Μεστά, ένα από τα ωραιότερα χωριά του νησιού, το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο μνημείο. Μια μικρή καστροπολιτεία, όπου η περίτεχνη μεσαιωνική αρχιτεκτονική συνδυάζεται άψογα με το φυσικό κάλλος της περιοχής. Τα σπίτια του χωριού, μικρά και πέτρινα, είναι χτισμένα κολλητά σχεδόν το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ οι επιβλητικές καμάρες και τα στενά σκεπαστά δρομάκια κάνουν τον οικισμό να θυμίζει λαβύρινθο. Περπατήσαμε σε αυτά, ξεχνώντας εσκεμμένα τον μίτο. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή, δεν υπήρχε, άλλωστε, καμία ανάγκη διαφυγής.
Επόμενη στάση στην παραλία Μαύρα Βόλια, γνωστή και ως Μαύρος Γιαλός, μία από τις πιο φημισμένες σε όλη την Ελλάδα. Το άγριας ομορφιάς τοπίο με τα κρυστάλλινα, κρύα νερά και τα μαύρα βότσαλα διαμορφώθηκε από την έκρηξη του ανενεργού -πλέον- κοντινού ηφαιστείου Ψάρωνας που έγινε στην αρχαιότητα. Η μαγευτική, «μαύρη» παραλία περιβάλλεται από ψηλά, αλάξευτα βράχια και το σκηνικό μοιάζει σεληνιακό, σχεδόν μυστηριακό. Μοιραία, η ομορφιά σε συνεπαίρνει.
Νωρίς το απόγευμα επιστρέψαμε στην πόλη και λίγο μετά βρεθήκαμε στον Κάμπο, έξι μόλις χιλιόμετρα νότια από αυτήν. Ο Κάμπος είναι αναμφισβήτητα από τις πιο εντυπωσιακές περιοχές του νησιού και είναι κυρίως γνωστός για τα περιβόλια εσπεριδοειδών, αλλά και τα παλιά αρχοντικά σπίτια με τις περίτεχνες θύρες που είναι χτισμένα στα στενά δρομάκια του. Σε αυτήν την περιοχή, η οποία αποτελεί την πιο εύφορη κοιλάδα του νησιού, έχτιζαν από τον 14ο αιώνα τις επαύλεις τους οι αριστοκρατικές οικογένειες της Χίου, γενουάτικες και ντόπιες. Ήπιαμε τον απογευματινό μας καφέ -κάποιοι επέλεξαν σπιτική μανταρινάδα- στο περιβόλι «Citrus» με το μοναδικό αρχοντικό του 1742 και το Μουσείο «Citrus Memories» που αναδεικνύει την ιστορία των εσπεριδοειδών της Χίου. Έπαιρνε να βραδιάζει και τα φωτισμένα αρχοντικά του Κάμπου μάς προσκαλούσαν σε ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο.
Η επόμενη θα ήταν η τελευταία μέρα στο νησί. Πρώτος σταθμός η Νέα Μονή Χίου με τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά της. Η Νέα Μονή -ιδρυθείσα το 1024- είναι το σημαντικότερο μοναστήρι της Χίου και ένα από τα σημαντικότερα ολόκληρης της Ελλάδας, ενώ προστατεύεται από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Είκοσι περίπου λεπτά από το μοναστήρι, βρίσκεται ο Ανάβατος, ένας χιώτικος οικισμός, γνωστός ως ο «Μυστράς του Αιγαίου», που ιδρύθηκε στους μέσους βυζαντινούς χρόνους.
Στον Ανάβατο είσαι εσύ και ό,τι πιστεύεις – ή δεν. Αυτό σκέφτηκα μόλις αντίκρισα τον μεσαιωνικό αυτό οικισμό που ζει τη ζωή του «σκαρφαλωμένος» -κυριολεκτικά- στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου ύψους 450 μέτρων. Σχεδόν κρυμμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, το χωριό υψώνεται σε μια δύσβατη θέση μέσα στο δάσος, στην κορυφή της οποίας δεσπόζει το Κάστρο. Στον Ανάβατο ζει εδώ και 30 χρόνια η μία και μοναδική κάτοικός του, η κυρία Σμαράγδα, η ιστορία της οποίας παραμένει εν πολλοίς καλυμμένη με ένα πέπλο μυστηρίου. Όταν φτάσαμε εκεί, καθόταν στο καφενείο του χωριού, φορώντας κάτι υπέροχα μακριά σκουλαρίκια. Η Ρένα μάς είπε ότι δεν μιλάει πολύ για τη ζωή της, αλλά το βλέμμα της μαρτυρούσε πως στον Ανάβατο βρήκε τη γαλήνη που αναζητούσε. Και είναι αλήθεια. Σε αυτό το ελάχιστο μέρος, στη μέση του πουθενά, η ψυχή γαληνεύει και το πνεύμα ανοίγει διάπλατα σαν να αγκαλιάζει όλο τον κόσμο.
Μια σύντομη στάση στα Αυγώνυμα, ένα επίσης, πανέμορφο μεσαιωνικό χωριό σε κοντινή απόσταση από τον Ανάβατο, πριν καταλήξουμε για φαγητό στην αμμώδη παραλία Λιθί.
Το τελευταίο απόγευμα στο νησί μάς βρήκε να βολτάρουμε στην πόλη της Χίου, τη Χώρα όπως λέγεται. Περπατήσαμε στον πολυσύχναστο, παραλιακό πεζόδρομο του κεντρικού λιμανιού, αλλά και στην Απλωταριά, όπου βρίσκεται το κέντρο της χιώτικης αγοράς. Το βράδυ φάγαμε έχοντας θέα το λιμάνι, αποχαιρετώντας το νησί με τοπικό ούζο και μερικά σφηνάκια μαστίχας. Κοντά στα μεσάνυχτα πήραμε τον δρόμο για το ξενοδοχείο. Πολύ πρωί την επομένη θα έπρεπε να πάμε στο αεροδρόμιο για το ταξίδι της επιστροφής.
Μου αρέσουν πολύ τα αεροπλάνα. Στους προσωπικούς μου συμβολισμούς, σημαίνουν ότι πάντα μπορείς να φεύγεις. Ή να επιστρέφεις. Δεν πιστεύω πολύ στις επιστροφές, αλλά κάποιες είναι αναπόφευκτες. Ειδικά σε εκείνα τα μέρη που η καρδιά χτύπησε λίγο πιο δυνατά. Η Λέσβος και η Χίος είναι υπέροχες για πολλούς λόγους. Για όλους αυτούς που συμπυκνώθηκαν με δυσκολία μέσα σε μερικές λέξεις, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν. Εις το επανιδείν!