Η αρχαιότερη γραπτή συνταγή της Αιγύπτου είναι γραμμένη στα ελληνικά

Πώς να φτιάξεις αρχαίο πουρέ φακής.

Article featured image
Article featured image


Η παλαιότερη γραπτή συνταγή που βρέθηκε στην Αίγυπτο χρονολογείται περίπου το 300 μ.Χ. Η συνταγή για τις κόκκινες φακές ήταν γραμμένη σε πάπυρο στην ελληνική γλώσσα.

Το αιγυπτιακό Υπουργείο Τουρισμού και Αρχαιοτήτων έδωσε στη δημοσιότητα ένα βίντεο για τη μαγειρική στην Αίγυπτο, που δείχνει την παλαιότερη γνωστή συνταγή στη χώρα της Βόρειας Αφρικής.

Αποδεικνύεται ότι η συνταγή του τρίτου αιώνα είτε γράφτηκε εκεί από κάποιον που γνώριζε την ελληνική γλώσσα είτε ίσως ότι το κομμάτι του πάπυρο με τη συνταγή είχε αρχικά έρθει από την Ελλάδα.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έτρωγαν φακές από την προϊστορική εποχή, γύρω στο 4000 π.Χ.

Ωστόσο, η συνταγή της φακής που είναι γραμμένη στα ελληνικά δείχνει ότι ήταν μέρος της ελληνικής διατροφής.


Συνταγή για αρχαίο αιγυπτιακό πουρέ φακής:

2,5 φλιτζάνια ζωμό κοτόπουλου

1 μέτριο κρεμμύδι ψιλοκομμένο

1 + 1/4 φλιτζάνι κόκκινες φακές

1 κουτ. γλυκού γλυκάνισο

1 κουτ. γλυκού κύμινο

1 κουτ. γλυκού άνηθο

Ανακατεύουμε με ένα εμβαπτιζόμενο μπλέντερ.

Ζεσταίνουμε μέχρι να επιτευχθεί η επιθυμητή θερμοκρασία



Η σχέση ανάμεσα στον αιγυπτιακό και ελληνικό πολιτισμό χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν. Οι Έλληνες ζούσαν στην Αίγυπτο ήδη από τα αρχαία χρόνια, με τον Ηρόδοτο ο οποίος επισκέφτηκε την Αίγυπτο τον 4ο αιώνα π.Χ. να αναφέρει πως οι Έλληνες ήταν μια από τις πρώτες ομάδες ξένων που είχαν ζήσει ποτέ στη χώρα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως η μυθολογική Ρόδια Ακτίς, έκτισε την πόλη της Ηλιουπόλεως πριν από τον μεγάλο κατακλυσμό, και με τον ίδιο τρόπο οι Αθηναίοι έκτισαν την Σαΐδα, και ενώ όλες οι Ελληνικές πόλεις καταστράφηκαν κατά τον κατακλυσμό -πιθανή αναφορά στη Μινωική έκρηξη-, οι Ελληνικές πόλεις της Αιγύπτου επέζησαν.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Β. 154), ο φαραώ Ψαμμύτιχος Α´ (664–610 π.Χ.) τοποθέτησε μια φρουρά ξένων μισθοφόρων στη Δάφνη, κυρίως Κάρες και Έλληνες της Ιωνίας. Τον 7ο αιώνα π.Χ., η πόλη της Ναυκράτιδος ιδρύθηκε στην Αρχαία Αίγυπτο. Ήταν τοποθετημένη στην Κανώπιαια διακλάδωση του Νείλου ποταμού, 72 χιλιόμετρα από την ανοικτή θάλασσα. Ήταν η πρώτη, και για το μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης ιστορίας της, η μοναδική μόνιμη Ελληνική αποικία στην Αίγυπτο - εξαιρώντας αυτές της γειτονικής Κυρήνης-, έχοντας τον ρόλο του συνδετικού κρίκου στη συμβίωση και ανταλλαγή στοιχείων του Ελληνικού με τον Αιγυπτιακό πολιτισμό.

Η ελληνική παρουσία είναι ιδιαίτερα έντονη στην Αλεξάνδρεια μέχρι και σήμερα. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο κατά το πρώιμο στάδιο των εκστρατειών του, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Περσών την εποχή εκείνη και παραδόθηκε χωρίς μάχη. Σεβάστηκε τις φαραωνικές θρησκείες και τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα, και ανακηρύχθηκε από το Αιγυπτιακό ιερατείο ως Φαραώ της Αιγύπτου. Ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας, και μετά τον θάνατο του το 323 π.Χ., όταν η γιγαντιαία αυτοκρατορία του διανεμήθηκε στους διαδόχους του με τη Συμφωνία της Βαβυλώνας, η Αίγυπτος δόθηκε στον Πτολεμαίο. Η ελληνιστική Αλεξάνδρεια ήταν περισσότερο γνωστή για τον Φάρο της Αλεξάνδρειας (Φάρος), ένα από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της (η μεγαλύτερη στον αρχαίο κόσμο) και η Νεκρόπολη, που ήταν ένα από τα Επτά Θαύματα του Μεσαίωνα.

Η Αλεξάνδρεια ήταν κάποτε μια από τις πιο ισχυρές πόλεις της περιοχής της αρχαίας Μεσογείου, δεύτερη μετά τη Ρώμη.

Στη σύγχρονη εποχή, οι Έλληνες άρχισαν και πάλι να εγκαθίστανται στην Αλεξάνδρεια τον 18ο και 19ο αιώνα. Ένα νέο κύμα μετανάστευσης πλημμύρισε την Αλεξάνδρεια λίγο μετά την Επανάσταση του 1821, σηματοδοτώντας την έναρξη της λεγόμενης ευρωπαϊκής εποχής της πόλης. Η αναχώρηση των Ελλήνων από την Αίγυπτο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930-40 με τους εφαρμοστικούς νόμους που ψηφίστηκαν στην οικονομία της χώρας. Η δυνατότητα προσαρμογής των Ελλήνων στις νέες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που ξεκινούν αυτή την περίοδο και συνεχίζονται και καθ' όλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας 1940-50 θα αποτελέσουν τη βασικότερη αιτία αναχώρησης και αναζήτησης νέας πατρίδας.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ