Πάντως, ασαφές παραμένει σε ποια νομική βάση εδράζεται η εν λόγω απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης, καθώς οι επαναπροωθήσεις (pushpacks) είναι παράνομες καθώς ενδέχεται να καταλήξουν άτομα πίσω σε χώρες όπου κινδυνεύουν κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Η αρχή της μη επαναπροώθησης ορίζεται στη Σύμβαση του 1951: «Κανένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν απελαύνει ή επαναπροωθεί (‘refouler’) πρόσφυγα με οποιονδήποτε τρόπο στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειλούνταν λόγω της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της συμμετοχής του σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων». Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι ένας πρόσφυγας δεν μπορεί να επιστραφεί βίαια στη χώρα καταγωγής του ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα όπου θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δίωξη, ούτε μπορεί να εμποδιστεί ένας αιτητής ασύλου να εισέλθει σε μια χώρα για να ζητήσει προστασία.
Σημειώνεται ότι οι επαναπροωθήσεις παραβιάζουν την απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών, όπως κωδικοποιείται στο Πρωτόκολλο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, οι επαναπροωθήσεις παραβιάζουν την απαγόρευση των μαζικών απελάσεων, η οποία είναι απαγορευμένη πρακτική σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Βέβαια, ασαφές παρεμένει και το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκε η προηγούμενη απόφασή της κυβέρνησης για μη εξέταση των αιτήσεων ασύλων ατόμων συριακής καταγωγής.