Οι ευρέως διαδεδομένες εξετάσεις DNA αποκάλυψαν πως η αιμομιξία είναι πολύ πιο συχνή απ’ όσο νομίζαμε

«Μυστικές» περιπτώσεις παιδιών που γεννήθηκαν από στενούς συγγενείς, συνήθως μετά από περιπτώσεις κακοποίησης, αλλά όχι μόνο.

Article featured image
Article featured image

Στα μέσα της δεκαετίας του του ’70, ένα ψυχιατρικό εγχειρίδιο που είχε κυκλοφορήσει τότε, ανέφερε ότι η συχνότητα της αιμομιξίας είναι μία στο εκατομμύριο. Αυτό το νούμερο όμως είναι σίγουρα δραματικά υποτιμημένο. Το στίγμα γύρω από την ανοιχτή συζήτηση για την αιμομιξία, η οποία συχνά περιλαμβάνει σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και άγνοια του παιδιού για τους βιολογικούς γονείς του, έχει επί μακρόν καταστήσει δύσκολη την ενδελεχή μελέτη του θέματος.

Στη δεκαετία του 1980 φεμινίστριες ερευνήτριες υποστήριξαν, βασιζόμενες στις μαρτυρίες των θυμάτων, ότι η αιμομιξία ήταν πολύ πιο συχνή από ό,τι είχε αναγνωριστεί, και τα τελευταία χρόνια το DNA προσφέρει ένα νέο είδος βιολογικής απόδειξης. Οι ευρέως διαδεδομένες γενετικές εξετάσεις αποκαλύπτουν τη μία μετά την άλλη «μυστικές» περιπτώσεις παιδιών που γεννήθηκαν από στενούς συγγενείς, παρέχοντας μια άνευ προηγουμένου καταγραφή της αιμομιξίας στις σύγχρονες κοινωνίες.

pexels-photo-4451522.jpeg

Ο γενετιστής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Τζιμ Γουίλσον σοκαρίστηκε από τη συχνότητα αιμομιξίας που βρήκε στη βρετανική Biobank, μια ανώνυμη ερευνητική βάση δεδομένων: Ένας στους 7.000 ανθρώπους, σύμφωνα με την ανάλυσή του, γεννήθηκε από γονείς που ήταν συγγενείς πρώτου βαθμού – αδελφός και αδελφή ή γονέας και παιδί. «Το νούμερο είναι πολύ, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν», λέει.

Και αυτός ο αριθμός είναι απλώς ένα κατώτατο όριο: αντικατοπτρίζει μόνο τις περιπτώσεις που κατέληξαν σε εγκυμοσύνη, που δεν κατέληξαν σε αποβολή ή έκτρωση και που οδήγησαν στη γέννηση ενός παιδιού που εξελίχθηκε σε ενήλικα που συμμετείχε εθελοντικά σε μια ερευνητική μελέτη. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που επηρεάζονται μπορεί να μη μάθουν ποτέ για την καταγωγή τους, αλλά αυτές τις μέρες πολλοί σκοντάφτουν στην αλήθεια μετά από εξετάσεις μέσω των τεστ AncestryDNA και 23andMe.

IMG_202066717410461.jpeg

Σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς, η αιμομιξία μεταξύ στενών μελών της οικογένειας είναι ένα από τα πιο οικουμενικά και βαθιά ριζωμένα ταμπού. Μια κοινή εξήγηση είναι βιολογική.

Στις περιπτώσεις ατόμων που γεννήθηκαν από αιμομιξία η συντριπτική πλειονότητα αφορά συγγενείς πρώτου βαθμού, ενώ οι υπόλοιπες δευτέρου βαθμού (ετεροθαλή αδέλφια, θείος-ανιψιά, θεία-ανιψιός, παππούς-εγγόνι). Οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζονται σε κάθε κοινωνικό στρώμα.

d14sevt-6bac4f8b-a2a2-459d-b4e7-132160bd6b29.jpg

Όπως μας λέει η Αμερικανίδα γενεαλόγος Σίσι Μουρ, η οποία ειδικεύεται στην ανεύρεση προσώπων μέσω μακρινών αντιστοιχιών DNA και είναι η κάτοχος της μεγαλύτερης ίσως βάσης δεδομένων στον κόσμο για ανθρώπους που γεννήθηκαν από αιμομιξία, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι γονείς είναι ένας πατέρας και μια κόρη ή ένας μεγαλύτερος αδελφός και μια μικρότερη αδελφή, πράγμα που σημαίνει ότι η ύπαρξη ενός παιδιού ήταν πιθανότατα τεκμήριο σεξουαλικής κακοποίησης. Καθώς η ίδια η Μουρ δεν ήταν εκπαιδευμένη θεραπεύτρια, αποφάσισε να βοηθήσει τους ανθρώπους που κατόπιν γενεαλογικής έρευνας έρχονταν αντιμέτωποι με τέτοιες αποκαλύψεις, δημιουργώντας μια ιδιωτική ομάδα υποστήριξης στο Facebook το 2016.

Σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς, η αιμομιξία μεταξύ στενών μελών της οικογένειας είναι ένα από τα πιο οικουμενικά και βαθιά ριζωμένα ταμπού. Μια κοινή εξήγηση είναι βιολογική: Τα παιδιά που γεννιούνται από συγγενείς γονείς είναι πιθανότερο να εμφανίσουν επιπλοκές στην υγεία τους, επειδή οι γονείς τους είναι πιθανότερο να είναι φορείς των ίδιων υπολειπόμενων μεταλλάξεων. Από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του '80, μια χούφτα μελέτες που ακολούθησαν μερικές δεκάδες παιδιά που γεννήθηκαν από αιμομιξία κατέγραψαν υψηλά ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και συγγενών παθήσεων.

underused-family-photo-sources-feature.png

Αλλά στο παρελθόν, τα υγιή παιδιά που γεννιόντουσαν από αιμομικτικές ενώσεις δεν θα είχαν υποπέσει ποτέ στην αντίληψη των γιατρών. Καθώς οι ευρέως διαδεδομένες εξετάσεις DNA αποκάλυψαν περισσότερους ανθρώπους των οποίων οι γονείς είναι αδελφός και αδελφή ή γονέας και παιδί, έδειξαν επίσης ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι απολύτως υγιείς.

«Υπάρχει ένα μεγάλο στοιχείο τύχης στο αν η αιμομιξία έχει κακή έκβαση», σύμφωνα με τον γενετιστή Γουίλσον. Εξαρτάται από το αν οι σειρές ομοζυγωτίας περιέχουν υπολειπόμενες μεταλλάξεις που προκαλούν ασθένειες. Όλοι μας έχουμε κάποιες από αυτές τις «διαδρομές» στο DNA μας – συνήθως λιγότερο από το 1% του γονιδιώματος στους δυτικούς πληθυσμούς, περισσότερο στους πολιτισμούς όπου ο γάμος μεταξύ ξαδέλφων είναι κοινός. Αλλά ο αριθμός αυτός είναι περίπου 25 τοις εκατό, λέει ο Γουίλσον, σε άτομα που έχουν γεννηθεί από συγγενείς πρώτου βαθμού. Ενώ οι πιθανότητες μιας γενετικής νόσου είναι πολύ υψηλότερες, το αποτέλεσμα απέχει πολύ από το να είναι προκαθορισμένο.

family-photos-of-the-80s-and-90s-v0-cql0u1gfx1x81.jpg

Είναι πολλά τα μέλη στην ομάδα του Facebook που δημιούργησε η Μουρ, τα οποία μοιράζονται τον αγώνα με αυτοάνοσα νοσήματα, ινομυαλγία, οφθαλμολογικά προβλήματα κ.ο.κ., παρότι αυτά είναι συχνά δύσκολο να συνδεθούν οριστικά με την αιμομιξία. Τα προβλήματα υγείας που προκύπτουν από την αιμομιξία μπορεί να εκδηλωθούν με οποιονδήποτε τρόπο, ανάλογα με το ποιες ακριβώς μεταλλάξεις κληρονομούνται.

Ένα από τα μέλη της ομάδας, η Μάντι, αφού ανακάλυψε έμαθε ότι ο βιολογικός της πατέρας ήταν ο θείος της μητέρας της, έψαξε να βρει ιστορίες για άλλους ανθρώπους σαν κι αυτήν. Το μόνο που μπορούσε να βρει ήταν «αηδιαστικές φαντασιώσεις» στο διαδίκτυο και άρθρα ιατρικών περιοδικών για προβλήματα υγείας. Ένιωθε πολύ μόνη. «Δεν έχω κανέναν να μιλήσω γι' αυτό», θυμάται να σκέφτεται. «Κανείς δεν ξέρει τι να πει». Όταν βρήκε την ομάδα στο Facebook, είδε ότι τελικά δεν ήταν μόνη. Τώρα μπορούσε και η ίδια να κάνει τον κύκλο της και να περάσει, όπως και οι άλλοι στην ομάδα, τα στάδια της άρνησης, του θυμού, της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και της αποδοχής.

Με στοιχεία από The Atlantic/LIFO

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ