Πρόσωπα
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης μίλησε για τη γλώσσα και την παιδεία ξεκινώντας από ένα φλυτζάνι κυπριακού καφέ
Η CITY δημοσιεύει την -γεμάτη νοήματα- ομιλία του σπουδαίου Κύπριου ποιητή, Κυριάκου Χαραλαμπίδη, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κυπρου.
Του Χρήστου Μιχάλαρου
Λίγες φορές ευτύχισε η ελληνική γλώσσα στη σύγχρονη εποχή να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου και να αναγνωριστεί ως πυλώνας πολιτισμού. Κι όταν το έκανε, το έκανε ποιητικά. Ο ελληνισμός και η ποίηση, δυο έννοιες συνυφασμένες, συμπορευόμενες, σχεδόν ταυτόσημες, έχουν δώσει σε όσους ομιλούν την ελληνική γλώσσα τη μεγάλη βεβαιότητα ότι ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο, ότι κοινωνούν σε κάθε λέξη την ουσία μιας ευρύτερης αλήθειας, ότι συμμετέχουν σε «κάτι» που γέννησε τα πιο σημαντικά πράγματα του ανθρωπίνου γένους: τη δημοκρατία, το θέατρο, τη φιλοσοφία. Η σημαντικότητα της ελληνικής γλώσσας εξάλλου, αποτυπώνεται και στα ίδια τα λόγια των ποιητών. Ακόμα κι αν ο γεωγραφικός χώρος όπου ομιλείται η γλώσσα είναι αρκετά περιορισμένος εν συγκρίσει με τις ομιλούσες γλώσσες του πλανήτη, ακόμα και αν οι σύγχρονοι ομιλούντες ελάχιστη συνείδηση φέρουν για το τι συντελείται καθώς η ελληνική γλώσσα, όχι μόνο επιβιώνει, αλλά ζει στο πέρας των αιώνων, η ελληνική ποίηση καταφέρνει να γίνεται καθολική.
Όχι πάντα. Σίγουρα πάντως όταν αυτό συμβαίνει, είναι εντυπωσιακό. Μια τέτοια περίπτωση ποιητή, που χρησιμοποιεί τη γλώσσα μέσα από το δικό του αφήγημα για να εκφράσει οικουμενικές ιδέες, καθολικά νοήματα, και να φωτίσει μέσα από τις προσωπικές του ή και τις εθνικές μας τραγωδίες το νόημα των γύρω φαινομένων, είναι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η Φιλοσοφική σχολή αποφάσισαν να τιμήσουν τον ποιητή, αναγορεύοντάς τον σε επίτιμο διδάκτορα την Παρασκευή 24 Μαΐου 2024 στην Αίθουσα Τελετών, επί τις οδού Καλλιπόλεως 75, σε μια κίνηση που υπό άλλες συνθήκες θα εθεωρείτο αυτονόητη εδώ και πολλά χρόνια. Ας είναι. Η Ιστορία γράφεται ακόμα και στις καθυστερήσεις. Μικρή σημασία έχει εξάλλου. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η ύπαρξη του ποιητή και δη ανάμεσά μας. Η γραφή, η στάση του και η χειρονομία του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση, παραδίδοντας στις επόμενες γενιές ένα σκαλοπάτι στο οποίο θα μπορούν να πατούν, αν θέλουν να βλέπουν μακριά.
Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του ποιητή με τίτλο «Για τη γλώσσα και την Παιδεία»:
Παρακαλώ επιτρέψτε μου να μην επαναλάβω τις προσφωνήσεις, εφόσον, όπως συνηθίζουμε να λέμε και σε συζητήσεις, ο κύριος Πρύτανης ήδη με έχει καλύψει. Θα ευχαριστήσω λοιπόν πανοραμικά όλους εσάς, επίσημοι προσκεκλημένοι και εκλεκτοί καθηγητές, συγκινημένος βέβαια κι από τον έπαινο που μου έχει πλέξει ο φίλος καθηγητής Παντελής Βουτουρής. Ξεχωριστές ευχαριστίες και προς εσάς, αγαπητές σπουδάστριες, αγαπητοί σπουδαστές, κυρίες και κύριοι,
Θα σας μιλήσω για τη γλώσσα και την παιδεία. Αυτός είναι ο ακριβής τίτλος: «Για την γλώσσα και την παιδεία». Από παραδρομή, όπως φαίνεται, άλλαξε στο πρόγραμμα η σειρά και μπήκε πρώτη η παιδεία. Μπορεί αυτό να οφείλεται και στον πανεπιστημιακό μαγνητισμό, όπου η λέξη παιδεία κατέχει τον κεντρικό ρόλο. Αλλά η γλώσσα είναι η αρχή και το τέλος κάθε παιδευτικού προορισμού. Εν αρχή ην ο λόγος, και μέσω αυτού κοινωνούμε το μήνυμα. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω απόψε κι εγώ με τη δική σας συμπαράσταση. Η προσοχή που εξόχως μου δίνετε, με χρεώνει απέναντι στο ίδιο το έργο μου και φυσικά απέναντι στην κοινωνική μου ευθύνη. Όμως αυτή τη στιγμή επείγει να θυμηθώ τη σοφή συμβουλή του συγγραφέα Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που μου έγραψε κάποτε, όταν θαρρούσα πως είμαι τάχα σπουδαίος και πολύξερος: «Καλό μου παιδί, μην παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου!». Η συμβουλή του μου παρείχε το πρότυπο μιας συνταγής, που έχει την αρχή της στη λοξή γωνία με την οποία θα πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα, έτσι ώστε να προσφέρουμε και μια ζωτική υπόσταση στο αφελές. Αυτή η εντός εισαγωγικών «αφέλεια» κρύβει τεχνική που ανταποκρίνεται και σε μια θεμελιώδη ανατρεπτική λογική. Ο Αϊνστάιν το διατυπώνει ασφαλώς καλύτερα με την ακόλουθη παρατήρηση: «Αν στην αρχή μια ιδέα δεν φαντάζει τρελή, τότε δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτήν». Κι αν είναι επίσης τρέλα το δίλημμα του Αλμπέρ Καμύ, «να αυτοκτονήσω, ή να κάνω καφέ;», τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει εάν ο καφές δεν έχει εδώ μιαν άλλη σημασία;
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον εντόπιο καφέ, εμμένοντας στα γλωσσικά αρώματα και τις χειροποίητες αλήθειες διαχρονικής αντοχής που κομίζει αφεαυτού, εις πείσμα της τυποποίησης των σύγχρονων ροφημάτων. Μιλώ για τη μεταφορά της γευστικής ικανότητας των ίδιων των λέξεων, μέσω των οποίων διασώζονται ριζίτικες αξίες και πρωτεϊκή ανθρωπινότητα. Θα εξηγήσω καλύτερα τι εννοώ.
Οι λέξεις είναι πράγματα, έχουν όγκο – μπορείς να τις αγγίξεις, να τις ζυγίσεις, να τις φας, να τις μετουσιώσεις στο αίμα σου, να συσσωματωθείς κι εσύ μαζί τους. Οι λέξεις είναι πέρα από τα λόγια﮲ οι λέξεις είναι Λόγος που σαρκώνεται.
Μια μέρα, πριν από δεκατρία χρόνια, ο διακεκριμένος γλωσσολόγος, και τώρα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, που δίδασκε τότε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, είχε την ευγένεια να με καλέσει να μιλήσω στους σπουδαστές του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής. «Θα σε συναντήσω», μου είπε, «στην είσοδο του Πανεπιστημίου επί της λεωφόρου Καλλιπόλεως και θα πάμε μαζί στην αίθουσα διδασκαλίας». Για να διασφαλίσω ότι δεν θα αργοπορούσα, πήγα δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα από την ώρα που ορίσαμε, και για να μη στέκομαι κι εγώ σαν φοίνικας πλάι στις φοινικιές της εισόδου, μπήκα στο κυλικείο και παρήγγειλα καφέ. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο με ρώτησε τι καφέ προτιμούσα. Της είπα πως ήθελα κυπριακό, και πρόσθεσα, για λίγη ανθρώπινη επαφή, ότι στην Ελλάδα τον λεν ελληνικό, στην Τουρκία τουρκικό, στην Αραβία αραβικό και στην Αρμενία αρμενικό. «Εγώ», είπε η κοπέλα, «είμαι από τη Βουλγαρία˙ αρέσει και σε μας ο καφές». «Και πώς τον λέτε;» ρώτησα. «Εμείς», απάντησε, «τον λέμε βυζαντινό!». Αυτό μου αποκάλυπτε ότι το Βυζάντιο δεν αποτελούσε απλώς ένα κράτος – που αναπτύχθηκε, απλώθηκε, κυριάρχησε, και τέλος συρρικνώθηκε, αντιστάθηκε και υποτάχθηκε. Το Βυζάντιο δεν ήταν η γεωγραφική του αυτοκρατορία, που πάει κι έρχεται σαν κορντεόν, αλλά η δύναμη και η δόξα της γλώσσας του, τα όρια και η διέκταση του πνευματικού του πολιτισμού.
Eμψυχωμένοι από τούτο, ας πάμε –πνευματικά τουλάχιστον– «να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά», σαν το ’φερε η κουβέντα. Ωστόσο η κοπέλα από τη Βουλγαρία, εκεί στο κυλικείο του Πανεπιστημίου, με πληροφόρησε πως δεν σερβίρεται καφές κυπριακός (ούτε συνεπώς και βυζαντινός, προσθέτω κατ’ ιδίαν). «Και τι καφέ έχετε;» τη ρώτησα. Και μου είπε «ονόματα πρωτάκουστα», για να θυμηθούμε τον στίχο του Σεφέρη, που αν ζούσε ο ποιητής, θα άκουγε τον νέο δόλο των ανθρώπων ή των θεών, που σερβίρουν εσπρέσο, καπουτσίνο, αμερικάνο, λάττε, φρέντο, μακκιάτο, ριστρέττο, λούνγκο, κονέττο, και φίλτρου και ντόππιο και ντεκαφεϊνέ, και στιγμιαίο, για «τα βιαστικά και άπειρα όντα της στιγμής», καταπώς το λέει ο στίχος του Καβάφη.
Θα πείτε, βέβαια, ότι ακόμα και πάνω από ένα φλυτζάνι στιγμιαίου καφέ μπορούν οι άνθρωποι, αμή και οι φοιτητές, να μιλούν με τις ώρες. Τι το κακό; Αλλά το ζήτημα είναι αλλού: Σαν βγήκα προς συνάντηση του καθηγητή, είδα στην είσοδο του Πανεπιστημίου γνώριμα τραπεζάκια στη σειρά, ντυμένα με τα χρώματα αντίστοιχων κομματικών παρατάξεων. Διαμοίραζαν φυλλάδια για τις φοιτητικές εκλογές, που φαίνεται θα γίνονταν εκείνες τις μέρες. Ψηλά, επάνω από τις κεφαλές των σπουδαστών, ανέμιζε πανό, κι είχε γραμμένο σύνθημα που κάτι διεκδικούσε. Κρατήστε τη σκηνή.
Με τον καθηγητή γλωσσολογίας μπαίνουμε σε τάξη ασφυκτικά γεμάτη. Έγιναν οι συστάσεις, έλαβα τον λόγο και ξεκίνησα να λέω για την οδυνηρή μου διαπίστωση, να μην διαθέτει το κυλικείο του Πανεπιστημίου κυπριακό καφέ! Αυτό τους είπα έχει επιπτώσεις και στη γλώσσα την ελληνική, αφού της στερεί το δικαίωμα να παραγγέλνει έναν καφέ σκέτο, ή μέτριο, ή γλυκό (πιο εύηχα γλυκύ), ή ελαφρύ, και με ολίγη, μα και βραστό (αν όχι χωραΐτικο), μα και κανονικό, και διπλό, και μερακλίδικο, και με φουσκάλες, και πολλά βαρύ, και της παρηγοριάς, και παρά τρίχα, και ναι και όχι … έναν δείκτη δηλαδή καθημερινής εφαρμογής οικείων λέξεων καθιερωμένης ευχρηστίας.
Εξήγησα στους σπουδαστές ότι η γλώσσα είναι ζήτημα γεύσης και οσμής, λέξεων δηλαδή που πρέπει να τις νιώθουμε στον ουρανίσκο μας. Οι λέξεις είναι πράγματα, έχουν όγκο – μπορείς να τις αγγίξεις, να τις ζυγίσεις, να τις φας, να τις μετουσιώσεις στο αίμα σου, να συσσωματωθείς κι εσύ μαζί τους. Οι λέξεις είναι πέρα από τα λόγια﮲ οι λέξεις είναι Λόγος που σαρκώνεται – θεολογούν την επαναφορά στο αρχαίο κάλλος, σε κάτι που οδηγεί στην αναμόρφωση των πραγμάτων.
Κατά τα άλλα, η γλώσσα διαρκώς ογκώνεται με την προσάρτηση καινούριων λέξεων, η διαχείρισή τους όμως υπακούει σε ηχητικούς κραδασμούς, που διαμορφώνουν έναν νέο τύπο ανθρώπου, καθώς η γλωσσική του αίσθηση ομογενοποιείται με την κατάποση τυποποιημένων γλωσσικών ουσιών. Δεν αρνούμαι πως πρέπει να εκσυγχρονιζόμαστε αξιοποιώντας δημιουργικά ό,τι μας προσφέρεται απ’ έξω. Αλλά εξαρτάται από εμάς, στο πώς εννοούμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο και ποία είναι η δική μας συμπεριφορά απέναντι σ’ αυτό που δημιουργούμε. Το ρήμα ποιώ (η λέξη ποίηση) τα λέει όλα. Μιλάμε για την ποίηση της ζωής, όπως μπορούμε να τη νιώσουμε μέσα από την αισθητική και την ηθική μας μεταμόρφωση, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του Οράτιου: «Τόλμα να είσαι σοφός». Έτσι θα μας δοθεί και ο οφθαλμός να ιδούμε και ν’ ακούσουμε «το μέγα πολυκάντηλο», που οφείλει τον ήχο του φωτός του στη μουσική των ουρανίων σφαιρών, όπως αυτή παράγεται από την «παλίντονον αρμονίαν», σύμφωνα με τη ρήση του Ηράκλειτου. Μπορεί αυτά να φαντάζουν ως αιφνίδιες σπηλιάδες –πνευματικές ριπές ανέμου– και να χρειάζονται, για να εξηγηθούν, ένα τραπεζάκι με δύο εκατέρωθεν συνομιλητές, με άνεση χρόνου, να πίνουν καφέ.
«Τι παιδεύεστε με κείνο το σύνθημα που έχετε αναρτημένο στην είσοδο του Πανεπιστημίου; Εγώ θα σας ήθελα να έχετε τη μαγκιά, και την ποιητική φαντασία, να βάλετε στη θέση του ένα πανό που να λέει: “Ζητούμε καφέ κυπριακό στο Πανεπιστήμιο”».
Μολονότι εδώ δεν φαίνεται να έχει σημασία το είδος του καφέ, για να επανέλθουμε στον κυπριακό, η εκφορά του μας εισάγει στο παλαιότερο ήθος και τη στιβαρότητα ενός αδιατάρακτου κόσμου. Μπορούμε να φανταστούμε τη σκηνή όπου ο αγρότης, ο βοσκός ή ο «αρκάτης», μετά από μια δύσκολη μέρα, ντυμένος τα καθαρά του, πηγαίνει στον καφενέ του «χωρκού». Βρισκόμαστε, ας πούμε, στη δεκαετία του ’30, ή του ’40 και του ’50. Οι χωρικοί αυτοί, ανάμεσα στον καπνό, την πρέφα, το τάβλι και τον καφέ, γυρίζουν την κουβέντα τους (για τον καιρό ή τα πολιτικά) σε άλλους χιλιόκυκλους της σκέψης. Τους βλέπεις ν’ ακουμπάνε στη ματσούκα τους και να προβληματίζονται για τον Θεό – ποιος τον έπλασε –, αλλά και για τη γένεση του Κόσμου. Αναρωτιούνται αν υπάρχει ψυχή, και πού πηγαίνει μετά θάνατον. Σ’ αυτά προστίθενται και άλλες κοινές μεταφυσικές απορίες του απλού βοσκού και αγρότη και εργάτη. Είπαμε, πως αυτά επιτελούνται στον καφενέ (όχι σε café με ξενόφερτα ονόματα ποικιλιών από ροφήματα). Οι χωρικοί, κρατώντας από τ’ αφτί τον γνωστικό καϊμακλίδικο καφέ τους που παίρνουν από δίσκο ακουμπισμένο σε καρέκλα, στοχάζονται με χειροποίητα ερωτήματα το νόημα της ζωής και του θανάτου. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αυτός ο συνδυασμός και η συνύπαρξη λαϊκότητας και εσχατολογίας προκαθορίζει το αρχέτυπο του παλαιού Κυπρίου και οριοθετεί το πλαίσιο της στιβαρότητάς του. Η αντοχή του στον χρόνο προσδιορίζει και το στοιχείο της ευφυίας του και του προσδίδει βάρος, κύρος και ουσία. Ο λαϊκός μας πολιτισμός, που του οφείλουμε μια έδρα στο κρατικό Πανεπιστήμιό μας, είναι δεμένος αναπόδραστα με τη μαρτυρία και την αποκάλυψη της άκρως ποιητικής ψυχής των εγκατοίκων της Κύπρου. Παράλληλα μας συνδέει με το κεκρυμμένο βάθος του κύπριου χαρακτήρα και σηματοδοτεί τα περάσματα από το κοινό στοιχείο προς το κύριο. Η γνώση είναι αντικείμενο πρόσθεσης, η σοφία είναι υποκείμενο αφαίρεσης, και αυτό μας οδηγεί στο βασικό μας χρέος να τολμούμε να είμαστε σοφοί, με αποβολή του περιττού και σύμπλευση με τη σεφερική λαχτάρα να μας δοθεί η χάρις να μιλήσουμε απλά.
Όμως εδώ χρειάζεται προσοχή: το να μιλά κανείς απλά, εξυπακούει κυριαρχία στα εκφραστικά του μέσα – μια κατάληξη, ας πούμε, στο λευκό, που κλείνει μέσα του όλα τα χρώματα. Η απλότητα προδιαγράφει επιστήμη και σοφία, που είναι σύνθεση και ανασύνθεση του κόσμου, στοχασμός και αναστοχασμός, εσωτερικός φωτισμός και συναίρεση αλήθειας. Όλα τούτα φυσικά συνδέονται με την τελείωση της σκέψης και την κατάκτηση του βάθους, με αποτέλεσμα ένα πενταπόσταγμα διατύπωσης που να τα περιέχει όλα. Κι αν θέλετε την άποψή μου, είπα στους σπουδαστές –γιατί όλη την ώρα σ’ αυτούς μιλούσα–, η επαναφορά του κυπριακού καφέ στο χρηστικό σας λεξιλόγιο ενεργοποποεί και κάποια δομικά στοιχεία που συνάπτονται με την ουσία της ίδιας της γλώσσας μας. Εννοούσα ακριβώς στοιχεία που συνυφαίνονται με το ζωτικό πεδίο της ελληνικής μας φύτρας, όχι από πλευράς εθνικιστικής αλίμονο εμμονής, αλλά υπό το πρίσμα μιας διάσωσης ή έστω μιας υπενθύμισης χαρακτήρων της γλώσσας, που κάποτε μας δομούσαν υποστασιακά. Τότε δηλαδή που η βαρύτητα του λόγου, εδραιωμένη επάνω στην αρχέγονη ελληνικότητά του, ήταν θαρρείς δεμένη με την αδρότητα της ανθρωπιάς μας.
Για να γίνω σαφέστερος και οικειότερος στους σπουδαστές, εφάρμοσα στην πράξη ένα αντίστροφο σκανδαλώδες ρητό: «Τόλμα να είσαι ανόητος!» (είχα στο νου μου την αλογόμυγα του Σωκράτη και τον τύπο του «σαλού» που αναστατώνει την καθιερωμένη λογική ). Και τους είπα: «Τι παιδεύεστε με κείνο το σύνθημα που έχετε αναρτημένο στην είσοδο του Πανεπιστημίου; Εγώ θα σας ήθελα να έχετε τη μαγκιά, και την ποιητική φαντασία, να βάλετε στη θέση του ένα πανό που να λέει: “Ζητούμε καφέ κυπριακό στο Πανεπιστήμιο”». Με αυτό φυσικά προσπαθούσα να συδαυλίσω τη ριζίτικη συνείδηση της γλώσσας και την αγωνία μην χαθεί ο λεξιλογικός μας πλούτος, κυρίως από την εισβολή ετοιμοπαράδοτων απρόσωπων συστημάτων που εκπολιτίζουν μηχανιστικά τη χόβολη. Κοντολογίς η σύγχρονη γλωσσική λεωφόρος μπορεί να οδηγεί ανεπαίσθητα στην άνευρη τυποποίηση των λέξεων, και το χειρότερο, στην τυποποίηση της ατομικής μας συνείδησης και του προσώπου μας.
Είναι φυσικό πολλοί ν’ αναρωτιούνται γιατί εστιάζω σε τέτοιες λεπτομέρειες, την ώρα που η πατρίδα περισφίγγεται από τόσους κινδύνους (εισβολή, κατοχή, τουρκοκινούμενο εφέντη, γεωγραφική ευπάθεια, ιστορική αμνησία, πολιτική ανωριμότητα, και, αλίμονο, διαφθορά και ιδιοτέλεια, παγιδεύσεις, αδιέξοδα και αδυναμία επικοινωνίας ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό μας). Τι ωφελεί η παραβολή του καφέ και η προβολή εικόνων που δεν αγγίζουν επί τον τύπον των ήλων και μας απομακρύνουν από την αντιμετώπιση του δικού μας κύκλου των παθών, αλλά και την αδυναμία μας ν’ ακούσουμε την κραυγή της γης σε παγκόσμιο επίπεδο;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, χρειάζεται να βρούμε τις συνδέσεις, αρπαγμένοι από μια οποιαδήποτε άκρη, που μας βοηθά «να καταλάβουμε λίγο πιο ξεκάθαρα ότι σχετιζόμαστε με το σύμπαν γύρω μας». Η τελευταία φράση ανήκει πάλι στον Αϊνστάιν, που δεν παραλείπει να υπογραμμίσει πως «η μελέτη και ο αγώνας για την αλήθεια και την ομορφιά, είναι μια σφαίρα στην οποία μας δίνεται η χάρις να είμαστε παιδιά σε όλη μας τη ζωή». H παιδική ματιά λοιπόν και η αθωότητα, ως κορυφαίο γνώρισμα προσωπικής ωρίμανσης και αντίληψης του Κόσμου. Και τούτο κατ’ αντίθεση προς τη μαζική ακοσμία νηπιαζόντων ανθρώπων. Δεν θα ήταν ευχής έργο, αν φτάναμε λόγου χάρη στο σημείο να μην παθιαζόμαστε για ένα γκολ ή ένα πέναλτι, συζητώντας με τις ώρες γι’ αυτά και μάλιστα σε πανάθλια ελληνικά; Δεν θα ήταν θείο δώρο για την παιδεία και τον πολιτισμό, αν είχαμε ως πολιτεία μεριμνήσει από χρόνια να κτίσουμε μια επιτέλους σύγχρονη Κρατική Βιβλιοθήκη; Τι θαυμαστό και ωραίο θα ήταν, αν ξοδεύαμε λίγα έστω εκατομμύρια και για την άσκηση του πνεύματος –όχι μονάχα του σώματος– στον αγώνα για τη γνώση και την αληθινή ζωή! «Διαβάζω», έλεγε ο Κάφκα, «για να μπορώ να θέτω τα σωστά ερωτήματα». Η φύση του ανθρώπου ωριμάζει όταν θέτει, στη συνείδησή του και στους άλλους, τα σωστά ερωτήματα. Στερώντας ο λαός από τον εαυτό του τη δυνατότητα να θέτει τέτοια ερωτήματα, ασθενεί και στο φρόνημα, την εσωτερική του δομή, τον προσωπικό του πολιτισμό και την ενότητά του με τον κόσμο.
Φέτος συμπληρώθηκαν στο νησί μας πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή. Ώρα για μελέτη και αναστοχασμό, όχι για πολύλογες εξάρσεις. Καιρός για την υπέρτατη πολιτική πράξη, που είναι ο πολιτισμός. Μέσω αυτού θα αγγίσουμε το τραύμα θεραπευτικά, φιλτράροντας το απαρηγόρητο, και κυρίως καθιστώντας την αίσθηση της τραγικότητας πεδίο εγκρατούς ευαισθησίας. Να μην αφεθούμε στο έλεος των συναισθημάτων. Ας γίνει πλοηγός μας εκείνο που είπε ο ζωγράφος Ζωρζ Μπρακ, ότι χρέος της τέχνης είναι «να διορθώνει τη συγκίνηση». Φυσικά η τέχνη δεν μπορεί να ακυρώσει εθνοκαθάρσεις και πολέμους, την πείνα, τη φτώχεια, την ανασφάλεια, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και της ψυχής, όμως έχει τη δύναμη να μας ισορροπεί, ώστε να μην ξεχνάμε το αληθινό μέτρο του ανθρώπου. Χρειαζόμαστε την ποίηση και την ευγένεια της τέχνης, για να κερδίζουμε την επιούσια ελευθερία μας.
Ασφαλώς εδώ επισημαίνουμε την ανάγκη για επαφή με τη ζώσα ουσία. Μιλάμε για την ποίηση, που βρίσκει τον καλύτερο εαυτό της όταν δονείται από τον παλμό της ζωής και συνέχεται από την αίσθηση του μυστηρίου και της ενότητας των πάντων. Κορυφαίος ρόλος του ποιητή, είναι να προοικονομεί το αναπάντητο της μεγάλης απορίας και να εξίσταται μπροστά στο ακατανόητο. Σε φιλοσοφική προέκταση, το ακατανόητο –και στην αρχαία μας γλώσσα, το ανόητο– σημαίνει το μη νοητό. Είναι γι’ αυτό που ο άρρητος Δημιουργός του Κόσμου χαρακτηρίζεται εκκλησιολογικά και ως «α-νόητος», εφόσον δεν χωρεί στην ανθρώπινη νόηση, και το κυριότερο, αποφεύγει να δώσει στη λογική συσκευασμένες απαντήσεις.
Μήπως και ο Απόλλων των Δελφών, έδινε σαφείς απαντήσεις; Θαρρώ πως του αρέσανε τα σταυρόλεξα, και μάλιστα εκείνα που είναι καμωμένα για δυνατούς λύτες. Παράδειγμα υποτιθέμενης ερώτησης, διατυπωμένης σε δικό μου χαϊκού:
Τα ψάρια, πες μου,
ποιανού το μέρος παίρνουν
στη ναυμαχία;
Στοιχηματίζω ότι ο Απόλλων καταλαβαίνει πού το πάμε, γνωρίζει και τη λύση και λογοπαιχνιδίζει κρύβοντάς την από εμάς α-νοήτως (κι εδώ το άλφα είναι στερητικό). Είναι σαν να μας λέει: «Δώστε την απάντηση εσείς και αναλάβετε με φρόνηση τις ευθύνες σας». Φυσικά εμείς, αν είμαστε όντως ποιητές, αποδεχόμαστε τον ρόλο. Αν τυχαίνει μάλιστα να θρηνωδούμε για τα πάθια και τους καημούς του κόσμου, ετούτο δεν σημαίνει πως γινόμαστε είλωτες της θλίψης. Αντίθετα, η καλλιτεχνική δημιουργία, ακόμα κι όταν αναφέρεται σε πράγματα ολέθρια και σπαρακτικά, δεν στερεί από τον μάστορά της το δικαίωμα στην ευφροσύνη. Εννοώ την ψυχοσωματική πλησμονή που εκλύεται από την περίπτυξη του ποιητή με τις σωτήριες λέξεις. Γι’ αυτό κι εγώ υποκρύπτω ένα χαμόγελο, όταν με ρωτούν πόσο πρέπει να μου λείπει η Αμμόχωστος και πόσο θα υποφέρω από τον καημό και τη νοσταλγία της. Αλλά η νοσταλγία έχει, ως λέξη, την εξωτερική της φλούδα και την εσωτερική της ψυχή. Η νοσταλγία δεν είναι συναισθηματική αναπόληση, είναι νόστος και άλγος για την αναφαίρετη αφαίρεση της ρίζας της ζωής, είναι το σπαρακτικό καταξέσχισμα για την απώλεια του σημείου επαφής, θα τολμούσα να πω, με τον άξονα του Σύμπαντος.
Αυτό με καθιστά υπεύθυνο να απαντώ, σε όσους με ρωτούν αν παρακολουθώ την τηλεοπτική σειρά που ακούει στο όνομα Famagusta, ότι δεν είμαι θεατής της πόλης μου, είμαι φορέας. Την επωμίζομαι ολόκληρη, πασχίζοντας να διασώσω τη μνήμη της και ζω μαζί της εσωτερικά, μεταρσιωμένος από τη θωριά της.
Έτσι λοιπόν και η ποιητική συλλογή μου Αμμόχωστος Βασιλεύουσα έχει την αρχή της στο πάθος, αλλά το τέλος της (μ’ ένα λόγο η συντέλειά της) είναι στο μάθος, που οφείλουμε να αντλήσουμε από τα δρώμενα της ιστορίας και την τελική των παθημάτων κάθαρση, καθώς συνιστούν αντανάκλαση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αυτό με καθιστά υπεύθυνο να απαντώ, σε όσους με ρωτούν αν παρακολουθώ την τηλεοπτική σειρά που ακούει στο όνομα Famagusta, ότι δεν είμαι θεατής της πόλης μου, είμαι φορέας. Την επωμίζομαι ολόκληρη, πασχίζοντας να διασώσω τη μνήμη της και ζω μαζί της εσωτερικά, μεταρσιωμένος από τη θωριά της. Άλλοι ας μιλούν για «πόλη φάντασμα», εγώ θα επιμένω να τη λέω «πόλη όραμα», τοποθετημένη στα ουράνια.
Μιλώ για την ένδον Αμμόχωστο, που με περιβάλλει και την περιβάλλω, την κατοικώ και με κατοικεί. Για εκείνην έγραψα το πιο ερωτικό τραγούδι μου:
Πόλη με το φεγγάρι στα μαλλιά σου,
τον ήλιο ξέσκεπο, την ευωδιά ντυμένη
τα κρόσσια του Μαγιού, τη θάλασσα πλατάνι.
Όταν η μέρα κλίνει προς το μέρος μου,
δικιά μου γίνεσαι για πάντα – μα τι τ’ όφελος;
Σε τριγυρίζει τώρα συρματόπλεγμα.
Ολάκερη μια πόλη μες στο κρατητήριο.
Να μένεις έτσι εκεί να μη σαλεύεις.
Χωρίς ψωμί, νερό, χωρίς ειδήσεις.
Τα ρουχαλάκια του μωρού σε μια ταράτσα
πλένει η βροχή και σιδερώνει ο άνεμος.
Ακόμα και η ελάχιστη λεπτομέρεια μπορεί να δίνει έναν τρόπο να επικαλούμαστε την έννοια του δικαίου και της θείας τάξης. Αν κάτι ρυθμίζει τον ποιητικό μου κραδασμό, είναι η αναζήτηση των στοιχείων που διέπουν το μυστήριο του δημιουργικού γίγνεσθαι. Για να το πω αλλιώς, επιζητώ να καταλάβω αυτό που συνυφαίνεται με τους νόμους που δομούν την ύπαρξη και την αιτία του μεγάλου Αγνώστου. Μπορεί αυτά να φαντάζουν –και είναι– υπέρογκα λόγια, όμως εκείνο που θα ήθελα να υποβάλω, είναι ότι η ποιητική πράξη, χωρίς να αφίσταται του γεωγραφικού περιορισμού, οφείλει να συλλαμβάνει την πέραν της βαρύτητας ιστορία.
Ας μην ταραζόμαστε από τούτο. Υπάρχει και στον κίνδυνο γλυκύτητα. Η κρημνοβασία, όταν είναι λευκή και καθαρή όπως τα χιόνια στην κορυφή του δικού μας Ολύμπου, αναρριπίζει την ψυχή, χαλυβδώνει το πνεύμα και μετρονομεί το σθένος για υπέρβαση των ορίων. Έτσι δοκιμάζεται η αντοχή μπροστά σε απόκρημνες λέξεις. Η σχέση Ποίησης και ποιητή, ή για να το πω διαφορετικά, του τρομερού Μυστηρίου και του ταπεινού θεράποντός του, ρυθμίζεται από κανόνες που δεν είναι δοτοί ως μονόδρομες εντολές. Κατ’ ακρίβεια, ο ίδιος ο ποιητής οφείλει να χαράξει στη δική του πλάκα τις λέξεις του, λέξεις που δεν του ανήκουν παρά κατά το ήμισυ, εφόσον συνεταιρίζεται με το ανώνυμο Άγνωστο που περιέχει τη μυστική καταβολή.
Ύστερα από αυτά, θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πόσο παίζει με τον κίνδυνο, όταν συλλογάται την ποίηση κι επιχειρεί να την προφθάσει. Το καίριο χρειάζεται αρπακτικά πουλιά μεγίστης ευγενείας. H ευγένεια και η ακρίβεια είναι το ίδιο πράγμα, αρκεί η λέξη να μην αρπάζεται από τα μαλλιά αλλά από την καρδία. Χρειάζεται λεπτότατη διάκριση ως προς τούτο. Με σκανδαλίζει λοιπόν και με παραξενεύει η ευκολία με την οποία όλοι καταφεύγουν στην Ποίηση, χωρίς να συνυπολογίζουν πόσο είναι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος», υπό την έννοια βέβαια της λογοτεχνικής αμαρτίας. Διότι η Ποίηση ε ί ν α ι από μόνη της μυστηριακή. Το μυστήριό της συνίσταται από τη φοβερή απαίτησή της να συλλάβουμε την ουσία της και να μεταμορφωθούμε σε κατευθείαν ένωση μαζί της, στο πνεύμα τής καθαυτό πνευματικής «συνουσίας». Το πνεύμα και η έμπνευση είναι πράγματα δικά μας, σύνεργα της δουλειάς μας, και θα τολμούσα να πω κατασκευές, το σχήμα των οποίων διαμορφώνεται καθοδόν, καθώς εξαρτώνται δημιουργικά από εμάς. Ούτε και θα ήταν παραδοξολογία, εάν λέγαμε ότι και η Ποίηση συνέχεται από το δικό μας δέος απέναντι στις λέξεις που τη συνιστούν και τη συντρέχουν.
Είναι λοιπόν αμφίδρομη η σχέση. Όμως η Ποίηση υπάρχει, ως ύλη πνευματική, από κτίσεως κόσμου και είναι αναπόδραστα συνυφασμένη με τη φύση των πραγμάτων, ως ζώσα πνοή και Χώρα των Ζώντων. Για να το πούμε αλλιώς, ο προαιώνιος και ασπόρως συλληφθείς Λόγος γεννιέται (ας είναι και σε σπήλαιο ή σε μάντρα), και αυτός ο μυστηριακός συμβολισμός της Ποιήσεως εκφράζει το κατορθωμένο πλέον σώμα στο πνεύμα του αναδόχου της. Γι’ αυτό φοβερότερο θα ήταν εντέλει το μη εμπεσείν εις χείρας της ζώσας Ποιήσεως. Επιζητώντας το μαρτύριο του λόγου, πασχίζοντας ανιδιοτελώς για τη λέξη, μακριά από συστήματα αυτοπροβολής και άλλα εγκόσμια στηρίγματα, η Ποίηση θα σου δοθεί κρίνοντας δίκαια από τις πληγές σου.
Μην μας παρασύρει η περίπτωση του Πινδάρου και άλλων μαστόρων του λόγου, που τους δόθηκε η χάρις να είναι της Ποιήσεως οι αγαπητικοί. Αν αξιώθηκαν ωστόσο= να κερδίσουν σεβασμό και δόξα, το οφείλουν στο ταλέντο τους που δεν υπέκυψε στην ευκολία. Της Σαπφώς, για παράδειγμα, οι λέξεις έχουν μια τέτοια ηχητική ποιότητα, ώστε ακόμη και στα θραύσματά τους απηχούν τη μοναδική τους προσωπικότητα. Είναι ζήτημα αύρας της ίδιας της ποιήτριας και μιας εσωτερικής διαλογής που συντονίζεται με τον παλμό της ζωής. Το ίδιο θα έλεγα και για τον Πίνδαρο, αν και στην περίπτωσή του τα πράγματα είναι ιδιαίτερα επίσημα. Δεν γίνεται αλλιώς, αφού κατά παλαιά μαρτυρία, «ο δ’ Απόλλων ούτως ηγάπα τον Διρκαίον κύκνον [τουτέστιν τον Πίνδαρο], ώστε εν ταις θυσίαις ο ιερεύς αυτού εβόα “Πίνδαρος επί το δείπνον τω θεώ”». Η φράση φανερώνει ότι στο ιερό των Δελφών γινόταν ειδική πρόσκληση προς τον Πίνδαρο να προσέλθει για να συμφάγει με τον Απόλλωνα. Τι έλεγαν οι δυο τους δεν γνωρίζουμε, εκείνο όμως που μένει ως εικόνα, είναι ότι ο Θεός της Μουσικής και του Φωτός καλούσε στην τράπεζά του (τηρουμένων των αναλογιών, στο Δείπνο της Βασιλείας του) τον ποιητή. Ήμουν κι εγώ εκεί, ως σερβιτόρος βέβαια, κι αν μη τι άλλο, είδα, και τώρα μαρτυρώ σε σας, τη συνταγή:
Το φαγητό συνίσταται από ηλιακτίδες,
φτερά του κύκνου, πύθωνα και φθόγγους
ηδυμελούς εν μέτρω διατροφής.
Επειδή είναι λογικό πολλοί να μην πιστέψουν όσα περιγράφω, εγκαίρως είχα μεριμνήσει και πρόσθεσα στο ποίημα και τούτο:
Παράδειγμα και ο Παν: πριν από τρεις ημέρες
στον Κιθαιρώνα και τον Ελικώνα
ένα δικό του ψάλλοντας τραγούδι
με φυσικούς του λόγου ετρέφετο χυμούς.
Επιζητώντας το μαρτύριο του λόγου, πασχίζοντας ανιδιοτελώς για τη λέξη, μακριά από συστήματα αυτοπροβολής και άλλα εγκόσμια στηρίγματα, η Ποίηση θα σου δοθεί κρίνοντας δίκαια από τις πληγές σου.
Στην ποίηση, αν είναι όντως αληθινή, όλες οι λέξεις είναι βιολογικές. Μπορεί να είμαστε βροτοί, αλλά έρχεται στιγμή όπου η ποίηση είναι και μια απόδειξη βρώσιμης αθανασίας. Η δύναμή της, φαίνεται, στηρίζεται στη σιγουριά της μπροστά στο ερώτημα τι είναι αθανασία: Αθανασία είναι η πλέον προηγμένη αίσθηση θανάτου. Ο θάνατος εκτρέφει την εκλέπτυνσή της. Είναι νόμος ζωής. Να θυμηθούμε και το ζωηφόρο: «Θανάτω θάνατον πατήσας». Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα είναι απλά – η τραγωδία είναι μέρος της ανθρώπινης κωμωδίας, μπορεί να ερμηνευθεί και διασκεδαστικά. Σ’ αυτό το καρναβάλι της ζωής, οι Λεμεσιανοί κωμαστές το έχουνε κιόλας περάσει στις καντάδες τους: «Γλεντήστε, παιδιά, γλεντήστε τρελά,/ με κέφι, τραγούδι, χορό και φιλιά».
Γι’ αυτό και οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, λυτρωμένοι από μεσανατολίτικα παζάρια και δυτική λογοκρατία, είναι ανθρώπινα σπαρταριστοί: και τρων και πίνουν και γελούν κι ερωτεύονται και ζηλοφθονούν και μισούν και λατρεύουν κι εκδικούνται και ψεύδονται και απατούν και υποφέρουν, κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, στη ροή της ιστορίας του και καθ’ υπέρβαση των μύθων του. Αν κάτι αξίζει να έχουμε κλείσει στην καρδιά μας, εμείς οι κατοικούντες σε αυτό το αρχαίο ελληνικό νησί –απ’ όπου και το όνομα της μεγάλης θεάς του, της Κύπριδος–, είναι η συνείδηση της ταυτότητας, η αδιάσπαστη γραμμή που μας ενώνει με την βαθιά ουσία της ελληνικότητας. Προσέξτε, αυτό είναι θεμελιακό στοιχείο ύπαρξης ενός λαού που κατατρύχεται από την πίεση της ιστορίας, τη σύγχυση και την αποσάθρωση της ψυχής μέσα από τον ασφυκτικό κι επικρεμάμενο κίνδυνο καθολικής τουρκικής κατοχής. Αντίζυγο σ’ αυτά η συνείδηση του τι εστίν ελληνικό, και τι επωμιζόμαστε ως διαχρονικοί συνεχιστές της αξίας του και της άφθορης ταυτότητάς του.
Θα επαναλάβω την απάντησή μου σε κάποιον που ρωτούσε να του εξηγήσω γιατί η αρχαία Ελλάδα παραμένει τόπος έμπνευσης για τους σύγχρονους ποιητές και στοχαστές. Του είπα: Οι αρχαίοι θεοί της Ελλάδας καθόρισαν το πλαίσιο της ανθρώπινης διάστασης. «Η ανακάλυψη του πνεύματος», όπως εύστοχα ο Γερμανός κλασικός φιλόλογος Μπρούνο Σνελ χαρακτήρισε τη δωρεά των Ελλήνων, προσέδωσε νόημα στον μύθο και τη γενεσιουργό ιστορία του. Ο μύθος επέτρεψε στους ως άνω θεούς να ενσωματωθούν φυσιολογικά, γονιμοποιώντας το τηλαυγές και το ευφάνταστο. Στους Έλληνες κυριαρχούσε αδιάλειπτα η καταξίωση του χαριτωμένου και ανάλαφρου αισθητικού ήθους. Μιλάμε για έναν πολιτισμό της φιλοκαλίας. Με αυτό το μέτρο ζυγίστηκαν όλα τα πράγματα, οι άνθρωποι και οι θεοί. Η χρήση των ανθρωποπαγών θεών του Ολύμπου ήταν αποτέλεσμα βούλησης και τεχνικής επεξεργασίας του ελληνικού πνεύματος. Ιδού γιατί οι σύγχρονοι, και ακριβέστερα όλοι οι διαχρονικοί ποιητές και στοχαστές, γυρνούν το τηλεσκόπιο της ψυχής προς την ουράνιο Ελλάδα. Εκεί εδρεύει το κέντρο πολλών αντιστοιχιών, που ισορροπούν την απόκρυφη αλήθεια τους με τη διάχυτη στο φως ομορφιά τους. Η αρχαία Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να είναι σύγχρονη, και η ουσία της να καθορίζεται από την ποιότητα του εκάστοτε παρατηρητή. Ως όρος λογικού και συνάμα τραγικού παιχνιδιού, ενέχει χαρακτήρα παγκόσμιου μετασχηματιστή. Για να τη συλλάβει κανείς στα σωστά της μέτρα, θα πρέπει να τη θεωρεί ως κάτι που υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο˙ να την αντιλαμβάνεται ως καταλύτη στερεοτύπων και ως οικουμενική πατρίδα. Η σωτηρία της Ευρώπης, και της Νεοελλάδας ασφαλώς και της Νεοκύπρου, αλλά και όλων των εθνών του ανώριμου πλανήτη μας, έγκειται στο να κατορθώσουν κάποια στιγμή να γίνουν «ελληνικοί». Να κάνουν δηλαδή πραγματική τη μεταφυσική πληρότητα της «αρετής», όπως την εννοούσε ο Μακρυγιάννης ακριβώς με τη φράση του: «με αρετή ελληνική», ένα καθάριο πνεύμα που ισορροπεί, στο δικό του επίπεδο, τον ουρανό με τη γη. Ένα ιδεώδες πρότυπο αναμόρφωσης του κόσμου, μακριά από παρακρούσεις, φρικαλέες αντιπαλότητες και μονολιθικές ιδεοληψίες.
Προσωπικά με συνοδεύει πάντα η αντίληψη ότι ο Ελληνισμός ως ιδέα αποτελεί το ριζιμιό λιθάρι της Ευρώπης, που τότε μονάχα θα βρει τον εαυτό της, όταν κατορθώσει να γίνει πνευματικά «ελληνική».
Ας μείνουμε λοιπόν με το προσδόκιμο της ελπίδας, ότι η πληρότητα ενδέχεται σε μερικές χιλιάδες χρόνια να επιτευχθεί. Τα πάθη των ανθρώπων, η ιδιοτέλεια και ο ωφελιμισμός δεν απολείπουν και από την αρχαία Ελλάδα. Ακόμα και αυτή η ατέλεια προσφέρει μιαν ανάσα στην εικόνα, ως ένδειξη ανθρώπινης κατάστασης και πολύτιμης επίγνωσης της ευπάθειας. Ίσως από εδώ να πηγάζει η γοητεία της και η έλξη που ασκεί μέσω των ποικίλων στοιχείων του πολιτισμού της. Ίσως, ακόμη, αυτά να εκφράζουν την αδιαίρετη και αδιάβλητη πολυπρισματικότητα του προτύπου, που η αρχαία Ελλάδα ανέλαβε να διατυπώσει για λογαριασμό του γένους των ανθρώπων.
Παρακαλώ αυτό να μην εκληφθεί ως αγιογράφηση του τόπου παρά ως προσπάθεια υπογράμμισης του τρόπου με τον οποίο η ελληνική ουσία αξίζει να προσλαμβάνεται. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άξονας του Σύμπαντος, υπό την έννοια ότι έχει τη δύναμη να υπερβαίνει το αυστηρά γεωγραφικό πλαίσιο και να αποκτά πολυεθνικό χαρακτήρα που ενοποιεί και συγχρόνως διεκτείνει την οικουμενική αντίληψη του κόσμου. Αν τούτο ηχεί ως σύλληψη ρομαντική, παρακαλώ στοχασθείτε ότι η ουτοπία μπορεί να είναι ο μόνος αληθινός ρεαλισμός, εφόσον διαθέτει πριν απ’ όλα αυτό που λέει ο Τολστόι «έξυπνη καρδιά». Προσωπικά με συνοδεύει πάντα η αντίληψη ότι ο Ελληνισμός ως ιδέα αποτελεί το ριζιμιό λιθάρι της Ευρώπης, που τότε μονάχα θα βρει τον εαυτό της, όταν κατορθώσει να γίνει πνευματικά «ελληνική». Μην κρίνετε από τα ξένα μεγέθη ή από τη δικιά μας κατάντια και κακοπάθεια. Το ζήτημα είναι καθαρά οντολογικό. Η μεταφυσική του προέκταση δεν συγχρωτίζεται με εθνικισμούς. Κοντολογίς δεν αφορά μονάχα τη σωτηρία του ημέτερου έθνους, αλλά τη σωτηρία της παγκόσμιας ψυχής. Μόνο που εδώ θα ταίριαζε μια αξιοπρόσεκτη παρατήρηση του Γιώργου Σεφέρη, όπως τη διατύπωσε κάποτε σε κυπριακή εφημερίδα. Είπε λοιπόν ο Σεφέρης το εξής: «Η Ελλάδα πρέπει να σωθεί, για να σώσει». Κάτι ανάλογο άκουσα αυτοπροσώπως να λέει ο Ιβηρίτης ηγούμενος Βασίλειος Γοντικάκης: «Η Τουρκία», είπε ο γέροντας, «δεν έχει άλλο δρόμο: θα πρέπει να σωθεί από εμάς. Αυτό είναι ένα χρέος από μέρους μας προς τον παγκόσμιο πολιτισμό». Ιδού λοιπόν η σύνθεση της ιστορίας. Η σύλληψη της όλης εικόνας. Μιλώ για την πνευματική κατοχή του νοήματος, εις πείσμα της σημερινής εδαφικής κατοχής. Μας δόθηκε ένας ρόλος και πρέπει να τον αναλάβουμε μέσα από το δρόμο του δικού μας ιστορικού μαρτυρίου. Ο ρόλος μας είναι να μπολιάσουμε και σταδιακά να εξιλαρώσουμε και να εξανθρωπίσουμε τον άρπαγα γείτονά μας. Να του αμβλύνουμε τον πρωτόγονο εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία. Να τον καταστήσουμε ικανό να μεταβολιστεί στο όνομα κυττάρων ευγενείας. Δεν είναι εύκολο αυτό, γιατί προϋποθέτει και τη δικιά μας αντοχή στον χρόνο, μαζί με υπέρτατη υπομονή και αντίστοιχη βαθιά στοχαστικότητα και σοφία. Η κοκκινοσκουφίτσα καλείται να μαλακώσει τον λύκο και να τον καταστήσει οικόσιτο της Δικαιοσύνης. Ίσως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν κατορθώσει ο λύκος επιτέλους να αντιληφθεί πώς κάπου τα πράγματα έχουν ένα όριο. Η ανοχή και η λεπτότητα δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αδυναμία. Το πρότυπο το δίνουν τα ιερά βιβλία που περιγράφουν τον Παντοδύναμο Κύριο τ’ ουρανού και της γης ως «φωνή αύρας λεπτής». Ο ήχος του είναι της ψυχής που μελωδεί την πονεμένη τρυφερότητα. Αυτό κι αν είναι δύναμη και νικητήριο κάλλος! Εμείς ωστόσο οι γήινοι ας το ιδούμε πρακτικά, περισφιγμένοι καθώς είμαστε από αγέλαστο άρπαγα και ωμό εισβολέα. Μπροστά στον μέγα κίνδυνο του ολέθρου και της οριστικής υποταγής, ας επικαλούμαστε τους τροπαιούχους αγγέλους μας γειώνοντάς τους. Και να έχουμε πάντα στο νου αυτό που λέει ο Έλληνας φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης: «Όποιος δεν θέλει να είναι φερέφωνο του ισχυρού, δεν πρέπει να αποδέχεται την εικόνα που επιβάλλει ο ισχυρός για τον εαυτό του».
Συνεπώς, κυρίες και κύριοι, η αγάπη δεν είναι μαλάκιο. Έχει και αυτή, όπως βλέπετε, την κόκκινη γραμμή της, που ξέρει να αντιστέκεται μπροστά σε καθετί δαιμονικό. Αντίθετα, οι δαίμονες θεριεύονται αν έχουνε να κάνουν με ψοφοδεείς. Κι αν πρέπει εμείς ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, ας έχουμε πνευματικό μας οπλισμό την ανδρεία της αρετής. Ας μη μας διαφεύγει και το δεδομένο ότι για την σωκρατική φιλοσοφία η αρετή και η ανδρεία ήταν έννοιες ταυτόσημες. Και όχι μόνο για εκείνη, αλλά και για τον απροσκύνητο Ανδρέα Κάλβο:
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι˙
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Προτείνω να εγκύψουμε σε αυτούς τους ανεξερεύνητους και άγνωστους ως προς την ουσία τους στίχους, αφού με την πολλή τριβή τους σε εθνικούς πανηγυρικούς, χάνουν την ουσιώδη λάμψη τους και καθίστανται γλωσσικός πατριωτισμός. Να ιδούμε πόσο βαθιά συσχετίζεται η πραγματική ελευθερία με την απόσειση του δείλαιου ψυχισμού και της λαγοκαρδίας μπροστά στο φάσμα του κακού. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η αρετή και η αναπόσπαστη με αυτήν ανδρεία είναι οι θεμελιακές προϋποθέσεις για την μεταλλαγή του κακού και της εν χρόνω μεταστροφής του σε καλό. Θεωρητικά αυτό μπορεί να αναλυθεί, όμως στην πράξη εξαρτάται αναπόδραστα από την αγάπη για την πατρίδα. Δεν πρόκειται για απλή συναισθηματική υπόθεση, αλλά για αγάπη που είναι αληθινή επιστήμη. Η επιστήμη της αγάπης για την πατρίδα καθιστά οξύτερο το βλέμμα και μας οπλίζει με «γρήγορον νουν, σωφρονα λογισμόν», έτσι ώστε να κρίνουμε και να ενεργούμε σοφά. Αυτό φυσικά ρυθμίζεται και φλογίζεται από έρωτα και καύση καρδίας. Γιατί, για ν’ αγαπήσει κανείς σωστά, πρέπει και να πονέσει, να δεχτεί απάνω του τα στίγματα του μαρτυρίου της πατρίδας του. Ο πόνος που απορρέει από την τραγωδία που έπληξε το νησί μας, προσφέρει στο λαό και τη δυνατότητα υπερβατικής αντίληψης του μαρτυρίου. Τα έσχατα όρια του πόνου μπορούν να διεγείρουν τη βαθύτερη ουσία της πνευματικότητας, η οποία οδηγεί στο λυτρωτικό μυστήριο της ευδοκίας και της χαράς της Ζωής.
Η εγκόσμια ύπαρξή μας, ακόμα και αν μαστίζεται από την οδύνη, φαιδρύνεται και καταλάμπει όταν την επισκέπτεται η ποίηση των πραγμάτων. «Ο ήλιος είναι το κορίτσι ενός περιστεριού», έτσι ορίζει ο ποιητής Μαντελστάμ, την ωραιότητα της παρθενίας του βλέμματος. Η σχέση μας με τη ζωή –αυτό το ξέρουν οι πλασμένοι ποιητές– είναι μεταφυσική. Το πλέον ουσιώδες είναι να έχει κανείς τη δύναμη, ανάμεσα στο πλήθος των λέξεων να ξεχωρίζει τη Λέξη. Να μεριμνά για το Ένα, του οποίου η χρεία είναι ζωτικής σημασίας. Δουλειά του ποιητή είναι να επαγρυπνεί και να υπενθυμίζει. Να επαληθεύει τη μοναδικότητα της ύπαρξης και την υπερκείμενη αλήθεια της. Να διασώζει από τη μόλυνση της ιστορίας τον άρτο της Ζωής: το Δίκαιο και την Αλήθεια. Να μελετά το Αγαθόν ως προϋπόθεση υπόστασης του ανθρώπου σε σχέση με το εδώ της ιστορίας και το πέραν αυτής. Να πατά γερά στη γη, κρατώντας από το σπάγκο τον συμπαντικό του αετό. Και να μη λησμονεί ότι η σωτηρία του Θεού εξαρτάται από αυτόν. Ας προσέχει λοιπόν τις πράξεις του και τους επίγειους λογαριασμούς του. Η κάθε σκέψη μας, η κάθε κίνησή μας, η ημερήσια θλίψη και η χαρά, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως επηρεάζουν τα φτερά των αγγέλων. Δεν είμαστε μόνοι μας μέσα στο Σύμπαν.
Το πιο σπουδαίο είναι να κερδίσουμε την ψυχή των παιδιών, να διεγείρουμε τη λαχτάρα για μάθηση – με τέχνη, με θέρμη, δημιουργική φαντασία, ευκαμψία και χιούμορ. Ευρύτητα πνεύματος, οικειότητα και χάρις είναι ο αναγκαίος συνδυασμός πεπαιδευμένης παιδείας.
Γιατί τα λέω αυτά; Ίσως γιατί επιχειρώ να κατανοήσω το μέτρον του ανθρώπου, την εσωτερική του κοσμολογία, το πλάτεμα της ψυχής του. Και φυσικά την ανάγκη, θα έλεγα, πεπαιδευμένης παιδείας. Θα εξηγήσω αυτή την παραδοξολογία υπογραμμίζοντας ότι η παιδεία χρειάζεται όχι μονάχα μορφωμένους, αλλά και καλλιεργημένους επιστήμονες. Η καλλιέργεια έχει τη δικιά της αυτονομημένη επιστήμη. Αυτή σμιλεύει και γεωμετρεί τον άνθρωπο, έτσι ώστε να πληρούται και να υπάρχει ολόκληρος. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου είναι απότοκη του πνευματικού του σύμπαντος. Όλα εξαρτώνται από αυτόν, εφόσον συναισθάνεται το χρέος του να συλλαμβάνει τις «μεγάλες ουσίες», όπως τις αποκαλούσε ο Διονύσιος Σολωμός. Πόσο δύσκολο είναι αυτό, μπορεί ο καθένας να το καταλάβει. Αλλά και πόσο αναγκαίο!
Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και το ερώτημα για το μεγάλο μας έλλειμμα στην επίδοση της παιδείας. Δεν υποστηρίζω πως τα δικά μας παιδιά υστερούν σε πνευματικές ικανότητες συγκριτικά με τον παγκόσμιο δείκτη εξυπνάδας. Ούτε και θέλω να αιτιολογήσω επιδόσεις που να οφείλονται στην αλλαγή της εποχής ή στη διαμόρφωση των σχέσεων στο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς και τη γενικότερη αλλαγή αντίληψης του κόσμου και της ιστορίας, που πλέον ρυθμίζονται και καταρτίζονται από την αδάμαστη εμπλοκή της τεχνολογίας. Εκείνο που θα ήθελα να πω είναι ότι, πέρα από την όποια κατάσταση της εποχής μας, παραμένει καθοριστικός ο ρόλος του παιδαγωγού. Εδώ θα πρέπει νομίζω να εστιάσουμε. Το κύριο ζητούμενο είναι πάντα τι είδους δάσκαλος στέκει μπροστά στα παιδιά. Τι κόσμο φέρνει μέσα του, τι ευαισθησίες, τι θησαυρό βιβλίων, τι προσωπικότητα, τι αίσθηση ευθύνης και τι ταλέντο αγάπης. Εννοείται πως οραματίζομαι παιδαγωγούς ποιητές. Πρωτεύει να βρεθούν οι τρόποι που να εκπαιδεύουν παιδαγωγούς ποιητές. Αυτό δηλώνει το πανό της δικής μου διαδήλωσης.
Προσοχή ωστόσο. Ο αληθινός παιδαγωγός διαμορφώνεται αφεαυτού. Οι οδηγίες και όλα τα μέσα που του παρέχονται μπορούν να τον παρασύρουν σε ξηρές ή τυποποιημένες προσεγγίσεις. Εδώ είναι το πρόβλημα. Αλλά ας μην σταθούμε σ’ αυτό. Το πιο σπουδαίο είναι να κερδίσουμε την ψυχή των παιδιών, να διεγείρουμε τη λαχτάρα για μάθηση – με τέχνη, με θέρμη, δημιουργική φαντασία, ευκαμψία και χιούμορ. Ευρύτητα πνεύματος, οικειότητα και χάρις είναι ο αναγκαίος συνδυασμός πεπαιδευμένης παιδείας.
Αρκετά ως προς αυτό. Ίσως να θέσαμε ψηλά τον πήχη. Αλλά τι θα ήταν η ζωή χωρίς την υπέρβαση των ορίων; Ο πρωταθλητισμός σημαίνει αδιάλειπτη επίπονη άσκηση, μαζί φυσικά με αυτό «το κάτι άλλο» που απορρέει από τον αθλητή και τον εξακοντίζει στο διάστημα. Σε τελική ανάλυση, όποιο κι αν είναι το άθλημα, εκείνο που καλούμαστε να κάνουμε είναι να υπερβούμε τον εαυτό μας. Το όριό μας είναι ο εαυτός μας, που με αγώνα τον προάγουμε ως προς τη γνώση των δυνατοτήτων του.
Δουλειά του ποιητή είναι να επαγρυπνεί και να υπενθυμίζει. Να επαληθεύει τη μοναδικότητα της ύπαρξης και την υπερκείμενη αλήθεια της. Να διασώζει από τη μόλυνση της ιστορίας τον άρτο της Ζωής: το Δίκαιο και την Αλήθεια.
*
Εδώ θαρρώ πως πρέπει να βρω έναν τρόπο να βάλω στον εκτενή μονόλογό μου μια τελεία. Σκεφτείτε τι σημαίνει τελεία, τι σημαίνει τελείωση και τετέλεσται. Μπορούμε να παίζουμε με τη στίξη επάνω στο σώμα του λόγου, μη λησμονώντας συνεκδοχικά τα στίγματα του μαρτυρίου του. Είναι ζήτημα εξέλιξης και αντοχής. Η γλωσσική παιδεία, στερρά συνυφασμένη με το σύνταγμα της ψυχής, αποτελεί ανάχωμα στην ψυχική αποσάθρωση. Την ανορθογραφία της ψυχής να φοβάστε και την αλλοίωση του πνεύματος της γλώσσας. Ο δικός μας κίνδυνος είναι ότι χάνουμε σταδιακά την επαφή με τη γλωσσική μας μνήμη, όχι μόνο λόγω έλλειψης ικανής παιδείας, αλλά και με την εμπλοκή της πολιτικής σκοπιμότητας στη χρήση της γλώσσας. Εάν οι ποιητές λειτουργούν ως «φύλακες της αλήθειας» (επειδή προφυλάγουν από τη λήθη την καρδιά της ίδιας της Μνημοσύνης), τούτο σημαίνει πως έχουν να επιτελέσουν ρόλο πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την τέχνη του λόγου.
Αυτό κυβερνά την ψυχή μου, αιώνες τώρα: η γλώσσα, το μήνυμα, η λέξη η αντίσταση στο τέρας της ηλιθιότητας και τη μισαλλοδοξία του παραλογισμού∙ η Αιδώς και η Δίκη, που περιπλανούνται στο διάστημα, με την Ποίηση να είναι ο ανερμάτιστος προορισμός τους.
Χαίρομαι και συγκινούμαι που το Πανεπιστήμιο Κύπρου θέλησε να τιμήσει την Ποίηση, τιμώντας έναν ριψοκίνδυνο θεράποντά της, και αναδρομικά, μέσω αυτού, την πολυτροπία του Οδυσσέα και των συντρόφων του. Εκείνους δηλαδή που αποτολμούν αξεδίψαστα να διαβούν τις Ηράκλειες Στήλες και να ξανοιχτούν στον πέραν της Ιθάκης ωκεανό
μη λησμονώντας τη φύτρα τους, ότι μοίρα τους ήταν
η ανδρεία και η γνώση – η τόλμη για τη διάνοιξη του στενού.
Ευχαριστώ και πάλι από καρδιάς για την τιμή που κάνατε, συδαυλίζοντας και το ποιητικό μου χρέος να απλώνω προστατευτική ασπίδα πάνω από το σώμα της πατρίδας μας.