Διεθνή
Τα χρήματα μπορούν να φέρουν την ευτυχία, το επιβεβαίωσε και άλλη έρευνα
Έχουμε μείνει ενεοί!
Αυτό ακριβώς: Τα χρήματα φαίνεται ότι αγοράζουν την ευτυχία.
Μια νέα μελέτη που διεξήχθη στο Wharton School του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια βρήκε μια ολοένα και πιο θετική σχέση μεταξύ χρημάτων και ευτυχίας.
Ο Ματ Κιλίνγκσγουορθ, ο οποίος παρακολουθεί την ευτυχία για το μεγάλης κλίμακας ερευνητικό του έργο, το trackyourhappiness.org, πήρε δείγμα 33.269 Αμερικάνων ηλικίας 18-65 ετών με εισόδημα τουλάχιστον 10.000 δολάρια (9.1840 ευρώ) κάθε χρόνο, οι οποίοι απάντησαν σε ερωτήσεις σε μια κλίμακα που ονομάζεται «ικανοποίηση από τη ζωή».
Ο Κιλίνγκσγουορθ χρησιμοποίησε επίσης δεδομένα από εξαιρετικά πλούσιους (άτομα με μέση καθαρή αξία μεταξύ $3 εκατ. και $7,9 εκατ.), τα οποία συχνά λείπουν και είναι δύσκολο να αποκτηθούν.
«Ίσως οι πλούσιοι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κάνοντας έρευνες», ανέφερε η μελέτη την οποία δημοσιεύει μόνος του και δεν αξιολογείται από κάποιον ακαδημαϊκό.
Τα δεδομένα έδειξαν ότι το χάσμα ευτυχίας μεταξύ των πλούσιων και των συμμετεχόντων με μεσαίο εισόδημα ήταν μεγαλύτερο από ό,τι μεταξύ των συμμετεχόντων μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
«Η διαφορά στην ικανοποίηση από τη ζωή μεταξύ των πλουσίων και εκείνων με εισόδημα 70-80.000 δολαρίων ετησίως (64,274 - 73,456 ευρώ) ήταν σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ των όσων είχαν ετήσιο εισόδημα 70-80.000 δολαρίων [ετησίως] και του μέσου όρου των δύο ομάδων με το χαμηλότερο εισόδημα», είπε ο ίδιος σε σχέση με τα πορίσματα της μελέτης.
Ο Κιλίνγκσγουορθ είπε στον Guardian ότι εξεπλάγη από το πόσο μεγάλη είναι η συνολική διαφορά στην ευτυχία μεταξύ των ανθρώπων που είναι πλούσιοι και εκείνων που έχουν χαμηλό εισόδημα.
«Τα χρήματα είναι μόνο ένα από τα πολλά πράγματα που έχουν σημασία για την ευτυχία και μια μικρή διαφορά στο εισόδημα τείνει να συνδέεται με πολύ μικρές διαφορές στην ευτυχία», είπε ο Κιλίνγκσγουορθ. «Αλλά αν οι διαφορές στο εισόδημα/πλούτο είναι πολύ μεγάλες, μπορεί να είναι και οι διαφορές στην ευτυχία».
Αυτά τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με μια μελέτη του 2010 που πήρε ιδιαίτερη δημοσιότητα, η οποία διαπίστωσε ότι η ευτυχία αυξάνεται με το εισόδημα, αλλά σταθεροποιείται όταν ανέρχεται στα περίπου 75.000 δολάρια (68,873 ευρώ) τον χρόνο.
To όριο των 75.000 δολαρίων τέθηκε αρχικά από τον Κάνεμαν, έναν βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο και ψυχολόγο, σε μια μελέτη του 2010, στην οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η συναισθηματική ευημερία [επίσης] αυξάνεται με το εισόδημα, αλλά δεν επιτυγχάνεται περαιτέρω πρόοδος όταν το ετήσιο εισόδημα ξεπεράσει τα 75.000 δολάρια». Ουσιαστικά, συμπέραινε ότι αν το ποσό αυτό αυξηθεί, δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτα στην ευημερία των ανθρώπων - συμπέρασμα που φαίνεται να ανατρέπεται από την εν λόγω μελέτη, αλλά και από μία προηγούμενη μελέτη και πάλι του Κιλίνγκσγουορθ που διαπίστωσε ότι η ευτυχία δεν έχει «ταβάνι» τα 75.000 δολάρια, αλλά τα 200.000 δολάρια. Η νέα του μελέτη θέτει ακόμα πιο ψηλά αυτό το ταβάνι.
Γιατί λοιπόν οι πλούσιοι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένοι; Η απάντηση μπορεί να φαίνεται προφανής, αλλά ο Κιλίνγκσγουορθ αναφέρει ότι είναι «πιο θεμελιώδης και ψυχολογικά πιο βαθιά από την απλή αγορά περισσότερων πραγμάτων».
Οπως είπε, «... νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που συμβαίνει είναι ότι, όταν οι άνθρωποι έχουν περισσότερα χρήματα, έχουν περισσότερο έλεγχο στη ζωή τους. Περισσότερη ελευθερία να ζήσουν τη ζωή που θέλουν να ζήσουν».
Ο ίδιος ανέφερε ακόμα ότι το ενδιαφέρον του για τη μελέτη της ευτυχίας πηγάζει από την επιθυμία να καταλάβει πώς να κάνει τη ζωή καλύτερη.
«Κατά ειρωνικό τρόπο, μέρος του λόγου που με ενδιαφέρει τόσο η ευτυχία είναι επειδή τα χρήματα από μόνα τους – τα οποία έχουμε ήδη αρκετά κίνητρα να επιδιώξουμε – είναι μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής εξίσωσης για την απόκτησή της. Έτσι, ένας από τους λόγους που μελετώ την ευτυχία είναι να διευρύνω τους ορίζοντές μας πέρα από πράγματα όπως τα χρήματα».
Και κατέληξε: «Τι θα κάναμε διαφορετικά αν παίρναμε το ζήτημα της ευτυχίας στα σοβαρά; Ως άτομα, οικογένειες, οργανώσεις και κοινωνίες; Είναι μια ερώτηση για μακροπρόθεσμες απαντήσεις και όχι μια ερώτηση στην οποία θα έχουμε αμέσως τέλειες απαντήσεις».
ΠΗΓΗ: The Guardian (μέσω huffpost)