«Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο ιδρώνεις», προσθέτει. Αυτοί περιλαμβάνουν τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, τα ρούχα που φοράς και την υγρασία. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, ο ιδρώτας εξατμίζεται λιγότερο αποτελεσματικά, κάνοντάς σε να νιώθεις πιο ιδρωμένος απ’ ό,τι συνήθως – είτε γυμνάζεσαι έντονα είτε όχι.
«Αν έκανες ένα εύκολο τρέξιμο σε μια ζεστή, υγρή μέρα, πιθανότατα θα ίδρωνες πολύ», λέει. «Αλλά σε μια κρύα μέρα, μπορεί να έτρεχες με πολύ μεγαλύτερη ένταση και να μην ίδρωνες σχεδόν καθόλου».
Ο ιδρώτας επίσης διαφέρει από άτομο σε άτομο. Το επίπεδο φυσικής κατάστασης, η ηλικία, το φύλο, το μέγεθος του σώματος και ακόμη και το αν έχεις προσαρμοστεί στο κλίμα στο οποίο βρίσκεσαι, παίζουν ρόλο.
Επομένως, όχι – ο ιδρώτας δεν είναι αξιόπιστος δείκτης του πόσο σκληρά έχεις γυμναστεί. Καλύτεροι δείκτες προσπάθειας είναι το πόσο έντονα αναπνέεις, η υποκειμενική αίσθηση κόπωσης και ο καρδιακός ρυθμός, τον οποίο μπορείς να παρακολουθείς με ζώνη στήθους ή smartwatch. Παρ’ όλα αυτά, «ο ιδρώτας είναι ένας καλός δείκτης αφυδάτωσης», λέει ο Collins. Οπότε, αν βγεις από την προπόνηση στάζοντας, φρόντισε να πιεις νερό.
ΠΗΓΗ: Guardian