«Τέσσερα Φανάρια»: Η ιστορία του αρχαιότερου ξενοδοχείου στην Κύπρο

Μέσα από τις σελίδες του «Περιοδικού» το 1997 ξεδιπλώνονται άγνωστες πτυχές ενός από τους πιο δημοφιλείς και πρωτοπόρους για την εποχή προορισμούς. Από τότε που το κτήριο, που πλέον έχει κατεδαφιστεί, βρισκόταν στην κατοχή ενός Ιταλού εμπόρου και αργότερα στην οικογένεια Ευρυβιάδη που το μετέτρεψε σε ζαχαροπλαστείο, αργότερα σε εστιατόριο-μπαρ και στη συνέχεια σε ένα από τα πιο ιστορικά ξενοδοχεία της πόλης του Ζήνωνα.

Article featured image
Article featured image



«Το όνομά του είναι ταυτισμένο, σχεδόν συνώνυμο, με την τουριστική βιομηχανία της Λάρνακας. Με τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε, άνοιξε τον δρόμο για να καταστεί η πόλη του Ζήνωνα τουριστικός προορισμός». Αυτές οι γραμμές αποτελούν ένα μικρό κομμάτι της εισαγωγής του άρθρου της Παναγιώτας Σύζινου, η οποία τον Νοέμβριο του 1997 ανέλαβε να κάνει ένα αφιέρωμα για το ιστορικό ξενοδοχείο «Τα Τέσσερα Φανάρια» στη Λάρνακα, με αφορμή την τρίμηνη ανακαίνισή του.

Μέσα από αυτό το αφιέρωμα ξεδιπλώνονται άγνωστες -για κάποιους- πτυχές της ιστορίας της πόλης και του αρχαιότερου ξενοδοχείου, λίγα χρόνια πριν από την οριστική κατεδάφισή του το 2009. Πρόκειται, όπως καταδεικνύεται και μέσα από το αφιέρωμα που γράφτηκε με τη βοήθεια του Ανδρέα Ευρυβιάδη, για ένα ιστορικό κτήριο, με το οποίο οι σελίδες του παλιού αυτού «Περιοδικού» μάς μεταφέρουν πίσω στην Ενετική κατοχή της Κύπρου, στην οικογένεια Ματέι και στον Ευρυβιάδη Αντωνιάδη, ο οποίος κατάφερε να το αποκτήσει πληρώνοντας 100 λίρες. Το κτήριο πέρασε από γενιά σε γενιά, μέχρι που τα αδέλφια Ευρυβιάδη αποφάσισαν να επενδύσουν σε αυτό. Στην αρχή λειτούργησε ως ισόγειο ζαχαροπλαστείο (1946), αργότερα μετατράπηκε σε εστιατόριο και μπαρ (1950), ενώ στη συνέχεια ανεγείρονταν όροφοι, ώστε με τον χρόνο να δημιουργηθεί το πιο δημοφιλές ξενοδοχείο της πόλης.

Από εκεί πέρασαν μεγάλες προσωπικότητες και ξένοι πολιτικοί. Ανάμεσά τους -όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες από το αρχείο του Ανδρέα Ευρυβιάδη που δημοσιεύονται στο άρθρο- η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Άννα Φόνσου και άλλοι.

Αξίζει, άλλωστε, να σημειωθεί πως η οικογένεια Ευρυβιάδη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της πόλης του Ζήνωνα. Το Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο κτίστηκε το 1906 από τον Ευρυβιάδη Αντωνιάδη και, προς τιμήν της οικογένειας, δόθηκε το όνομά της σε οδό της Λάρνακας.


1.jpg



Το όνειρο του Ανδρέα Ευρυβιάδη που έγινε πραγματικότητα

Μεταφερόμαστε για λίγο στο 1997, όταν, ύστερα από μισό αιώνα ευδόκιμης λειτουργίας, το ξενοδοχείο «Τέσσερα Φανάρια» (The Four Lanterns Hotel) -το οποίο για εννέα χρόνια ήταν εκμισθωμένο στον Τουριστικό Οργανισμό ΛΟΥΗΣ- έκλεισε για τρεις μήνες προκειμένου να γίνουν ουσιαστικές ανακαινίσεις.

Το ξενοδοχείο, δυναμικότητας 56 δωματίων, στο κέντρο του παραλιακού μετώπου των Φοινικούδων, ήταν το αρχαιότερο της πόλης. Ανήκει στην οικογένεια Ευρυβιάδη: στον Ανδρέα και τα παιδιά του, Εύρο και Στάλω, στον Ρένο και τους γιους του, Άγγελο και Οδυσσέα, καθώς και στους κληρονόμους της αδελφής τους, Κορίνας Ευρυβιάδη-Ιακώβου, Κυριάκο και Αννίτα, όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα.

Ο Ανδρέας Ευρυβιάδης, που από μικρό παιδί είχε τον πόθο να γίνει ξενοδόχος, διηύθυνε τα «Τέσσερα Φανάρια» από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας τους, τον Ιανουάριο του 1950. Ήταν εκείνος που ονειρεύτηκε τη μετατροπή της πατρογονικής κατοικίας σε ξενοδοχείο και κατάφερε, με πολλούς κόπους και μόχθους, να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα κάτω από αντίξοες συνθήκες δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό, ελκυστικό και φιλικό ξενοδοχείο.

Στο ρεπορτάζ, γίνεται μια ιστορική αναδρομή για τις απαρχές της δημιουργίας του ξενοδοχείου, μέσα από έναν συνδυασμό διαφόρων συμπτώσεων και καλής τύχης.

3.jpg



Η οικογένεια Ματέι και ο πονηρός γιος

Η ιστορία αρχίζει κατά τη διάρκεια της Ενετικής Κατοχής της Κύπρου τον 13ον και 14ον αιώνα. Πολλοί Ιταλοί ζούσαν στην Κύπρο εκείνη την εποχή, ιδιαίτερα στη Λάρνακα που δεν ήταν μόνο λιμάνι, αλλά και σημαντικό εμπορικό κέντρο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ματέι ήταν μία από αυτές τις οικογένειες. Έζησαν και ευημερούσαν στη Λάρνακα και το όνομά τους απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα και κύρος. Όταν η Τουρκία κατέκτησε το νησί το 1570 η οικογένεια Ματέι, όπως και πολλές άλλες, συνέχισαν να ζουν στην Κύπρο και ευδοκίμησαν ιδιαίτερα κάτω από τη διακυβέρνηση του νησιού από τους Τούρκους, οι οποίοι έδειχναν ιδιαίτερη εύνοια προς τις ξένες οικογένειες, με την παραχώρηση σε αυτές ειδικών εμπορικών μονοπωλιακών προνομίων.

Στα τελευταία χρόνια της τουρκικής κατοχής της Κύπρου το 1870, ο Ριχάρδος Ματέι, τελευταίος απόγονος των πλουσίων Ματέι, συνέχισε με επιτυχία τις οικογενειακές εμπορικές δραστηριότητες κάτω από τους Τούρκους κυρίαρχους και κατακτητές της Κύπρου. Εκτός από τις εμπορικές του δραστηριότητες ο Ριχάρδο Ματέι είχε διοριστεί επίτιμος πρόξενος της Βρετανίας, της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, και χρησιμοποιούσε ως προξενείο το κτήριο του αργότερα ξενοδοχείου «Τέσσερα Φανάρια», το οποίο τότε ανήκε στην οικογένειά του. […]

Ο Ριχάρδος Ματέι, ήταν ένας έξυπνος και πονηρός έμπορος. Η παραγωγή των περισσότερων γεωργικών προϊόντων συγκεντρώνονταν από τις δικές του υπηρεσίες και προσφέρονταν προς πώληση στην ντόπια αγορά ή στο εξωτερικό. Έτσι αύξανε τα πλούτη του […] όμως είχε αποκτήσει και τη φήμη του τσιγκούνη και εκμεταλλευτή του λαού. [..] Φημολογείτο επίσης ότι εκμεταλλευόταν και την προξενική του ιδιότητα για να αυξήσει τα πλούτη του. Ο πονηρός αυτός Ιταλός διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με την τουρκική διοίκηση.


Ο γαμπρός που τάραξε τα νερά

Η γυναίκα του Ματέι είχε πεθάνει και η μόνη του απόγονος ήταν η κόρη του την οποία λάτρευε. Όταν ένας νεαρός έμπορος τη ζήτησε σε γάμο, ο Ματέι μεταβίβασε όλη του την ακίνητη περιουσία - ανάμεσά του και το κτήριο του ξενοδοχείου «Τέσσερα Φανάρια»- ως προίκα. Ο Ματέι διατηρούσε όμως το δικαίωμα να διαχειριστεί την περιουσία του όπως αυτός ήθελε με την υπόσχεση ότι θα έστελνε στο ζεύγος που θα εγκαθίστατο στην Ιταλία όλα τα εισοδήματα. Όμως ο άπληστος γαμπρός του άλλαξε τα δεδομένα. Δυσαρεστημένος με αυτές τις γαμήλιες διευθετήσεις, ζήτησε από τη σύζυγό του να γράψει στον πατέρα της ότι δεν ήταν παιδιά και πως εφόσον η περιουσία ήταν δική τους επιθυμούσαν να τη διαχειριστούν χωρίς την επέμβασή του. Εκείνος εξεμάνη και αποφάσισε να πάρει πίσω την περιουσία που είχε μεταβιβάσει.

Έτσι φόρτωσε σε ένα άλογο του δύο σακιά με χρυσά φλουριά και τα έστειλε ως δώρο στον Κυβερνήτη Μεχμέτ. Ο Κυβερνήτης αφού άκουσε με προσοχή την ιστορία του Ριχάρδου Ματέι κάλεσε τους νομικούς του συμβούλους και ζήτησε τη συμβουλή τους. Αυτοί, αφού μελέτησαν την υπόθεση, γνωμοδότησαν πως σύμφωνα με τον οθωμανικό νόμο ήταν παράνομο σε οποιονδήποτε πολίτη να μεταβιβάσει ακίνητη περιουσία σε θηλυκούς απογόνους του πριν από τον θάνατό του . Ο Ριχάρδος δηλαδή παρανόμησε και η περιουσία του θα έπρεπε να κατασχεθεί από το κράτος […] όμως ο Κυβερνήτης ήθελε να τον βοηθήσει. «Επειδή είσαι φίλος μας και θέλουμε να σε βοηθήσουμε, θα δημοπρατήσουμε την περιουσία όχι στην Κύπρο, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου κανείς δεν θα τη γνωρίζει κι έτσι θα την αγοράσεις εσύ πολύ φτηνά», του είπε και έτσι και έγινε.

4.jpg



Πώς έφτασε στα χέρια της οικογένειας Ευρυβιάδη

Ο Ματέι λοιπόν πήγε στην Κωνσταντινούπολη και πράγματι αγόρασε τη δική του περιουσία σε πολύ χαμηλή τιμή και όταν επέστρεψε στην Κύπρο ήταν ένας άλλος άνθρωπος.Ειδοποίησε όλους τους χρεώστες του πως τους χαρίζει τα χρέη τους. Έγινε ένας μεγάλος φιλάνθρωπος και ευεργέτης. Άρχισε να ξοδεύει τα χρήματά του για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μετά αναγκάστηκε να υποθηκεύσει στην Οθωμανική Τράπεζα τα δικά του κτήματα και ακίνητη περιουσία, ανάμεσά τους και το κτήριο όπου αργότερα μετατράπηκε στο ξενοδοχείο «Τέσσερα φανάρια». Το κτήριο περιήλθε στα χέρια της Οθωμανικής Τράπεζας, η οποία το πούλησε σε ένα άλλοτε αδέκαρο παιδί από τη Λάρνακα που έκανε την τύχη του στην Αλεξάνδρεια, τον Ευρυβιάδη Αντωνιάδη, παππού του Ανδρέα Ευρυβιάδη, που το 1902 επέστρεψε πλούσιος στη γενέτειρά του και αγόρασε το κτίριο για 800 γρόσια (κάτι λιγότερο από Λ.Κ. 100).



Από την πώληση «milk-shakes», στο εστιατόριο που άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης στη Λάρνακα

Το 1946 η Ολίβια Ευρυβιάδου (νύφη του Ευρυβιάδη Αντωνιάδη), μητέρα του Ανδρέα Ευρυβιάδη μεταβίβασε τους τίτλους ιδιοκτησίας της ακίνητης της περιουσίας που βρισκόταν στο παραλιακό μέτωπο της Λάρνακας, στα παιδιά της, Ανδρέα, Ρένο και Κορίνα. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου οι τρεις νέοι ιδιοκτήτες, μέσα στο οποίο στεγαζόταν η πατρογονική τους κατοικία, η Ελληνική Λέσχη Λάρνακας και μία άλλη κατοικία, αποφάσισαν να ανοίξουν ένα πρωτοποριακό περίπτερο/γαλακτοπωλείο μέσα στην ευρύχωρη κοινή είσοδο αυτού του συγκροτήματος.

Το γαλακτοπωλείο εισήγαγε για πρώτη φορά στη Λάρνακα τα «toasted sandwiches», τα «milk-shakes», τα «ice-cream shakes» και πρόσφερε σπιτίσια παγωτά και γλυκίσματα. Όλα τα προσφερόμενα προς πώληση εδέσματα, παγωτά και γλυκά, παρασκευάζονταν στο σπίτι από τους ίδιους τους τρεις συνέταιρους και τη μητέρα τους. Το γαλακτοπωλείο, το οποίο είχε ονομαστεί WIDESON MILK BAR, σημείωσε καταπληκτική επιτυχία το καλοκαίρι του 1946. Ενθαρρυμένοι από την επιτυχία του πρώτου τους εγχειρήματος, οι αδελφοί Ευρυβιάδη ενέγραψαν τότε επίσημα τον συνεταιρισμό τους υπό την επωνυμία WIDESON BROS (Α/φοί Ευρυβιάδη) και τον επόμενο χρόνο (1947) προχώρησαν στην ανακαίνιση άλλων δύο μεγάλων αιθουσών στο ισόγειο του κτιριακού τους συγκροτήματος, σύμφωνα με τα σχέδια που τους είχε εκπονήσει ο γνωστός αρχιτέκτονας μηχανικός B. Gunzburg από το Ισραήλ. Το εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο και μπαρ των αδελφών άνοιξε τις πύλες του για το κοινό της Λάρνακας το Μεγάλο Σάββατο του 1947. Ήταν και αυτό πρωτοποριακό. Πρόσφερε για πρώτη φορά τον φιλτραρισμένο γαλλικό καφέ και τον καφέ espresso, διέθετε δικό του ζαχαροπλάστη και εξαίρετους μαγείρους.

Ήταν πραγματικά ένα εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο και μπαρ ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Αυτό εισήγαγε πρώτο στη Λάρνακα τα χορευτικά δείπνα, τα χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, ενώ τις Κυριακές οργάνωνε μουσικά πρωινά. Το πρόγραμμα περιελάμβανε ελαφρά κλασική μουσική και μουσική κατ΄επιλογή των ακροατών.

5.jpg



Το 1950 όταν προστέθηκε σε αυτό και ο πρώτος όροφος του ξενοδοχείου, τα «Τέσσερα Φανάρια» άρχισαν να εργοδοτούν μουσικούς και ορχήστρες επί μονίμου βάσεως καθόλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Με την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 μέχρι και το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974, από το ξενοδοχείο πέρασαν οι ξακουστοί Έλληνες και Ελληνίδες καλλιτέχνιδες του τραγουδιού, όπως η Νανά Μούσχουρη, η Μαίρη Λο, ο Τόνης Μαρούδας, το Τρίο Γκρέκο, η Ζίσκα, η Γιοβάνα, ο Ζαμπέτας και άλλοι πολλοί. Επίσης εκεί κατά καιρούς εργοδοτήθηκαν μουσικοί όπως ο Γιάγκος Μπόνης, ο Σπύρος Γενοβκιάν, ο Κώστας Κουτρουζάς και πολλοί άλλοι, ντόπιοι και ξένοι. Η κάθοδος στην Κύπρο των περισσότερων από τους πολλούς και εκλεκτούς καλλιτέχνες όπως και οι εμφανίσεις τους στην πίστα των «Τεσσάρων Φαναριών» είχε γίνει δυνατή χάρη στη συνεργασία του ξενοδοχείου και με το κέντρο Ledra Palace στη Λευκωσία και με το κέντρο «Κύμα» της Λεμεσού. Χάρη στη συνεργασία αυτή έγινε κατορθωτή ζωντανή παρουσίαση μόδας, με μοντέλα τις κοπέλες που κατά καιρούς είχαν εκλεγεί βασίλισσες ομορφιάς στη χώρα τους.

Από τις αίθουσες των «Τεσσάρων Φαναριών» πέρασαν δύο γενεές Λαρνακέων. Είναι εκεί, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ, που χόρεψαν, διασκέδασαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν πολλά γνωστά ζευγάρια της τότε εποχής της πόλης του Ζήνωνα.


2.jpg



Η επέκταση των ορόφων και ένα ξενοδοχείο που δεχόταν τουρίστες από όλο τον κόσμο

Από το 1950 μέχρι και το 1972 τα «Τέσσερα Φανάρια» υπήρξε το μοναδικό ξενοδοχείο της Λάρνακας που είχε ταξινομηθεί αρχικά ως ξενοδοχείο Πρώτης Τάξεως Α΄και αργότερα με τους αυστηρότερος κανονισμούς ταξινόμησης που εισήγαγε ο ΚΟΤ, σε ξενοδοχείο Τριών Αστέρων. Το 1963 το ξενοδοχείο επεκτάθηκε με την προσθήκη ενός ακόμη ορόφου και το 1967 επεκτάθηκε και πάλι απέκτησε μια ευρύχωρη αίθουσα χορού και συνεδρίων, αλλά και έντεκα ακόμη δωμάτια, ενώ το 1975 είχε προστεθεί και ο τρίτος όροφος. Το 1986 είχε γίνει ανακαίνιση και η προσθήκη ακόμη τεσσάρων υπνοδωματίων. Έτσι σύνολο των δωματίων είχε φθάσει τα 56.

Το ξενοδοχείο είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και πολυπληθή πελατεία η οποία προερχόταν από χώρες από όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου. Έπαιρναν δηλαδή κρατήσεις από τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία, το Τόκιο, τη Σιγκαπούρη, ακόμη και από το Χογκ Κογκ. Από τις αίθουσες και τα δωμάτιά τους πέρασαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως καλλιτέχνες, πολιτικοί και μεγαλοεφοπλιστές.


6.jpg



Όταν συμπληρώθηκε η ανέγερση και του ξενοδοχείου Σαν Χολ, το 1972 και δημιουργήθηκε στη Λάρνακα μια ικανοποιητική προσφορά 250-300 κλινών στα δύο αυτά ξενοδοχεία και υπογράφηκαν συμβόλαια (1973) με τουριστικούς πράκτορες που θα έβαζαν τη Λάρνακα στον τουριστικό χάρτη. Η αποστολή ξένων τουριστών θα άρχιζε τον Σεπτέμβριο του 1974, όμως η τουρκική εισβολή ανέτρεψε στην ευκαιρία αυτή. Το ξενοδοχείο παρέμεινε ανοικτό καθόλη τη διάρκεια των μαύρων εκείνων ημερών και πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όσους το είχαν ανάγκη και είχε γεμίσει με ξένους δημοσιογράφους.

Το 1989, όταν ο Ανδρέας Ευρυβιάδης, λόγω της προχωρημένης πια ηλικίας του, αποφάσισε να αποσυρθεί εκμισθώθηκαν στον Τουριστικό Οργανισμό Λούης, ο οποίος και ανέλαβε τη λειτουργία του το 1989 μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1997. Αργότερα, το ξενοδοχείο όπως μάς αναφέρθηκε από τον Εύρο Ευριβιάδη, γιο του Ανδρέα Ευρυβιάδη, το ξενοδοχείο είχε αλλάξει ιδιοκτήτες μέχρι το 2009 που ο τελευταίος ιδιοκτήτης είχε άλλα σχέδια και αποφάσισε να το κατεδαφίσει.


Δείτε ολόκληρο το ρεπορτάζ πιο κάτω:

100.jpg



101.jpg



102.jpg



103.jpg



104.jpg



105.jpg



ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ