Η συνάντηση υψηλού επιπέδου των Κυπριανού-Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1985 αποτελεί το επίκεντρο των αναφορών στα εμπιστευτικά έγγραφα του αρχείου του βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου από εκείνη τη χρονιά, τα οποία αποχαρακτηρίζονται σήμερα.
Οι διπλωματικές αναφορές ρίχνουν φως στο παρασκήνιο των διαβουλεύσεων και στις εκτιμήσεις των Βρετανών για τις εξελίξεις στο Κυπριακό στο πρώτο μισό του 1985, ενώ παράλληλα αποκαλύπτουν και την υποβολή πρότασης από τον τότε Πρόεδρο Κυπριανού στην Πρωθυπουργό Θάτσερ για πιθανή ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ.
Συνάντηση Κυπριανού-Θάτσερ στο Λονδίνο
Το 1984 είχε λήξει με την ολοκλήρωση των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών Κυπριανού-Ντενκτάς υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ, ο οποίος είχε θεωρήσει πως είχε επιτευχθεί πρόοδος ικανή για μια συνάντηση υψηλού επιπέδου.
Τρεις ημέρες πριν από την έναρξη της συνάντησης και καθ’ οδόν προς τη Νέα Υόρκη ο Σπύρος Κυπριανού πραγματοποίησε στάση στο Λονδίνο, όπου κανονίστηκε συνάντηση με τη Μάργκαρετ Θάτσερ (14/1/85). Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης εκείνης, η Θάτσερ είπε στον Κύπριο Πρόεδρο ότι η ίδια θεωρούσε πως η Τουρκία ήθελε λύση του προβλήματος και ότι η Άγκυρα το είχε υποδείξει και στον Ντενκτάς. «Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι και ο Ντενκτάς θέλει λύση», είναι μία από τις φράσεις που αποδίδεται στη σιδηρά κυρία.
Ο Κυπριανού είπε στη συνομιλήτριά του πως είχε ενθαρρύνει τον ΓΓ του ΟΗΕ να συγκαλέσει τη συνάντηση υψηλού επιπέδου παρά το γεγονός ότι κατά την άποψη της Λευκωσίας πολλά σημαντικά θέματα παρέμεναν άλυτα. Ευθύς εξαρχής ο Κύπριος Πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι για εκείνον ο σκοπός της συνάντησης θα έπρεπε να ήταν η διαπραγμάτευση προς μια συμφωνία, ενώ επισήμανε διάφορες αρνητικές ή ασαφείς θέσεις της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της απομάκρυνσης όλων των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί.
Στο σημείο αυτό ήταν που έθεσε για πρώτη φορά, «μιλώντας προσωπικώς και σκεπτόμενος δυνατά», το ζήτημα της πιθανής ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, ως ενδεχομένως «την καλύτερη εγγύηση για μια λύση». Θεωρούσε, όπως είπε στη Θάτσερ, ότι μια τέτοια κίνηση «θα βοηθούσε τόσο στη δημιουργία ενότητας στην Κύπρο, όσο και στην αποτροπή της ανάγκης συγκεκριμένων εγγυήσεων». Ο Σπύρος Κυπριανού ανέφερε τρεις φορές κατά τη συζήτηση ότι ήλπιζε η Βρετανίδα Πρωθυπουργός να σκεφτόταν την πρότασή του, την οποία πάντως ο ίδιος δεν είχε σκοπό να θέσει στον ΓΓ του ΟΗΕ σε εκείνο το στάδιο.
Η απάντηση της Θάτσερ και του Υπουργού Εξωτερικών της Τζέφερι Χάου που ήταν παρών στη συνάντηση ήταν πως θα ήταν δύσκολο να υπάρξει απομάκρυνση από τις ισχύουσες ρυθμίσεις αναφορικά με τις εγγυήσεις.
Από τα πρακτικά της συζήτησης προκύπτει επίσης ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε προβεί σε σαφή υπόδειξη προς τον Κύπριο Πρόεδρο για το ποια τακτική θα έπρεπε να ακολουθήσει στη συνάντηση της Νέας Υόρκης. Συγκεκριμένα του ανέφερε ότι η συμβουλή της ήταν «να επικεντρωθεί αρχικά στη διευθέτηση θεμάτων που θεωρούνταν πιο εύκολα, όπως το σύνταγμα και το εδαφικό και να αφήσει τα πιο ακανθώδη προβλήματα, δηλαδή την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, για αργότερα». Προϋπόθεση βέβαια της εφαρμογής μιας συμφωνίας επί των πρώτων θεμάτων θα ήταν ότι θα υπήρχε τελική συμφωνία επί όλων των εκκρεμών θεμάτων.
Ο Κυπριανού σχολίασε ότι δεν ήταν σίγουρος πως έπρεπε να αφήσει εκτός συζήτησης το θέμα των κατοχικών στρατευμάτων, με τον Υπουργό Εξωτερικών Γιάννη Ιακώβου που επίσης ήταν παρών να σχολιάζει πως αυτό ήταν το δυνατότερο χαρτί της ελληνοκυπριακής πλευράς, καθώς υπήρχε διεθνής στήριξη για την απομάκρυνσή τους. Πάντως η Θάτσερ επέμεινε στη συμβουλή της και προειδοποίησε περισσότερες από μία φορές ότι η έγερση του ζητήματος των κατοχικών δυνάμεων θα διακινδύνευε την κατάρρευση των συνομιλιών.
Η συνάντηση κορυφής της Νέας Υόρκης
Οι Βρετανοί διαπίστωναν αμέσως μετά την έναρξη της συνάντησης υψηλού επιπέδου στη Νέα Υόρκη τη σημαντική διαφορά θέσεων μεταξύ Κυπριανού και Ντενκτάς. Όπως σημείωναν, βασική διαφορά ήταν ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη συνάντηση και τα όσα είχαν αποτυπωθεί στο χαρτί από τον Πέρες ντε Κουέγιαρ ως αρχή για τις διαπραγματεύσεις, ενώ ο Ντενκτάς θεωρούσε ότι έπρεπε κατά τη συνάντηση να μπουν απλώς υπογραφές στο κείμενο του ΓΓ μετά από τις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες του 1984.
Στις 22 Ιανουαρίου, δύο ημέρες μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, οι διπλωμάτες του Φόρεϊν Όφις συνέταξαν έκθεση στην οποία έκαναν αποτίμηση της έκβασης των συνομιλιών, κάνοντας λόγο για «αποτυχία». Όπως σημειώνεται στο έγγραφο, ο Ντενκτάς έπραξε το αναμενόμενο επαναπαυόμενος στην αποδοχή του κειμένου που είχε συντάξει ο Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ. «Ο Κυπριανού πήγε στο άλλο άκρο, μοιάζοντας για πολλή ώρα να θέλει να ξανανοίξει καθένα από τα θέματα», γράφει η έκθεση, μεταφέροντας και την εκτίμηση του ΓΓ ότι ο Κυπριανού έθεσε σε κίνδυνο όλα όσα είχαν συμφωνηθεί έως τότε. Μόνο την τελευταία στιγμή ο Κύπριος Πρόεδρος είχε κινηθεί προς την κατεύθυνση επιδίωξης πιο περιορισμένων στόχων από τη συνάντηση, όπως τον είχε συμβουλεύσει η Μάργκαρετ Θάτσερ. Πρότεινε μάλιστα να αποδεχθεί ως βάση διαπραγμάτευσης το έγγραφο του ΓΓ και να συσταθεί μια ομάδα εργασίας για το σύνταγμα, αλλά εφόσον οριζόταν η ημερομηνία για την επόμενη υψηλού επιπέδου συνάντηση. Η πρόταση, που απορρίφθηκε από τον Ντενκτάς, περιγράφηκε από τον Πέρες ντε Κουέγιαρ ως «πραγματικά καλή», αλλά πρόταση που πολύ απλά είχε γίνει πολύ αργά.
Πάντως το βρετανικό διπλωματικό σημείωμα τονίζει ότι ίσως ο ΓΓ του ΟΗΕ να είχε υπερεκτιμήσει το βαθμό της συνεννόησης και της προθυμίας συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών στο τέλος του τρίτου γύρου των εκ των σύνεγγυς συνομιλιών και ως εκ τούτου η συνάντηση κορυφής ίσως ήταν καταδικασμένη εξ αρχής.
Στη δική του σχετική έκθεση με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1985 ο αντιπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου στα Ηνωμένα Έθνη Π. Μάξεϊ σημειώνει ότι η συμφωνία για τη συνάντηση υψηλού επιπέδου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις ηθελημένες ασάφειες που είχε αφήσει ο ΓΓ ως προς το τι υποστήριζαν οι δύο πλευρές. Ως προς την απόδοση ευθυνών για την αποτυχία της συνάντησης, ο Βρετανός διπλωμάτης αναφέρει ότι μεγάλο μερίδιο αυτών αναλογούσε στον Σπύρο Κυπριανού. Όπως γράφει, ο Κύπριος ηγέτης «δεν κατάφερε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων», καθώς με τη στάση του ευνόησε το πλάνο του Ντενκτάς, ο οποίος ήταν απολύτως χαρούμενος «να μη σηκώσει καν το δαχτυλάκι του» εμμένοντας στην αρχική του θέση περί πλήρους αποδοχής των εγγράφων του ΓΓ. Σημειώνεται ότι λόγω της «τακτικής ανικανότητας» του Κυπριανού δε δοκιμάστηκε ιδιαίτερα ο Ντενκτάς και οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς. Σε άλλο συναφές σημείωμα του Μάξεϊ αναφέρεται πως οι Ελληνοκύπριοι υπήρξαν «απίστευτα ανίκανοι» και πως ως αποτέλεσμα αυτού «πιθανώς είχαν χάσει όλα όσα τους προσέφεραν οι Τουρκοκύπριοι».
Ευθύνη επιρριπτόταν και στον ΓΓ επειδή βασίστηκε υπερβολικά στην «εποικοδομητική ασάφεια», με αποτέλεσμα το αναπόφευκτο πλήγμα στο πρεστίζ του μετά την αποτυχία της συνάντησης. Ο ίδιος Βρετανός διπλωμάτης σχολιάζει στο τέλος ότι σε τελική ανάλυση οι Βρετανοί έπρεπε να αναρωτηθούν αν ήταν ποτέ πιθανή μια γνήσια και ανθεκτική συμφωνία, μια συμφωνία πάνω από τις διαφορές των δύο πλευρών και της συνύπαρξης τους σε μία ομοσπονδία. Η εκτίμησή του ήταν ότι μια πιο επιδέξια διπλωματία ίσως εξασφάλιζε μια συμφωνία στα χαρτιά, αλλά χωρίς αμφιβολία οι διαφορές θα επανεμφανίζονταν όταν άρχιζε η διαβούλευση των ομάδων εργασίας. «Το Κυπριακό πρόβλημα παραμένει, φοβάμαι, όσο μη διαχειρίσιμο ήταν ανέκαθεν», παρατηρεί ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στη Νέα Υόρκη η κυπριακή πλευρά ενημέρωνε την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν καλά. Η βρετανική κυβέρνηση διεμήνυσε πως αν κρινόταν απαραίτητο και βοηθητικό, η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν διατεθειμένη να παρέμβει με μήνυμα.
Με επιστολή της μετά τη συνάντηση η Θάτσερ επανέλαβε στον Κυπριανού τη συμβουλή που του είχε δώσει στη συνάντηση τους στο Λονδίνο, εκφράζοντας την απογοήτευσή της για το πώς εξελίχθηκε η συνάντηση κορυφής της Νέας Υόρκης. Με παρόμοια επιστολή της προς τον Τούρκο ομόλογό της Τουργκούτ Οζάλ τον προέτρεπε να αποθαρρύνει τον Ντενκτάς από κινήσεις ενδυνάμωσης του ψευδοκράτους. Αυτές τις κινήσεις, αναφέρουν τα βρετανικά έγγραφα, θεωρούσε ο ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το μέλλον των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, όπως είχε πει στη Βρετανίδα Πρωθυπουργό.
Η βρετανική ανάλυση της πρότασης Κυπριανού για ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ
Στις 15 Φεβρουαρίου 1985, ένα μήνα και μία ημέρα μετά από τη συνάντηση των Κυπριανού-Θάτσερ στο Λονδίνο κατά την οποία ο πρώτος έθεσε το ζήτημα της διπλής ένταξης της Κύπρου στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Φόρεϊν Όφις απέστειλε στην Ντάουνινγκ Στριτ αναλυτική αποτίμηση της πρότασης του Κύπριου ηγέτη.
Εξετάζοντας τα πιθανά κίνητρα του Προέδρου οι Βρετανοί διπλωμάτες θεωρούσαν ότι ειλικρινά ο Κυπριανού αναζητούσε ιδέες επί των εγγυήσεων οι οποίες θα εξαφάνιζαν την ανάγκη παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, ικανοποιώντας τους όρους ασφαλείας τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων. Μία άλλη συμπληρωματική ερμηνεία των κινήτρων του Κυπριανού ήταν ότι μαζί με την αποφασιστικότητά του να απομακρυνθούν όλα τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο, η κυριότερη επιδίωξη της εξωτερικής του πολιτικής ήταν να εξασφαλίσει την ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ. Ίσως, εκτιμούσαν οι Βρετανοί διπλωμάτες, να πίστευε πως η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα διευκόλυνε την ένταξη στην ΕΟΚ ή έστω θα έδινε ώθηση στις συνομιλίες για τελωνειακή ένωση που δεν είχε καλές προοπτικές εκείνη τη στιγμή.
Οι Βρετανοί παρατηρούσαν ωστόσο ότι ούτε η ένταξη στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΟΚ θα προσέφεραν από μόνες τους εγγύηση ενάντια στις διακοινοτικές διαμάχες, αλλά ούτε και θα παρείχαν εγγύηση ασφάλειας για την Κύπρο έναντι της Τουρκίας.
Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες για το ΝΑΤΟ, τα επιχειρήματα υπέρ μις κυπριακής ένταξης όπως τα παραθέτει το βρετανικό διπλωματικό έγγραφο θα ήταν τα εξής: ενίσχυση της νότιας πτέρυγας με ένα νησί γεωστρατηγικής σημασίας, ενίσχυση της φήμης του ΝΑΤΟ καθώς σε αντίθεση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπήρχαν χώρες που ήθελαν να ενταχθούν και ίσως το ΝΑΤΟ να πιστωνόταν μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού υπό την ομπρέλα του. Τέλος, ίσως να υπήρχε μια επαναπροσέγγιση Ελλάδα και Τουρκίας
Τα επιχειρήματα κατά της κυπριακής ένταξης ήταν τα εξής: πρόσθεση ενός ακόμα προβλήματος στη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας με σημαντικές επιπτώσεις για τους συμμάχους από μια ενδεχόμενη τουρκική παρέμβαση αν επιδεινωνόταν η κατάσταση στο νησί, επίδραση στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης αν οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι αναστατωνόταν το στάτους κβο στις ζώνες επιρροής, το γεγονός ότι ήταν απίθανη μια ομόφωνη απόφαση λόγω των αντιδράσεων σε Ελλάδα και Τουρκία, το γεγονός ότι η συμβολή των κυπριακών δυνάμεων στη στρατιωτική δύναμη της Συμμαχίας θα ήταν ανεπαίσθητη και τέλος η πιθανότητα η κυπριακή κυβέρνηση και οι υπηρεσίες ασφαλείας να ήταν ευάλωτες σε σοβιετική παρείσφρηση και επομένως ίσως αποδεικνύονταν απειλή για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ.
Σε ό,τι αφορά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, στα θετικά περιλαμβάνονταν κατά τους Βρετανούς η διασφάλιση της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην Κύπρο (ήταν το επιχείρημα που είχε χρησιμοποιηθεί για την ένταξη Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας) και η απόκτηση ενός μοχλού πίεσης ώστε να πειστεί η Ελλάδα να συμφωνήσει στο ξεμπλοκάρισμα των σχέσεων ΕΟΚ-Τουρκίας.
Στα επιχειρήματα εναντίον της ένταξης στην ΕΟΚ συγκαταλέγονταν η πιθανή ισχυρή αντίσταση από μεσογειακούς παραγωγούς λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού στα ήδη πλεονάζοντα γεωργικά προϊόντα, η πιθανότητα να ενθαρρυνόταν η Τουρκία να καταθέσει αίτηση για πλήρη ένταξη, κάτι που δεν επιθυμούσε η ΕΟΚ τόσο σύντομα μετά την ένταξη Πορτογαλίας και Ισπανίας, το γεγονός ότι η Κύπρος θα ανέμενε να λαμβάνει περισσότερα από όσα θα πρόσφερε στην ΕΟΚ, το ότι θα ενισχυόταν το «νότιο μπλοκ» εντός της ΕΟΚ με τη σπάταλη νοοτροπία ως προς τις δαπάνες και το ότι η ένταξη της χώρας θα καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολο για την Κοινότητα να είναι αμερόληπτη στην προσέγγισή της στο Κυπριακό.
Οι Βρετανοί σχολίαζαν επίσης ότι οι Αμερικανοί ίσως έβρισκαν ελκυστική την προοπτική ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ λόγω του ιστορικού τους ενθουσιασμού για ρόλο της Συμμαχίας στη λύση του Κυπριακού, λόγω της απόκτησης πρόσβασης σε ένα νησί με στρατηγική σημασία - ιδίως ως προς τις αμερικανικές δραστηριότητες στη Μέση Ανατολή, και επειδή θα συνιστούσε ‘σνομπάρισμα’ του ανατολικού μπλοκ, κάτι που ενδιέφερε περισσότερο τους Αμερικανούς από τους Ευρωπαίους. Όσον αφορούσε αντίθετα τη σοβιετική αντίδραση, θα έπρεπε να αναμενόταν καταδίκη της παρέκκλισης από τον σεβασμό της ουδετερότητας της Κύπρου και θα δημιουργείτο κίνδυνος επιδείνωσης των σχέσεων Δύσης-Ανατολής και αντιποίνων της Σοβιετικής Ένωσης στην ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, το Φόρεϊν Όφις θεωρούσε απίθανη η στήριξη της Τουρκίας στην κυπριακή ένταξη στο ΝΑΤΟ, την οποία ίσως έβλεπε ως πλεκτάνη για να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το δικαίωμά της να διατηρήσει (σύμφωνα με τη Συνθήκη της Συμμαχίας) μία υπολειμματική στρατιωτική παρουσία στο νησί και το δικαίωμα της παρέμβασης (σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγγυήσεων). Ίσως επίσης να δημιουργούνταν στους Τούρκους υποψίες ότι οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι θα εκμεταλλεύονταν το ΝΑΤΟ για να εγκατασταθούν περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες στην Κύπρο. Ίσως φοβούνταν επίσης ότι θα επηρεάζονταν οι βελτιούμενες σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση.
Για την ένταξη στην ΕΟΚ, η Τουρκία θα επιζητούσε ως αντάλλαγμα την επιτάχυνση και της δικής της διαδικασίας ένταξης. Οι Βρετανοί, όπως σημειώνεται, δε θεωρούσαν την τουρκική ένταξη πιθανή με οικονομικούς όρους ή διαπραγματεύσιμη με πολιτικούς όρους στο τότε εγγύς μέλλον. Όσο για τον Ανδρέα Παπανδρέου, θεωρείτο ότι θα το έβρισκε δύσκολο να αντισταθεί στην πρόθεση του Κυπριανού να μπει στο ΝΑΤΟ, αλλά ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα ενθουσιαζόταν. Αυτό όμως δε θα ίσχυε στην περίπτωση της ΕΟΚ.
Το Φόρεϊν Όφις συμβούλευε λοιπόν την κυβέρνηση να ξεκινήσει διαβουλεύσεις επί της πρότασης Κυπριανού με τις ΗΠΑ, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Σε περίπτωση που ο Κυπριανού έθιγε ξανά το θέμα, η βρετανική απάντηση θα έπρεπε να ήταν ότι η Θάτσερ το είχε σκεφτεί σοβαρά και ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεδομένων των αναμενόμενων τουρκικών αντιδράσεων η κυπριακή ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ θα περιέπλεκε σοβαρά αντί να διευκολύνει τη λύση του Κυπριακού.