Όλη της η ζωή περνάει σαν στρατιωτική παρέλαση κάτω από το παράθυρό της την ώρα που εκείνη κάθεται να γράψει ιστορίες για παραπληγικά χταπόδια και νευρωτικούς ελέφαντες. Η παρέλαση μοιάζει με τη λάμψη από το πυροτέχνημα που δε βλέπεις -μοναχά ακούς- στο βάθος του τούνελ -να το πλήθος, το κορίτσι ψάχνει ένα κόκκινο μπαλόνι, άργησες κορίτσι - και βγαίνοντας από το σκοτάδι δε ξέρεις τι είναι αυτό που σου φωτίζει το πρόσωπο και δε μπορείς να κοιτάξεις ψηλά γιατί φοβάσαι τον ουρανό πιο πολύ και από το χώμα. Κι όση ώρα περνούσε η παρέλαση της ζωής της, ένα περιπολικό την ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα κι όταν σταμάτησε κάτω από το σπίτι της, εκείνη τρόμαξε ότι είχε έρθει εκείνη η μέρα.
Δεν μάθαμε ποτέ ποιος σκότωσε εκείνο το κορίτσι.
Την ώρα που όλη της η ζωή περνούσε κάτω από εκείνο το παράθυρο, εκείνη έκλεισε τα στόρια να μη δει πώς τελειώνει η δική της ιστορία. Στα 23 της, έμαθε πια να κρύβει την ηλικία της καλύτερα απ’ όλους.
Δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε εκείνο το κορίτσι.
Όταν βαρέθηκε τις λέξεις της, έπιασε το “Σφαγείο Νούμερο 5” κι όταν βαρέθηκε τις λέξεις του Κurt, περπάτησε μέχρι το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Στο βάθος, μια βουβή παρέλαση με σάλπιγγες και ταμπούρλα έκανε στροφή, Lexington και East 42nd γωνία. Το αύριο θα ήταν μια καινούρια μέρα και βέβαια, η ημερομηνία λήξης της δεν θα αναγραφόταν σε καμία συσκευασία.