Είναι λιλιπούτεια. Μια σταλιά κοριτσάκι. Νομίζεις πως είναι εύθραυστη... μα όταν αρχίζει να σου μιλά, οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα της δυνατές, σίγουρες, με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό. Έχει τσαμπουκά, έχει άποψη και νιώθεις πως δεν λέει λόγια του αέρα, από αυτά που λέγονται για χάρη της συζήτησης. Όχι. Η Iva Radivojevic, δημιουργός της ταινίας «Evaporating Boarders», που προβλήθηκε προχθές βράδυ στο θέατρο Ριάλτο, στο πλαίσιο του Festival «Cyprus Film Days» αλλά και χθες στη Λευκωσία στο Ζήνα Πάλας, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και μια πολύ ταλαντούχα δημιουργός.
Στο workshop που προηγήθηκε της προβολής, η Iva εξήγησε στο κοινό που ήρθε στην Gallery 55 πώς κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό που χρειαζόταν για την ολοκλήρωση της ταινίας της. Καθόταν και μιλούσε ήρεμα αλλά πολύ σίγουρα. Με αυτοπεποίθηση. Όπως και να το κάνεις, μια τέτοια στάση, πάντα εντυπωσιάζει και στην περίπτωση τη δική της, πείθει. Ξέρει για τι πράγμα μιλά.
Το ίδιο πράγμα νιώθεις παρακολουθώντας και την ταινία της. Ξέρει το αντικείμενο που παρουσιάζει. Το έχει ερευνήσει και δεν εικονοποιεί τη δική της εμπειρία. Η ταινία-ντοκιμαντέρ «Evaporating Boarders» απαρτίζεται από πέντε κεφάλαια. Μου έδωσε την εντύπωση πως είναι η οπτικογράφηση μιας διδακτορικής διατριβής. Οι ενότητες αυτές, όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται στο πρόγραμμα του φεστιβάλ, είναι «αποδομημένες ποιητικά με την ερευνητική ματιά και τις προσωπικές αναζητήσεις της δημιουργού. Μέσα απ' τους ανθρώπους που συναντά η σκηνοθέτρια, η ταινία ρίχνει φως στις εμπειρίες των αιτητών ασύλου στην Κύπρο. Καταγόμενη από τη Γιουγκοσλαβία, η Iva Radivojevic, διερευνά τις επιπτώσεις του μεγάλου κύματος μετανάστευσης στην εθνική ταυτότητα της Κύπρου, που αποτελεί μια απ’ τις ευκολότερες διόδους πρόσβασης στο Οχυρό που λέγεται Ευρώπη».
Η ταινία βρήκε άραγε το κοινό της Λεμεσού έτοιμο για αυτή την προβολή; Όχι ακριβώς. Δεν νομίζω πως υπάρχει εύκολος τρόπος να προετοιμαστείς για να δεις την ωμή όψη της κατάστασης που επικρατεί στην πατρίδα σου. Το τι πιστεύεις μέσα σου, σε σχέση με αυτό που θέλεις να πιστεύεις, κάποιες φορές είναι οι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος και η Iva έριξε φως στην πλευρά που είναι κρυμμένη στο σκοτάδι, για την οποία λίγοι μιλούν ανοιχτά και όχι πάντοτε με στοιχεία.
Η αρχή είναι στρωτή, αφηγηματική, σε βάζει στο νόημα, σου δίνει την ευκαιρία να θαυμάσεις την υπέροχη κινηματογράφηση, τη φωτογραφία, τα τεχνικά στοιχεία που αξίζει να επικροτήσεις... και μετά μπουμ! Μετά οι μαρτυρίες σε συνεπαίρνουν. Οι ιστορίες σε προβληματίζουν, η έπαρση και η παραπληροφόρηση με την οποία έχουν εμποτιστεί κάποιοι σε εκπλήσσει. Μια κυρία, κατά τη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε μετά την προβολή, ευχαρίστησε την Iva που της παρουσίασε μια Κύπρο που δεν είχε ποτέ ζήσει. Κάποιοι πραγματικά δεν πιστεύουν, ενώ κάποιοι άλλοι δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει και αυτή η πλευρά. Η μαγεία της Iva έγκειται στο ότι όλα αυτά είναι δοσμένα με μέτρο. Με μια συνέχεια και με την επίγνωση του τι ακριβώς παρουσιάζεται.
Οι ερωτήσεις που ακολούθησαν της προβολής έδωσαν την ευκαιρία στην Iva να ξεδιπλώσει κάποια στοιχεία από το σκεπτικό της σύλληψης, της διεκπεραίωσης και του στόχου. Αρκετοί θεατές ρώτησαν αν κάνοντας την έρευνά της, έμαθε για περιπτώσεις μεταναστών που βοηθήθηκαν από Κυπρίους, που τους αγκάλιασαν και τους στήριξαν. Η απάντηση της Iva ήταν καταφατική, αλλά το πώς ορίζονται οι ισορροπίες σε μια ταινία είναι απολύτως υποκειμενικό. Σαφώς θα μπορούσε να το συμπεριλάβει, αλλά θα ήταν μια άλλη ταινία. Μια ταινία που μπορεί να υπάρξει κάποια στιγμή, αλλά θα ήταν άλλη ταινία.
Στην κατ’ ιδίαν συζήτησή μας με την Iva την Κυριακή το πρωί, αρχίσαμε από αυτό ακριβώς. Από τις προσδοκίες που έχει το κοινό. Προφανώς και την προβλημάτισε στο παρελθόν η ερώτηση αυτή, γιατί η απάντησή της ήταν άμεση. Έχει επίγνωση του ότι όλοι περιμένουν κάτι από την ταινία. Η ταινία όμως είναι αυτή που είναι.
Η ίδια, ούσα μετανάστρια στην Κύπρο, είχε την εμπειρία. Κάνοντας μια αναδρομή στο δικό της παρελθόν, σκεπτόμενη τη δική της εμπειρία, και συγκρίνοντάς την με αυτήν των ανθρώπων για τους οποίους μιλά στην ταινία, οι οποίοι είναι μουσουλμάνοι -στην πλειοψηφία τους Παλαιστίνιοι από το Ιράκ-, αντιλαμβάνεται πως υπάρχει διαφορά. Πρόκειται για ένα άλλο είδος μεταναστών, η αντιμετώπιση των οποίων είναι διαφορετική. «Υπάρχει τόσο μεγάλη επιθετικότητα εναντίον τους. Ακόμη και οι φίλοι μου που ζουν στη Νέα Υόρκη, οι οποίοι μπορεί να είναι ομοφυλόφιλοι νιώθουν αυτή την έχθρα. Μια μειονότητα εναντίον μιας άλλης μειονότητας. Δεν μπορούσα να το καταλάβω και ένιωθα την ανάγκη να μιλήσω για αυτό. Όταν νιώθεις πως σε αγγίζει προσωπικά το θέμα που πραγματεύεσαι, είσαι περισσότερο δοσμένος σε αυτό».
Το προσωπικό ενδιαφέρον, το οποίο αποτελεί το κίνητρο, χρειάζεται να διαχωριστεί από την προσωπική άποψη. Για την ίδια όσα ανακάλυπτε κατά τη διάρκεια της έρευνας για την ταινία, της παρουσίαζαν ένα άλλο είδος μεταναστών. «Είμαι από τη Γιουγκοσλαβία και παρόλο που για κάποιους 'οι Σέρβοι είναι αδέρφια μας', υπάρχει ταμπέλα. Το στερεότυπο είναι πως οι γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη είναι sex workers. Έπρεπε λοιπόν να αποβάλω αυτό που ήξερα ή βίωνα και να βρω κάτι καινούργιο. Δεν προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό που ξέρω είναι αυτό που ισχύει. Ήθελα να μου αποδείξω, όχι πως έχω δίκιο αλλά πως έχω άδικο».
Μια προσπάθεια που δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη. Η έρευνα σε μια χώρα με τα δικά μας επίπεδα διαφάνειας και γραφειοκρατίας, δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητική, πόσω μάλλον όταν αφορά στοιχεία για τη μετανάστευση και τις συνθήκες αντιμετώπισης των μεταναστών. «Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα γνώσης. Υπάρχει το κουτσομπολιό, υπάρχει η αλήθεια, υπάρχει η αλλοιωμένη αλήθεια, υπάρχει η αλήθεια των πολιτικών. Η πραγματικότητα είναι πως ήταν ένα μπέρδεμα, ένα κουβάρι πληροφοριών. Ποιος έλεγε ψέματα; Ποιος την αλήθεια; Ποιος είχε συμφέροντα και ποια; Τι αναφέρεται στο νόμο; Ποια είναι η εφαρμογή του; Πολύ δύσκολο να βγεις από μέσα. Στην ταινία υπάρχει αυτή η αίσθηση της σύγχυσης η οποία αφορά τα επιδόματα. 'Παίρνουν έξι χιλιάδες ευρώ το μήνα;'. Δείχνουμε αυτό ακριβώς το μπέρδεμα. Το ότι μια κουβέντα μπορεί να ταξιδέψει και να καθορίσει τα πιστεύω μεγάλης μερίδας ανθρώπων. Θα έπρεπε να είναι έτσι μπερδεμένα; Δεν ξέρω. Σίγουρα αν ήταν πιο συγυρισμένα να μην υπήρχε αυτή η επιθετικότητα».
Η υποδοχή της ταινίας στα φεστιβάλ όπου φιλοξενήθηκε (Τέξας, Θεσσαλονίκη, Ρότερνταμ, Κύπρος) ήταν πολύ όμορφη. Στη Θεσσαλονίκη ιδιαίτερα. Ενδεχομένως γιατί ήταν η γλώσσα, η οικειότητα, το θέμα, το ότι γνωρίζουν από πρώτο χέρι πως έχουν αναλυτική σκέψη. Οι κριτικές είναι πολύ καλές. Για την Iva «ανεξάρτητα από την υποδοχή σε φεστιβάλ και τις καλές κριτικές, αυτό που ήθελα ήταν να δημιουργήσω αυτή την ταινία για την Κύπρο και τους Κυπρίους. Θα ήθελα να 'μιλήσει' στον Κύπριο θεατή. Δεν μιλώ για την Κύπρο ως 'μια από τους άλλους'. Όχι, η Κύπρος είναι η πατρίδα μου. Η Κύπρος είναι η χώρα στην οποία ζει η οικογένειά μου. Αυτό που ήθελα ήταν να δείξω μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που βιώνει ο μέσος Κύπριος, του οποίου η καθημερινότητα δεν περιλαμβάνει αυτή την κατάσταση. Αν ένας άνθρωπος βιώσει αυτή την εμπειρία και τη μετουσιώσει σε αλλαγή, τότε η ταινία μετατρέπεται σε επιτυχία».
Την ρώτησα τι απόλαυσε περισσότερο από το ταξίδι που της προσέφερε η ταινία. «Το πιο όμορφο κομμάτι αυτού του ταξιδιού είναι οι συζητήσεις με τον κόσμο που γνωρίζεις. Με αυτούς που μιλάς, που συζητάς, που περνάς χρόνο. Συνδέεσαι με ανθρώπους και τα πάντα έχουν σκοπό».
Το επόμενο project της θα είναι για τη Σερβία. Την ρωτώ αν θα επιδιώξει χρηματοδότηση μέσω του IdiGoGo όπως έκανε και για το «Evaporating Boarders». Ελπίζει πως οι καλές κριτικές της παρούσας θα της εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της επόμενης, αλλά ακόμη και αν δεν γίνει έτσι, «όταν είσαι παθιασμένος για κάτι, δεν χρειάζεσαι χρήματα. Αν θέλεις να γίνει, θα γίνει. Δεν μπορώ να ανησυχώ για τα χρήματα. Αυτό είναι το τελευταίο. Θα έρθουν. Όταν τα χρειαστώ θα έρθουν».
Δεν ξέρω πώς να κλείσω το κείμενο για τη γνωριμία μου με την υπέροχη Iva, για αυτό θα δανειστώ τη ρήση του W.E.B. Dubois «who shall let this world be beautiful?».