Μου είπε καλημέρα κι ο χώρος γέμισε με αόρατα σύννεφα βότκας. Ξεκίνησε και μου ‘λεγε πως θα στείλει μια γυναίκα, φίλη του, για να δω μια συσκευή της που έχει πρόβλημα κι αν μπορέσω, να την επιδιορθώσω. Του είπα πως θα την εξυπηρετήσω όταν έρθει.
«Είναι Kυπραία ρε, είναι εντάξει» είπε, τάχα μου, για να με καθησυχάσει. Τα σύννεφα βότκας πλήθαιναν και κόντευαν να με πνίξουν.
«Κυπραία, Τουρκάλα τι με κόφτει ρε;». Ο πρώην υπάλληλος του συγγενή είναι Ρουμάνος.
Νομίζω πως στο εργαστήριο μπήκε περισσότερο για να προστατευθεί από τη βροχή παρά για να μου ανακοινώσει για τον υποψήφιο πελάτη.
Άνοιξε την πόρτα όμως κοντοστάθηκε. Άρχισε και μου αριάδιαζε κάτι δικά του. Για τη γυναίκα του που τη χτύπησε ένα αμάξι. Για το παιδί του και το σχολείο του, για τα πεθερικά του. Για να είμαι ειλικρινής, δεν του έδινα και ιδιαίτερη σημασία. Κουνούσα απλώς το κεφάλι μου προσποιούμενος πως τον συμπονούσα.
«Την πένσα που σου δάνεισα τα χριστούγεννα ξέχασες να την επιστρέψεις» τον διέκοψα ξαφνικά.
«Σε μια ώρα θα στην επιστρέψω. Ok;».
«Οκ».
«Λοιπόν, φεύγω. Να πάει να γαμηθεί η βροχή» συνέχισε.
Δεν του απάντησα.
«Μήπως έχεις ένα ευρώ;» συμπλήρωσε.
«Πάλι ρε;».
«Για να πάρω το λεωφορείο».
Έβαλα το χέρι στη τσέπη. Καβάλησε το ποδήλατο και έκανε να φύγει. Η ώρα δεν είχε πάει οκτώ. Το πρωί.
«Να προσέχεις ρε» του φώναξα μέσα από το τζάμι.