Η Μαρία Πιριπίτση διάβασε στο βιβλίο «Ο κύκλος της σιωπής» (Εκδόσεις Ψυχογιός), της Μαρίας Τσακίρη, την αληθινή ιστορία της Ιφιγένειας.
«Είμαι ένας άνθρωπος που πολύ εύκολα μπορεί να διαβάσει κάποιος αν έχει τη διάθεση… Που μου αρέσει να χαμογελώ το πρωί στους γύρω μου, κι ας μην τους γνωρίζω… Που δίνω τη ψυχή μου γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη… Είμαι ένας άνθρωπος που προσφέρω χωρίς να ζητάω ανταπόδοση… Είμαι ένα ανοιχτό βιβλίο.
Είμαι όμως κι ένας άνθρωπος που για να σε αφήσω να διαβάσεις όλα αυτά που κάνουν εμένα, ΖΗΤΑΩ από σένα να με αφήσεις ελεύθερη να τα εκφράζω! Αλλιώς, το βιβλίο αυτό κλείνει εδώ για σένα…»
Ιφιγένεια
«Μα τι τόσο σημαντικό έχει η ζωή σου για να γίνει βιβλίο;» ρώτησε αυθόρμητα την Ιφιγένεια η συγγραφέας. Τη δική μας πλέον Ιφιγένεια, με τη διαβολεμένη ψυχραιμία και το προκλητικό θάρρος, μα συγχρόνως μια απελπιστικά μελαγχολική και θλιμμένη γυναίκα με παγωμένη ψυχή που τολμά να σε κοιτάξει κατάματα και να σου μιλήσει για εκείνη τη σχέση ντροπής με τον ΠΑ-ΤΕΡΑ της και για όλα όσα στιγμάτισαν την ύπαρξή της.
«Τσιμουδιά είπα... Μην τολμήσεις ν’ ανοίξεις το στόμα σου».
Και εδώ είναι που αποχαιρέτησε για πάντα την ανέμελη ξέγνοιαστη παιδικότητά της. Η αιφνίδια εισβολή στο κορμί και στη ζωή της, γκρέμισε τα όνειρά της. Όνειρα γερασμένα, ξοφλημένα μόλις στα 9 της χρόνια. Κανένα δικαίωμα, για κανένα όνειρο. Ο φόβος είχε κυριέψει την ψυχή της, οι σκηνές που ζούσε ούρλιαζαν σαν σειρήνες στο μυαλό της, με μόνη της παρηγοριά να της θυμίζει έστω και για λίγο την χαμένη αθωότητα η αγκαλιά της μοναδικής φίλης που μπορούσε να πει τα αμέτρητα «φοβάμαι», η Τυρολέζα, δώρο της νονάς, πάντα δίπλα της, βουβή και λυπημένη.
Ο ρόλος της μάνας ανύπαρκτος, ευνουχισμένος. Προσπερνούσε, περιφρονώντας τον τρόμο σε εκείνα τα δυο παιδικά ματάκια που ήταν βαθιά θλιμμένα και αποζητούσαν έντονα τη σωτήρια παρέμβασή της, αγνοώντας τη λαβωμένη ψυχή του παιδιού και μετέπειτα επιρρίπτοντάς της συνεχώς ευθύνες πως το ήθελε αυτό που γινότανε.
Σιγά-σιγά όμως το μυαλό άρχισε να λειτουργεί αντίστροφα και επικίνδυνα. Η θλίψη και ο πόνος μετατράπηκαν σε οργή. Αυτός έπρεπε να πονέσει περισσότερο απ’ όσο πόνεσε η ίδια. Ήθελε να τον εξοντώσει να τον εκδικηθεί, αφού έτσι και αλλιώς η εκδίκηση πάντα είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, έχοντας όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση περιμένοντας τη στιγμή ώστε να είναι αμείλικτη.
Η ζωή όμως έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και πάντα δίνει τη δική της λύση, βάζοντας φρένα στα σενάρια του μυαλού της για να την προστατέψει και φέρνοντάς τα με τέτοιο τρόπο που ο πατέρας καταδικάζεται και βρίσκεται πίσω από τα σίδερα της φυλακής που αν και ήταν μια ανάσα ελευθερίας και δικαίωσης ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένη.
Για να ξεκόψει εντελώς η Ιφιγένεια με το παρελθόν και να προχωρήσει ήθελε εξηγήσεις. Ήθελε να μάθει «γιατί;» και «γιατί εμένα;» .Ήθελε να ξεριζώσει τη σαπίλα από τη ζωή της. Αμέτρητα αναπάντητα «γιατί» που την στοίχειωναν και παρά το γεγονός ότι ήταν πάντα πίσω από τα σίδερα, κάθε φορά που τον αντίκριζε, τα αισθήματα της ήταν παρόμοια με εκείνα που βίωνε τα χρόνια των βιασμών: Φόβος, τρόμος, οργή, μίσος, εκδίκηση.
Ακροβατώντας ανάμεσα στις πέντε κακοποιημένες από τον πατέρα της αισθήσεις η Ιφιγένεια προσπάθησε να επιβιώσει. Όλες οι πόρτες κλειστές αφού πάντα ήταν σε λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή. Χάθηκε μέσα σε λάθος επιλογές, όχι επειδή πήρε τη ζωή λάθος, αλλά επειδή η ζωή την προσπερνούσε οδηγώντας την στο χείλος του γκρεμού.
Η θέληση, όμως, για ζωή αποδείχθηκε πιο δυνατή από την ίδια τη ζωή της Ιφιγένειας!