Η απολογία ενός Κύπριου δασκάλου
Ένας δάσκαλος στην Κύπρο, πλησιάζοντας προς το κύκνειο άσμα της καριέρας του, κοιτάζει πίσω, βλέπει τη ζωή του στη «δασκαλιτζιή» και γράφει ένα κείμενο που αξίζει να διαβάσεις. «Δασκάλου Απολογία» είναι ο τίτλος του.
«Ποιάν μεν εντύπωση σας έκαμαν οι λόγοι των κατηγόρων μου, ώ άντρες και γυναίκες της Κύπρου δεν ξέρω. Το βέβαιον είναι ότι εγώ ο ίδιος, με τόσα που άκουσα, σχεδόν λησμόνησα τον εαυτόν μου, πιστεύοντας για μια στιγμή ότι δεν είμαι αυτός πού είμαι. Με τόσον πειστικό τρόπον μίλησαν. Και όμως ημπορώ να σας βεβαιώσω ότι καμιά σχεδόν αλήθεια δεν είπαν». (1)
Διορίστηκα στα 20 μου σε ένα χωριό στην επαρχεία. Ερχόμουν στο χωριό Σαββατοκύριακα και τρία απογεύματα για να μάθω στα παιδιά σας καλαθόσφαιρα. Το έκανα για τέσσερα χρόνια, δύο και δύο με ενδιάμεσα δυο στην ξενιτιά όπου έψηνα ψάρια με πατάτες. Ήρθα πίσω στο χωριό διότι σας το είχα υποσχεθεί πριν φύγω και διότι μεγάλωσα σε μιαν οικογένεια που ο «λος τ’ αδρώπου» είναι όρκος τιμής. Μαζί με τους πρώτους μαθητές μου κερδίσαμε δύο πρωταθλήματα των κέντρων νεοτήτων στη διάρκεια της δεύτερης μου θητείας. Μαζί σας ένιωσα την χαρά του να αθλείσαι εκπροσωπώντας μια υπαρκτή κοινότητα.
Έπαιρνα τα παιδιά μας κολύμπι στην πισίνα δίπλα από το σχολείο, χρόνια πριν τα προγράμματα ναυταθλημάτων. Ήπια την πρώτη μου χρονιά σαν δάσκαλος, στην γιορτή του αγίου Χαραλάμπους, 7 ποτηράκια ζιβανία που με κεράσατε στις 8 το πρωί -ως τάχα μου «έθιμο και θα μας προσβάλεις»- και έγινα «λουλούδι» ως τις 11. Τραγουδούσα με τα παιδιά μας και γελούσαμε. Περάσατε σχεδόν όλοι την επομένη να με περιπαίξετε.
Εσείς και τα παιδιά μας εμάθετέ με να σπέρνω, να θερίζω, να αλωνίζω, να αλέθω, να ζυμώνω και να τρώω το πιο γλυκό ψωμί στον κόσμο.
Γέλασα και έκλαψα μαζί σας και με τα παιδιά μας, θάψαμε παππούδες και γιαγιάδες μαζί και για πρώτη φορά στην ζωή μου έφαα -κυριολεκτικά ψωμί και άλας, έξω από την κηδεία.
Έπαιξα ποδόσφαιρο στην ομάδα του χωριού σας, φτάσαμε ως τον τελικό και χάσαμε. Σας χάρισα την δροσιά της νιότης μου και με ανταμείψατε με κάτι πιο μεγάλο: Την αγάπη μιας κοινότητας. Σας κουβαλώ παντού μαζί μου.
Στα τριάντα μου ήρθα στο κέντρον της πρωτεύουσας σας. Εγώ και οι οικονομικοί πρόσφυγες.
Μαζί με τους συναδέλφους μου και σας εκάμαμεν προγράμματα για τα παιδιά μας. Πηδούσα το κάγκελο δύο φορές την εβδομάδα το απόγευμα μαζί με τους μαθητές μου για να τους κάμω αθλοπαιδιές. Δημιούργησα ομάδες για ενήλικες, βοήθησα να γίνει το σχολείο ένα κέντρο μάθησης τα απογεύματα. Νοικίασα διαμέρισμα στην γειτονιά, έγινα δάσκαλος και γείτονάς σας.
Συγκρούστηκα με ρατσιστές, προστάτευσα τα παιδιά μας από την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία που συνόδευε την παρουσία σας. Κεφαλοκλείδωσα κάποιον που απείλησε τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών μας. Ναι κυριολεκτώ.
Μαζί με τους συναδέλφους μου καταγγείλαμε ανωτέρους μας που παραβίασαν κάθε αίσθηση παιδαγωγικής. Μαρτύρησα υπέρ μαθητή μου ενάντια σε ανώτερο που ήθελε να βγάλει το παιδί ψυχοπαθή. Βίωσα την πλήρη απώλεια στήριξης για τον αγώνα μας από συνδικαλιστές και ανωτέρους. «Γιατί δεν φεύγετε να ησυχάσετε»; μας έλεγαν.
Έφερα τα παιδιά μου στο σχολείο σας διότι έτσι έμαθα από μικρός: «Τζιαμαί που μιλάς τζιαμαί να βάλλεις τζιαι τον πούντον σου!».
Σας χάρισα την πρώτη μου ωριμότητα. Μου χαρίσατε κάτι απείρως πιο σπουδαίο: Γαληνέψατε τον πρόσφυγα μέσα μου.
Στα σαράντα μου δούλεψα για πρώτη φορά σε σχολείο με ειδική μονάδα. Δεν είχα ιδέα τι να κάνω τα παιδιά που εντάσσονταν στην τάξη μου. Ιδέα. Κανένας δεν με είχε προετοιμάσει, κανένας δεν μου είχε μάθει τίποτε, Πτου ξαν’ απ’ αρχής να κάμνω «πάουερπόιντ πρεζεντέϊσιονς» για να μπορούν τα παιδιά να παρακολουθούν μέσα από εικόνες.
Είδα τι σημαίνει αναλγησία ξανά όταν η δεύτερη ειδική μονάδα που προσφυγοποιήθηκε από άλλο σχολείο δεν έβρισκε χώρο διότι τα «καλά σχολεία» της περιοχής δεν την ήθελαν. Ο διευθυντής μου ήβρεν. Ορκίστηκα όσον γίνεται να τον ακολουθώ ώσπου να αφυπηρετήσει ή να μετατεθώ. Είμαι και τώρα μαζί του.
Έγραψα για την αναλγησία αυτή προσπαθώντας να βοηθήσω στο μέτρον του δυνατού να γίνει κάτι. Ο μαθητής μου που κάποιοι βαφτίσατε «αδύνατον να μάθει» και που λέγατε τους γονείς του «πελλούς και ιδιότροπους» έχει σήμερα αριστεύσει.
Σχετικά άρθρα: Ο Κωνσταντίνος είναι ο συνοδός του Νικόλα, ενός άριστου μαθητή με εγκεφαλική παράλυση
Η μικρή μου κόρη με ακολούθησε και αποφοίτησε από το σχολείο σας. Η καλύτερη της φίλη ήταν μια «Ρουμάνα». Όταν γύρισαν οριστικά πίσω στην χώρα τους, τους πήρα με το διπλοκάμπινο του πατέρα μου στο αεροδρόμιο. Έκλαια με αναφιλητά σε όλη την επιστροφή. Έχω ακόμη το πουλουκκούδιν που μου χάρισε η μαθήτριά μου.
Σας χάρισα την όψιμη μου ωριμότητα. Εμάθετέ με τα έθιμα σας, έμαθα σας να σύρνετε λουκουμάδες πάνω στη στέγη. Μάθαμε όλοι μαζί να απαγγέλουμε στη νοηματική.
Στα σχεδόν -ηντα μου πήγα στην άλλη πλευρά της πόλης. Σαν να ξεκίνησε το ταξίδι μου από την Δύση και να πηγαίνει προς την Ανατολή. Το αντίθετο με την καριέρα μου.
Εκάμαμεν ομάδες ποδοσφαίρου, πρωτάθλημα, έκαμνα τον διαιτητή τα διαλείμματα, εμαγειρέψαμεν και εφάγαμεν μαζί, εσυνάξαμεν ελιές, εγράψαμεν στον Γιάννην τον Αντετοκούνμπο -δεν μας απάντησεν ακόμα. Και εγελάσαμεν. Εγελάσαμεν σε βαθμό κλαμάτων. Είπα σας ότι τα παιδιά μας είναι που τες καλύτερες ψυχές που έχω συναντήσει. Γράφω σας το να το δείτε και γραμμένο.
Τα παιδιά σας επεριπαίζαν με: «Κύριε είσαι κκέλης, κύριε είσαι πασιής», πρόσφατα είπαν μου ότι επάσστηνα… Άκουσα που το στόμαν τους τις προσφωνήσεις: «Παπά, μάμα, θείε, παππού». Τούτο το τελευταίο ανάγκασε με να κόψω τα γένια.
Αντιμετώπισα νέες προκλήσεις. Τα παιδιά μας που είναι όλη μέρα μπροστά στα κινητά και τα τάμπλετ δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τα στεγνά μαθήματα. Κάμαμε ενότητες ενδιαφερόντων μάθαμε για τις ιστορίες των οικογενειών μας, τον αθλητισμό, το φαΐ, τους πρόσφυγες, τον πόλεμο.
Είδα τα παιδιά μας να αγκαλιάζουν τους νέους πρόσφυγες με έναν τρόπο που μόνον τα παιδιά ξέρουν να κάνουν. Είδα κάποιους από εσάς να ανοίγετε τα σπίτια σας και να ανανεώνετε την ελπίδα μου, την ανθρωπιά μας.
Μέσα στο σκοτάδι της απόγνωσης εχαρίσετε μου Ελπίδα. Θα σας ευγνωμονώ αιώνια.
Πλησιάζοντας προς το κύκνειο άσμα της καριέρας μου και κοιτάζοντας πίσω βλέπω μια ζωή γεμάτη. Η Δασκαλιτζιή εχάρισεν μου πολλά πιο πολλά από όσα ποτέ της έδωσα.
Τα όσα έκαμα με την Δασκαλιτζιήν μαζί σας και με τα παιδιά μας με διαμόρφωσαν στον άνθρωπο που είμαι σήμερα.
Έκαμεν με παίκτη, προπονητή, συγγραφέα, ηθοποιό, σκηνοθέτη, πατέρα, μάνα, παππού, θείο, φίλο, γείτονα, χωρκανό, αγωνιστή, δικηγόρο. Έκαμεν με Δάσκαλο. Για τις ώρες που εδούλεψα, τα πράματα που έκαμα, τα αισθήματα που ένιωσα, δεν απολογούμαι σε κανέναν.
Έτσι ώ άντρες και γυναίκες Κύπριοι δεν αντρέπουμαι να το φορώ το Δασκαλλίκην με καμάρι. Δεν φακκώ πενιάν για την κριτική των όποιων από εσάς. Δεν περιμένω ούτε ανταμοιβή ούτε και μπράβο για όσα η ψυσιή μου και το δαιμόνιο του Σωκράτη με ώθησε να πράξω. Ούτε λεφτά και σίγουρα ούτε την αναγνώρισήν σας. Εισέπραξα τόσην Αγάπην στη δουλειά μου που αρκεί με για δύο ζωές. Και θα συνεχίσω να πορεύομαι με την ίδια πυξίδα ό, τι και αν αποφασίσουν οι αυταρχικοί αλαζόνες που μας κυβερνούν. Στον πούντον μου. Ώσπου αντέξω…
Για τις παραλείψεις μου απολογούμαι κάθε χρόνο στα παιδιά σας πριν τα στείλω στο Γυμνάσιο. Για τις όσες φορές τα στενοχώρησα, για τις όσες φορές τα αδίκησα έχω και το ήθος και την ειλικρίνεια να τους απολογηθώ. Και να αφήκω τα μάθκια μου να τρέξουν μπροστά τους, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που αγαπιούνται μεταξύ του τους και που αποχαιρετιούνται μέσα που την καρκιάν τους.
«Κι εγώ περίμενα από εσάς ώ άντρες και γυναίκες Κύπριοι να απολογηθείτε». (2)
Και επειδή κάποιοι από εσάς πείθεστε από το δηλητήριο των κατηγόρων μου και νομίζετε ότι βγήκα στους δρόμους μέσα στον λάλλαρο για να διαμαρτυρηθώ επειδή τάχαμου θα δουλεύκω μιαν ώρα παραπάνω προτείνω σας να με τιμωρήσετε ως εξής:
«Είτε σας ευεργέτησα είτε σας ζήμιωσα να με βάλετε τώρα που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Έτσι και σεις θα ασφαλιστείτε από μένα και εγώ θα ξεκουραστώ από εσάς. Και να αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές και αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες ευλαβικά στο άγιο φίδι του Ερέχθειου, τον γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο». (3)
Σόλων Αντάρτης / solon_antartis@yahoo.com
Πηγές:
1. Η αρχή της απολογίας του Σωκράτη σε ελεύθερη μετάφραση και λογοπαίγνιο του γράφοντος.
Από:
Πλάτωνα η Απολογία του Σωκράτη σε μετάφραση Παύλου Νιρβάνα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1977, σελ.25
2. Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, Κώστα Βάρναλη, Κέδρος, 1974 σελ. 38
3. Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, Κώστα Βάρναλη, Κέδρος, 1974 σελ. 39
Διάβασε επίσης: Άκου γονιέ...