Ο Πάιρατ Σουντούνπ, υπεύθυνος διοικητικών και οικονομικών του ναού, δήλωσε στο Associated Press ότι ο αδελφός της γυναίκας την είχε μεταφέρει από την επαρχία Πιτσανουλόκ, πεπεισμένος ότι είχε πεθάνει.
«Καθώς συζητούσαμε τη διαδικασία αποτέφρωσης, ακούστηκε ένα αχνό χτύπημα από μέσα», είπε. «Ζήτησα να ανοίξουν το φέρετρο. Όλοι μείναμε άφωνοι όταν είδαμε ότι άνοιγε λίγο τα μάτια και χτυπούσε το πλάι. Φαίνεται πως προσπαθούσε να μας ειδοποιήσει για ώρα».
Η γυναίκα είχε θεωρηθεί νεκρή δύο ημέρες νωρίτερα.
Σύμφωνα με τον Σουντούνπ, ο αδελφός της εξήγησε ότι η γυναίκα ήταν κατάκοιτη τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόσφατα η υγεία της είχε επιδεινωθεί και, όταν σταμάτησε να ανταποκρίνεται και έδειχνε να μην αναπνέει, θεώρησε ότι είχε πεθάνει. Την τοποθέτησε σε φέρετρο και ξεκίνησε για την Μπανγκόκ, καθώς εκείνη είχε εκφράσει την επιθυμία να δωρίσει τα όργανά της.
Ωστόσο, το νοσοκομείο όπου απευθύνθηκε αρνήθηκε να παραλάβει το σώμα, επειδή δεν υπήρχε επίσημο πιστοποιητικό θανάτου. Ο ναός, που προσφέρει δωρεάν υπηρεσίες αποτέφρωσης, επίσης αρνήθηκε να προχωρήσει χωρίς το απαιτούμενο έγγραφο. Καθώς ο υπεύθυνος εξηγούσε τη διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού, ακούστηκαν οι χτύποι που οδήγησαν στο άνοιγμα του φέρετρου.
Οι υπεύθυνοι προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες και τη μετέφεραν στο κοντινότερο νοσοκομείο. Ο Σουντούνπ ανέφερε ότι ο ηγούμενος του ναού δεσμεύτηκε να καλύψει τα ιατρικά της έξοδα.