Καλλιτεχνικό πνεύμα, ο Άντρος Ευσταθίου εκτός από εξαιρετικός φωτογράφος είναι και ο ιδιοκτήτης του πολυχώρου Is not gallery, στην παλιά Λευκωσία. Ένας άνθρωπος με έντονες απόψεις, που προβληματίζεται για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του και που δηλώνει αισιόδοξος για το μέλλον, φτάνει να θυμηθούμε, όπως λέει, από πού ερχόμαστε και ποιοι είμαστε.
«Ποτέ δεν σκέφτηκα να ανοίξω γκαλερί. Προέκυψε. Άλλος ήταν ο στόχος μου όταν βρήκα αυτόν το χώρο. Αφού επέστρεψα απ’ την Αθήνα, άρχισα να εργάζομαι ως φωτογράφος εδώ στη Λευκωσία, και για πολύ καιρό ήμουν στο ψάξιμο για το κατάλληλο στούντιο. Εντόπισα λοιπόν τον χώρο αυτό στην παλιά πόλη της Λευκωσίας και λέω ‘Εδώ είμαστε’. Καθώς ήμουν στα τελειώματα της ανακαίνισης, με επισκέφτηκαν ο ηθοποιός Μάριος Ιωάννου και ο σκηνοθέτης Achim Wieland, τους οποίους γνώριζα και οι οποίοι δούλευαν τότε πάνω σε μία εξαιρετική παράσταση τον Βόιτσεκ. Ενθουσιάστηκαν με τον χώρο και παρέμειναν για μήνες εδώ. Εγώ σκεφτόμουν πως με το που τέλειωνε το θεατρικό θα έστηνα το στούντιό μου. Κατά την διάρκεια των παραστάσεων είχε έρθει πολύς κόσμος στον χώρο, μεταξύ των οποίων και πολλοί καλλιτέχνες. Άρχισαν να ρωτούν για τον χώρο, να έρχονται με προτάσεις για εκθέσεις και δραστηριότητες. Με έπαιρνε τηλέφωνο κόσμος τότε για να με ρωτήσει ‘Τι είστε, αφού δεν είστε γκαλερί;’, απαντούσα κι εγώ πως ούτε εμείς ξέρουμε τι είμαστε, κοπιάστε και βλέπουμε. Ο χώρος μετατράπηκε μόνος του σε πολυχώρο. Η ‘is not gallery’ απ’ εκεί πήρε το όνομά της. Γκαλερί ακριβώς δεν ήταν, το στούντιο -που ήθελα- δεν έγινε ποτέ, οπόταν καταλήγουμε… εδώ που είμαστε σήμερα».
«Την παλιά Λευκωσία την αγάπησα με το που πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα για να ζήσω και να δουλέψω. Ξέρεις, είμαι απ’ την Πάφο κι έχω μεγαλώσει μες στην θάλασσα, οπόταν είμαι λίγο σνομπ! Πάντα θεωρούσα την Λευκωσία μια άσχημη πόλη χωρίς κανένα ενδιαφέρον, μέχρι που την περπάτησα να με ιντρίγκαρε το παλιό και παραμελημένο τότε κομμάτι της. Δεν μπορούσα να καταλάβω, τότε, γιατί όλος ο κόσμος μαζευόταν στην Μακαρίου για παράδειγμα. Θυμάμαι όταν βρήκα αυτό τον χώρο, ο κύκλος και η παρέα μου, μου έλεγαν ‘Τι πας να κάνεις εκεί;’».
«Κάτοικος Λευκωσίας για χρόνια τώρα, η πιο κλισέ απάντηση που θα μπορούσα να δώσω στην ερώτηση ‘Τι σου λείπει απ’ την Πάφο;’ θα ήταν ‘Η θάλασσα’. Ε, ναι, είναι η θάλασσα αλλά, ξέρεις, μου λείπει κι η αυθεντία των ανθρώπων της Πάφου. Η άνεση, η ανυπαρξία των κόμπων στις μεταξύ τους σχέσεις… ».
Οι Κύπριοι ξεχάσαμε από πού ερχόμαστε. Κι αυτό είναι πρόβλημα, να ξεχνάς το παρελθόν και τα βιώματά σου. Να τα τοποθετείς κάπου απέναντί σου, σαν να τα έζησε κάποιος άλλος
«Νομίζω πως οι Κύπριοι ξεχάσαμε από πού ερχόμαστε. Κι αυτό είναι πρόβλημα, να ξεχνάς το παρελθόν και τα βιώματά σου. Να τα τοποθετείς κάπου απέναντί σου, σαν να τα έζησε κάποιος άλλος. Κλασσικό παράδειγμα, να σου σερβίρουν σαλιγκάρια σε γαλλικό εστιατόριο και να νομίζεις ότι τρως την σούπερ γκουρμεδιά. Μα ο κόσμος ανέκαθεν έτρωγε… καραόλους στην Κύπρο, δεν μπορώ να καταλάβω τον ενθουσιασμό. Μ’ αρέσει να δίνω παραδείγματα απ’ την κουζίνα γιατί είναι η μεγάλη μου αγάπη. Κοίτα, έχουμε ρίζες, έχουμε αναφορές, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα ξεχάσαμε όλα αυτά για τόσα χρόνια».
«Παρόλα αυτά, νιώθω πως επιστρέφουμε αργά και σταθερά στις ρίζες μας, εμείς η ‘γενιά του χρηματιστηρίου’. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Κύπρο αλλά γενικότερα στην Ευρώπη. Όταν υπάρχει κορεσμός, όταν όλα έγιναν, ειπώθηκαν, τι σου μένει παρά να επιστρέψεις σ’ αυτό που γνωρίζεις καλύτερα; Και τι άλλο είναι αυτό, αν δεν είναι ο εαυτός σου; Το ξένο, το δοτό, θα είναι πάντα απλά μια κόπια, ένα κακό αντίγραφο. Δες την τέχνη. Την αγοράσαμε και μάλιστα την αγοράσαμε ακριβά την σύγχρονη τέχνη. Χωρίς να ξέρουμε γιατί. Κι όταν την χορτάσαμε και στέρεψαν την ίδια ώρα και τα χρήματα, προσγειωθήκαμε. Χρειάζεται μνήμη του βιώματος για να φτιάξεις, ή για να αποκτήσεις, κάτι αυθεντικό. Μόνο έτσι μπορείς να προσθέσεις κάτι περισσότερο στο προϋπάρχον. Έχω την εντύπωση πως ο κόσμος αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε απ’ το δήθεν… ».
«Κάποτε πουλούσαμε τέχνη της… μόδας. Της επένδυσης. Τώρα παρατηρώ ένα νέο και φρέσκο κοινό που έχει άποψη και θέλει να δώσει χρήματα για να αποκτήσει κάτι που του μιλάει. Έγινε πιο επιλεκτικό. Η is not gallery απευθύνεται σ’ αυτό το κοινό, που δεν είναι αυτό που λέμε ‘αππωμένο’ αλλά που έχει παιδεία».
Αν δεν παλέψεις τι θα κάνεις; Θα κάτσεις να περιμένεις να ξαναζήσεις την εποχή του χρηματιστηρίου που ότι έβγαινε στο παζάρι… αγοραζόταν; Δεν γίνεται. Ο καλλιτέχνης πρέπει να παράγει έργο, να μην εξαφανίζεται.
«Κοίτα, οι πλείστοι καλλιτέχνες είναι μες την μουρμούρα. Δεν είμαστε και τα πιο εύκολα άτομα. Το πρόβλημα όμως που παρατηρώ στην Κύπρο είναι πως οι νέοι καλλιτέχνες δεν δουλεύουν πια. Πως τους άγγιξε με λάθος τρόπο η οικονομική κατάσταση που επικρατεί και δεν κάθονται να αφοσιωθούν στην τέχνη τους. Προσωπικά το θεωρώ λάθος. Κι εγώ είμαι καλλιτέχνης, ούτε σ’ εμένα αρέσει αυτή η κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια αλλά, την προσωπική μου φωτογραφική δουλειά, πέραν της is not gallery, δεν μπορώ να την αφήσω πίσω. Αν δεν παλέψεις τι θα κάνεις; Θα κάτσεις να περιμένεις να ξαναζήσεις την εποχή του χρηματιστηρίου που ότι έβγαινε στο παζάρι… αγοραζόταν; Δεν γίνεται. Ο καλλιτέχνης πρέπει να παράγει έργο, να μην εξαφανίζεται. Βλέπω την αντίθεση με την Ελλάδα, που πέρασε και περνάει χειρότερα από μας εδώ. Δέχομαι καθημερινά προτάσεις από νέους Ελλαδίτες καλλιτέχνες, που στέλνουν την δουλειά τους και την επικοινωνούν. Στην Κύπρο παρατηρώ μια μιζέρια, μια στασιμότητα».
«Το πρότζεκτ με το αεροδρόμιο ήταν κάτι που με απασχόλησε για καιρό και ακόμα με απασχολεί. Ήταν μια δουλειά που με άγγιξε βαθιά. Αφού την ολοκλήρωσα, την είχα εκθέσει εδώ στην Κύπρο. Πήγε καλά, ήρθε πολύς κόσμος, συγκινήθηκε, αρκετός έκλαψε… Παρόλα αυτά παρατήρησα πως κανένας κρατικός φορέας δεν ενδιαφέρθηκα να μάθει δυο πράγματα παραπάνω για το συγκριμένο που θεωρώ ότι πέραν της καλλιτεχνικής του πλευράς, διαθέτει και μια πολιτική χροιά. Μετά από δύο χρόνια, με πήραν τηλέφωνο απ’ το Μουσείο Σύγχρονης Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης και μου ζήτησαν την συγκεκριμένη δουλειά για να την δουν. Μου πρότειναν έπειτα να λάβω μέρος στην Μπιενάλε με την συγκεκριμένη δουλειά και την κράτησαν για την μόνιμη συλλογή τους. Ακολούθησαν δημοσιεύματα, συνεντεύξεις και άλλα, παρόλα αυτά δεν είχα ποτέ απάντηση να τους δώσω –στην Ελλάδα τουλάχιστον- όταν με ρωτούσαν «Γιατί δεν εκμεταλλεύτηκε κανένας κρατικός φορέας της Κύπρου αυτή τη δουλειά;». Δεν με νοιάζει όμως, ταξίδεψε και ταξιδεύει αλλού».
«Το κεφάλαιο ‘Πολιτισμός’ στη χώρα μας αφορά σε μία πονεμένη ιστορία. Ναι, υπάρχουν και αξιόλογες προσωπικότητες στα αρμόδια υπουργεία, που αγαπούν την τέχνη και κάνουν την δουλειά τους σωστά, αλλά σκοντάφτουν πολύ συχνά σε διάφορες διαδικασίες και σε πρόσωπα που ευθύνονται για τις τελικές αποφάσεις».
Οφείλουμε να κυνηγούμε τα πράγματα, να μην μιζεριάζουμε και να προχωρούμε. Δεν έχει κάτι άλλο για να πάμε μπροστά
«Η μεταπολεμική γενιά έχει ένα δυνατό υπόβαθρο και παρόλο που έχασε την καθαρότητά της σε κάποια φάση, είμαι σίγουρος ότι θα ξαναβρεί τον δρόμο της. Πρέπει να κάτσει ο καθένας από μας να σκεφτεί και να επαναπροσδιοριστεί. Να δει τι έτρωγε, τι έβλεπε και τι κατανάλωνε πριν από μία εικοσαετία. Να μιλήσει με νέα λόγια, αλλά να μην ξεχνάει από πού προέρχεται. Να ξαναβρεί την δυναμική του και σε σωστές βάσεις πια, να πάει παρακάτω. Οφείλουμε να κυνηγούμε τα πράγματα, να μην μιζεριάζουμε και να προχωρούμε. Δεν έχει κάτι άλλο για να πάμε μπροστά».