Τα άγνωστα πορνογραφικά ποιήματα του Σεφέρη [και ένα για την Κύπρο]

Ίσως πολλοί να πιστεύουν πώς διανύουμε μια από τις πιο έκκλητες περιόδους της ανθρωπότητας, όπου κάθε ίχνος ήθους και αρχών έχει εξανεμιστεί. 

 


Article featured image
Article featured image

Εντούτοις, τουλάχιστον όσον αφορά την τέχνη, υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν πώς τις τελευταίες δεκαετίες βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου εσωστρέφεια, έναν άκρατο πουριτανισμό και μια έξαρση συντηρητισμού.

Κάθε έργο που ασχολείται με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, χαρακτηρίζεται ως υπέρμετρα προκλητικό και όσοι το ακολουθούν ψευτοπροοδευτικοί και δήθεν.

Μια κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί ίσως από την υπερέκθεση και την υπερπροβολή της σεξουαλικότητας και την προσπάθεια επιβολής ενός πιο φιλελεύθερου τρόπου σκέψης.

Στην Κύπρο «τα μιλλωμένα» αποτελούσαν για χρόνια μέρος της τοπικής κουλτούρας και τέχνης, η οποία είχε εξέχουσα θέση σε συγκεκριμένες περιόδους, ως μέσο σάτιρας και ψυχαγωγίας του κόσμου. Λαϊκή ποίηση με βασικό άξονα τα γεννητικά όργανα και τις πράξεις αυτών.

Πέραν όμως από τα δημώδη ποιήματα/ιστορίες που διασκέδαζαν τον κόσμο, αρκετοί ήταν και οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές, οι οποίοι έγραψαν ποιήματα με «προκλητική» θεματολογία, που παρέμεινε όμως άγνωστη στο ευρύ κοινό για πολλά χρόνια.

Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος έγραψε τα «Εντεψίζικα» μια πορνογραφική συλλογή ποιημάτων, η οποία όμως εκδόθηκε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του το 1984.

Η σχετικά άγνωστη αυτή συλλογή, κυκλοφόρησε ελάχιστα και στο διαδίκτυο, ενώ ο Γιώργος Σεφέρης απέφυγε να δώσει τα όνομα του στην συλλογή, επιλέγοντας το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης.

Είναι μια πολυτελής έκδοση numéroté, μεγάλου σχήματος, 76 σελίδων, εξαιρετικά δυσεύρετή σήμερα, αφού εκδόθηκαν μόνο 440 αντίτυπα.

Στο απόσπασμα «ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ 1939 ‒ 1961» ο νομπελίστας ποιητής, ασχολείται με διάφορες ερωτικές ιστορίες που λαμβάνουν χώρα σε ελληνικά νησιά, μεταξύ αυτών και η Κύπρος, και συγκεκριμένα μια Κυρία από την Αμμόχωστο, η οποία είχε άγριες διαθέσεις.



«Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα· σαν ετσάκωνε ψωλή, τσ’ έκοβε την κεφαλή κράζοντας καυλωμένη: ‘Χαίρε, Αυγούστα!’»

Βαρώσια [1954;] 

 

*Με πληροφορίες από τη LIFO 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ