Αμήχανες στιγμές σε ένα «νυκτερινό κέντρο» στην Κύπρο του 2017

Που και που αναρωτιόμαστε: Υπάρχουν ακόμα καμπαρέ εν έτει 2017; Και αν ναι, τι ακριβώς γίνεται εκεί μέσα; Ποιοι συχνάζουν και για ποιο λόγο;

 


Article featured image
Article featured image

Τα ίδια ερωτήματα προφανώς απασχολούσαν και τον Γ., έναν αναγνώστη της CITY, ο οποίος κατέβηκε ένα βράδυ σε ένα υπόγειο και περιγράφει την εμπειρία του σε ένα mail που έστειλε προ λίγων ημερών, το οποίο και αναδημοσιεύουμε αυτούσιο.

 

«Αναρωτιόμουν καιρό, το σκεφτόμουν και το ανέλυα σε παρέες με φίλους που έχουν εμπειρίες, αλλά και με φίλους που -όπως κι εγώ- δεν είχαν παρόμοιες εμπειρίες.

Γιατί κάποιος σήμερα, σε μια εποχή που οι όποιες απολαύσεις προσφέρονται απλόχερα και δωρεάν, να επιλέξει να πάει σε ένα -παλαιού τύπου- καμπαρέ για να χορτάσει την «όρεξη» ή να ικανοποιήσει τη φαντασία του;

Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό εδώ και μέρες και προσπαθούσα να ψήσω μερικούς φίλους να πάμε σε έναν τέτοιο χώρο, για να σκιαγραφήσουμε το προφίλ των θαμώνων, να δούμε τον χώρο και όλα όσα συμβαίνουν αργά τη νύχτα σε διάφορα υπόγεια στα κέντρα των πόλεων.

Περάσαμε απ’ έξω και παρκάραμε λίγο πιο κάτω, ίσως από συστολή ή και φόβο μη μας εντοπίσει κανείς. Μια φωτεινή επιγραφή αναβόσβηνε επιβλητικά, με το όνομα του μαγαζιού και μια κοπέλα στην είσοδο –με πολύ ελαφριά ενδυμασία– μας καλούσε να περάσουμε μέσα. «Hello boys, how are you?».

Από την είσοδο ακόμη ένιωθες ότι έκανες ταξίδι στον χρόνο, εκεί στα 80s και τα 90s που όλα ήταν μια μεγάλη κόκκινη μοκέτα και καθρέφτες. Κατεβαίνοντας, διάχυτη ήταν η αμηχανία που είχαμε όλοι μας... Κάναμε χιούμορ για να αποσυμφορήσουμε την κατάσταση, αλλά δεν ήταν και τόσ εύκολο να παραμείνουμε cool.

 



5 με 6 γυναίκες κάθονται στο μπαρ και το μαγαζί άδειο. Ούτε pole dancing όπως συμβαίνει σε τέτοια μαγαζιά, ούτε περίεργοι τύποι να κοιτάνε, ούτε παρέες εφήβων, ούτε ηλικιωμένοι άντρες, ούτε ζευγάρια που προτιμούν πιο πικάντικες στιγμές διασκέδασης.

Καθίσαμε «πρώτο τραπέζι πίστα» και παραγγείλαμε ποτό. Όλα εκεί μέσα είχαν σταματήσει στο παρελθόν, μέσα εκεί μπορούσες να επιβεβαιώσεις κάθε στερεότυπο και εικόνα που είχες στο μυαλό σου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και μας πλησίασαν, ήθελαν κερασμένο ποτό για να καθίσουν μαζί μας.

- Από πού είσαι;

- Μολδαβία.

- Και πόσο καιρό είσαι Κύπρο;

- Τον Μάρτη, κλείνω ένα χρόνο.

- Σου αρέσει εδώ;

- Αν δεν μου άρεσε δεν θα έμενα εδώ.


 

Πληρωμένες απαντήσεις, ετοιματζίδηκες, από αυτές που δεν κάνουν κακό σε κανέναν και ικανοποιούν και τους περίεργους πελάτες που κάνουν ερωτήσεις για να δείξουν πώς νοιάζονται λίγο, πώς δεν είναι απ’ αυτούς που πάνε εκεί μόνο για να θρέψουν τις ορέξεις τους, αλλά και καλά έχουν και συναίσθημα.



- Δεν θα χορέψετε;

- Όχι, αν θέλεις χορό να πληρώσεις και να χορέψω private.

- Πόσο στοιχίζει αυτό;

- 50 ευρώ.

- Δεν κάνετε show γενικά, χορό στη σκηνή;

- Όχι πλέον, μόνο αν κεράσεις ποτό και πληρώσεις.


 

Έφυγε, την κοίταζα όπως απομακρυνόταν και περνούσαν χιλιάδες πράγματα από το μυαλό μου.

Δίπλα μου, πλησίασε τον φίλο μου μια άλλη κοπέλα. Αυτή έδειχνε πιο επίμονη. Επιχείρησε να κάνει μια περίεργη κίνηση. Της δώσαμε να καταλάβει ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα άλλλο. Δεν έφυγε όμως, έκατσε στη μέση και άρχισε να τρώει από τα pop corn που είχαμε μπροστά μας. Μιλούσε ελληνικά, και μάλιστα θύμωνε όταν της μιλούσαμε αγγλικά.

Ήταν και αυτή από τη Μολδαβία, αλλά είχε ήδη δύο χρόνια στο νησί απ' ότι μας είπε. Δεν είχε δουλέψει πουθενά άλλου, πρώτη φορά στην Κύπρο, συμπλήρωσε.

 

- Στη Μολδαβία τι έκανες;

- Έπαιρνα γάλα από κατσικάκια.

- Δική σου φάρμα ή υπάλληλος;

- Είχαμε δικά μας.

- Και γιατί έφυγες, σου αρέσει πιο πολύ εδώ;

- Ναι, είναι καλύτερα τα λεφτά.

- Γενικά, έχει κόσμο το μαγαζί;

- Έχει, απόψε όμως δεν ήρθαν ακόμη, έχει όμως πελατεία το μαγαζί, έρχονται οι άντρες.


 



Προσπαθούσε να μας πείσει να κεράσουμε ποτό, και όσο εμείς αρνιόμασταν, περισσότερο πείσμωνε.

 

- Εδώ έρχονται οι άντρες και πετάνε τόσα λεφτά, εσείς ούτε ένα ποτό;

- Μα δεν θέλουμε, ήρθαμε μόνο μια βόλτα και θα φύγουμε.

- Είσαστε gay;

- Όχι.

- Τότε γιατί; Να σου ανοίξω το πουκάμισο;



Σιωπή...

 

Έφυγε και καθίσαμε μόνοι μας να κοιτάμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να λέμε κουβέντα, κενό. Στο μπαρ, καθόταν πλέον ένα ζευγάρι, η κοπέλα μάλλον δούλευε εκεί αλλά αυτός δεν φαινόταν για πελάτης, πρέπει να ήταν το αγόρι της.

Γύρω το μαγαζί άδειο, τα μενού ανοιγμένα στα στολισμένα με κόκκινα και λευκά τραπεζομάντηλα και ψεύτικα λουλούδια τραπέζια.

Φύγαμε μετά από περίπου μιάμιση ώρα, μια μπύρα και μερικές κουβέντες σε σπαστά ελληνικά και αγγλικά.

Κοίταζα γύρω μου την ώρα που έφευγα, επεξεργαζόμουν τις λεπτομέρειες, προσπαθούσα να αντιληφθώ τους ήχους, τις μυρωδιές, την άγνωστη μουσική παρακμιακού μπαρ. Ένα κενό.

Σε όλη τη διαδρομή για την επιστροφή σχολιάζαμε και κάναμε πλάκα για όλο αυτό που μόλις είχαμε βιώσει. Πλάκα από αμηχανία και πάλι, πλάκα ίσως από απορία γιατί δεν ξέραμε το λόγο που μπήκαμε σε ένα τέτοιο μαγαζί και κάτσαμε για τόση ώρα.

Η απορία μου εξακολουθεί να παραμένει άλυτη. Γιατί κάποιος να επιλέξει να περάσει το βράδυ του σε ένα καμπαρέ, να πληρώνει για να βλέπει γυναίκες; Χωρίς ουσία, χωρίς συναίσθημα...

Πώς μπορείς να ικανοποιήσεις μια οποιαδήποτε ανάγκη σου με αυτό τον ψυχρό και άβολο τρόπο;».

 

Το συγκεκριμένο email ήρθε στο sextalk@cityfreepress.com.cy, αλλά παρόλα αυτά επιλέγουμε για ευνόητους λόγους να μην το δημοσιεύουμε στη στήλη Sex Talk.



Μια και μιλάμε για «νυκτερινά κέντρα» στην Κύπρο του 2017, πριν από μερικές μέρες βρήκαμε κι αυτό στο διαδίκτυο:


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ