*Το συμπαθές τετράποδο της φωτογραφίας δεν έχει καμία σχέση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφονται πιο κάτω.
Και ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι. Μια αηδία για το είδος σου, αυτό το είδος πελάτη-ψηφοφόρου που υποκλίνεται δουλοπρεπώς στον αφέντη κάθε φορά που τον πετυχαίνει σε μία εκδήλωση λαϊκή, μαζική.
Εκείνες τις εκδηλώσεις που οι άρχοντες του τόπου επιλέγουν να κατέβουν για να δώσουν το παρών τους και να αναμειχθούν με τη μάζα, το λαό, να δείξουν το ανθρώπινό τους πρόσωπο.
Σ’ εκείνες τις λαϊκές μαζώξεις –πανηγύρια θαρρώ τα λένε- που ο κόσμος περνά από δίπλα τους και με θαυμασμό τους δίνει το χέρι και τους ακουμπάει φιλικά στην πλάτη επιβραβεύοντάς τους που καταδέχτηκαν να συνυπάρχουν στα ίδια σοκάκια μαζί τους.
Σε είδα να του δίνεις το χέρι και να χαριεντίζεσαι μαζί του. Με αυτόν που μέχρι χθες έβριζες ή σε έβριζε εκείνος από κάποιο panel, κάποιας ενημερωτικής εκπομπής. Ήταν αυτός που ψήφισε για να σου αυξήσουν τους φόρους και να σου μειώσουν τα εισοδήματα. Κι όμως, εσύ τον χαιρετάς φιλικά.
Ήταν εκεί και ο υπουργός σου, και γι’ αυτόν είπες πολλά, όμως μόλις τον είδες απέναντί σου έτρεξες να τον προϋπαντήσεις για να κλέψεις, ίσως, λίγη από τη δόξα της εξουσίας του.
Αυτοί, χωρίς κτητικές αντωνυμίες και χωρίς ειλικρινείς αβρότητες, σε χαιρετούν αφ’ υψηλού, περπατάνε ωσάν προύχοντες ανάμεσα σε αυλικούς και μπολσεβίκους κομπάζοντας για τη δημοφιλία τους. Αυτή τη δημοφιλία που τους δίνει το δικαίωμα να βρίζουν και να απειλούν δημόσια, χωρίς καμία αιδώ, καμία συναίσθηση του ποιοι είναι στην πραγματικότητα.
Σε είδα, λοιπόν, να τους δίνεις το χέρι σου και να τους χτυπάς φιλικά στην πλάτη χωρίς ίχνος ντροπής. Να τους επιβραβεύεις για την ανικανότητα και την ανυπαρξία τους, χαμογελώντας ικανοποιημένος αφού «τούτος εν δικός σου, εν να σε βοηθήσει».
Σε είδα και δεν ένιωσα τίποτα.