Πυξ Λαξ. Το συγκρότημα από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας που επί μια δεκαπενταετία κατόρθωσε να παραμείνει στον χώρο του λεγόμενου έντεχνου ροκ συγκεράζοντας κι ετερόκλητα μουσικά στοιχεία.
Είχαν σημειώσει μια τεράστια δισκογραφική και συναυλιακή επιτυχία αλλά τελικά επήλθε η διάλυση, μιας και (κατά τις δηλώσεις των ιδίων) σαν ομάδα πια κι όχι σαν πρόσωπα, θεώρησαν πως δεν είχαν να δώσουν καλλιτεχνικά τίποτα άλλο εκείνο τον καιρό. Μια ενέργεια που εμπεριείχε θάρρος και ρίσκο. Να αφήσουν τα σίγουρα και να ξεκινήσουν από την αρχή.
Έκτοτε, έκαστο από τα πρώην μέλη ακολούθησε τη δική του ξεχωριστή πορεία, προσπαθώντας σταδιακά και σταθερά να «απεξαρτηθεί» από τον πρότερο μουσικό του βίο.
Τους αγαπήσαμε, λοιπόν, τους αγαπάμε, ταυτιστήκαμε κι ερωτευτήκαμε με τα τραγούδια τους. Τους θεωρήσαμε μάλιστα σαν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής μουσικής. Οι ίδιοι όμως, προσπαθούν να κηλιδώσουν την υστεροφημία τους συμβάλλοντας στην απομυθοποίηση τους με τις συνεχείς επανασυστάσεις τους, χωρίς μάλιστα την παρουσία και συναίνεση του τεθνεώτος και τότε ιθύνοντα νου τους, Μάνου Ξυδούς και κάποιων άλλων οργανιστών που αντικαταστήθηκαν ευκαιριακά από άλλα άτομα.
Αυτό το παίζω - ξεπαίζω της θρυλικής μπάντας, χωρίς να (από)δώσουν ένα οριστικό κι αμετάκλητο τέλος, κάπου με ξένιζε. Μου θυμίζει εφηβικούς κι ανώριμους έρωτες που τη μια μέρα χωρίζουν και την επομένη τα ξαναβρίσκουν!
Θέλω, όμως, να διαχωρίσω κάποια πράγματα. Τον/ους δημιουργό/ους από το έργο του/ς. Αναντίλεκτα, τα τραγούδια τους, αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ραδιοφωνικής αλλά και προσωπικής μου ιδιότητας. Τόσα βιώματα και τόσα λόγια του αέρα...
«Δε θα δακρύσω πια για σένα». Για αυτό που έκλεισε τον κύκλο του κι «έπαψε αγάπη να θυμίζει» σαν προϊόν με ημερομηνία λήξης που φωνάζει «πούλα με» κι έτσι «όλο μ’ αφήνεις να σ' αφήσω» μεγαλώνοντας τη μεταξύ μας γεωγραφία κι ακροβατώ στα δύο άκρα σου, «μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα». Γίναμε μια από εκείνες τις «ανόητες αγάπες» που δεν φταίνε αυτές καθ’ αυτές αλλά το γεγονός πως αφέθηκαν για χρόνια στους ερασιτέχνες χρήστες τους κι έγιναν «παλιές αγάπες που πάνε στον»... χμ... διάολο! Κι «εσύ εκεί κι ο έρωτας σου διαταγή και τελεσίγραφο» κανένα υποκατάστατο να μην μπορεί την απουσία σου να καλύψει...
Τελικά είναι (άλλο ένα) τέλος ή η συνέχεια; Αντίο ή εις το επανιδείν; Κανείς δεν ξέρει...