Retro
Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε σαν σήμερα το 1923
Και γιατί είναι τόσο σημαντική για τη διατήρηση των ισορροπιών στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας.
Για έναν αιώνα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας διατηρώντας ισορροπίες οι οποίες προσφάτως έχουν (και πάλι) διαταραχθεί.
Τέλη του 2017, ο Ρετζέπ Ταγίπ Έρτογαν ζήτησε από την Αθήνα να επικαιροπήσουν τα όσα αναφέρονται στη Συνθήκη της Λωζάνη που υπεγράφη το 1923, ένα χρόνο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, με σκοπό να επαναδιαπραγματευτεί εδάφη και κυριαρχία. Ένα αίτημα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανατροπή δυνάμεων και σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Με την Τουρκία να προσπαθεί με κάθε τρόπο να εφαρμόσει τις επεκτατικές της πολιτικές, η Συνθήκη της Λωζάνης πρέπει να αποτελεί θέσφατο απροσπέλαστο ως προς την αμφισβήτησή της.
Υπεγράφη έναν μόλις χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή -τον Ιούλιο του 1923- όπου χάρη στις προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας τότε, θεωρήθηκε -δεδομένων των τότε συνθηκών- μια μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, καθώς καθόρισε επί χάρτου τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Στη στεριά, ο μέσος ρους του ποταμού Έβρου και στη θάλασσα αποδίδεται στην Ελλάδα κάθε νησί, νησίδα και βραχονησίδα, που βρίσκεται πέρα από τα τρία μίλια από τις μικρασιατικές ακτές, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Ενώ κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης.
Η ανάγκη για αναπροσαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, παρουσιάστηκε μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ.
Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης.
Παραχώρησε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.