Cityzens
Το μεγαλύτερο σουξέ μιας (άλλης) εποχής
1997 θαρρώ ήταν, άνοιξη. Ένας συμμαθητής μου, ο Νικόλας, κολλητός τότε και διπλανός, άκουγε στο CD player τις «Δέκα εντολές».
«Ποια είναι αυτή;», του λέω; «Μια νέα τραγουδίστρια», μου απάντησε, «η Δέσποινα Βανδή. Να το θυμάσαι αυτό το όνομα». Και κάπως έτσι ξεκινά μια ιστορία που οι κάτω των 25 μάλλον δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν, πρώτον γιατί δεν τους νοιάζει και καλά κάνουν, και δεύτερον γιατί δεν την έζησαν. Όμως επειδή οι προσλαμβάνουσες που έχουν γι’ αυτήν είναι λίγο συγκεχυμένες έως και λάθος, θα προσπαθήσω εν τάχει να την αφηγηθώ, όπως τη βίωσα και όσο πιο αντικειμενικά μπορώ.
Από τα mid 90s και μετά, λοιπόν, ξεκίνησε η ανατολή της χρυσής εποχής της πίστας και η άνοδος της εμπορικής, ελληνικής μουσικής. Κι όταν λέω χρυσή, σχεδόν κυριολεκτώ. Τα μπουζούκια γεμάτα τέσσερις φορές την εβδομάδα, τα συμβόλαια των «πρώτων ονομάτων» εξωπραγματικά και οι πωλήσεις δίσκων… στον θεό. Στις δεκάδες και εκατοντάδες -για κάποιους- χιλιάδες δίσκους.
Αυτή η «εμπορική», όπως ονομάστηκε, μουσική είχε και θρόνο και φρέσκια βασίλισσα, αλλά της παλιάς φρουράς. Ήταν η Άννα Βίσση, που ναι μεν είχε 20+ χρόνια στο τραγούδι, όμως βγήκε μπροστά ως η κορυφαία αυτής της νέας σκηνής μετά τα «Ρε» (1994) και «Κλίμα Τροπικό» (1996) -αφού απαρνήθηκε το στέμμα η Αλέξια (γιατί δεν της ταίριαζε και αποσύρθηκε) κι αφού το «Λάμπω» (1992) έβαλε τις βάσεις (δεν είχε κουνηθεί από το #1 των charts για μήνες). Ένα στέμμα που διεκδίκησαν αρκετές, όμως εκτός από φωνή ήθελε πάθος, άστρο και αύρα. Πακέτο. Kαι να έχεις κι έναν Καρβέλα που ό,τι έγραφε, για όποιον έγραφε, γινόταν επιτυχία -αλλά η μούσα του ήταν η Βίσση.
Αντιστοίχως, η Βανδή έγινε η μούσα του Φοίβου, ο οποίος σκάει μύτη κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας. Ο συνθέτης με το άγγιγμα του Μίδα «πλασάρεται» και ως το αντίπαλον δέος του Καρβέλα. Αυτό είναι ίσως το κομβικό σημείο που θα ξεκινήσει τη σύγκριση Βανδή-Βίσση (πρόσεξε, τη σύγκριση, όχι την κόντρα). Θα βρεθεί μουσικά επίσης με πολλούς, αλλά η χημεία του με τη νέα ντίβα της μουσικής δεν είχε καμμιά σχέση με άλλες συνεργασίες του. Ο ένας απογείωνε τον άλλον. Σαν τη Βίσση με τον Νικόλα.
Η σύγκριση δεν ήταν δημιούργημα των μίντια. Ήταν αναπόφευκτη, στη γραμμή της εποχής και -αν με ρωτάς- φυσιολογική. Για να είμαστε δίκαιοι, η Βίσση δεν επεδίωξε να αξιολογηθεί μόνο για τη φωνή της (και εδώ είναι και το παράπονο αν θες των φαν της, που ένιωθαν πάντα πως η σύγκριση ήταν άδικη). Αξιολογείτο ως σταρ του εμπορικού τραγουδιού. Και είχε και σταριλίκι και συνθέτη και επιτυχημένο ρεπερτόριο και άστρο και έκανε γκελ στον κόσμο. Αυτά όμως τα είχε περίσσια και η Δέσποινα, με μια πολύ καλή φωνή επίσης. Είχε την ίδια στόφα και ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό. «Η σύγκριση δεν με ενόχλησε και ποτέ», δήλωσε η ίδια η Βίσση στο ΟΚ το 2013.
Το peak της σύγκρισης έγινε στο peak της καριέρας και των δύο. Να ‘ταν 1999-2000 όταν η Άννα κυνήγησε το άπιαστο όνειρό τής για μια καριέρα στο εξωτερικό, το οποιό ίσως και να έπαιρνε σάρκα και οστά αν η Kylie Minogue δεν της «έκλεβε», τελευταία στιγμή το «On a night like this» (που ανέστησε τη δική της καριέρα). Παράλληλα, στα εγχώρια μεσουρανούσε με «Τραύμα», «Αντίδοτο», «Αγάπη Υπερβολική» και «Κραυγή» να φεύγουν από τα ράφια των δισκοπωλείων της Ελλάδας, μιλιούνια. Μάλιστα, η επιστροφή της στην Ελλάδα, στα «Αστέρια» Γλυφάδας το 2000, ήταν το μουσικό γεγονός του τότε καλοκαιριού -εξ ου και δεν έπεφτε καρφίτσα.
Η άνοδος -από την άλλη- της Δέσποινας ήταν όχι απλώς αλματώδης… Ήταν μετεωρική. Πωλήσεις δυσθεώρητες για τα «Δέκα Εντολές», «Προφητείες», «Υποφέρω», «Γεια», νούμερα που μόνο η Βίσση έβλεπε-απολάμβανε. Οι εμφανίσεις της έκλειναν λεωφόρους (το βίντεο κλιπ του «Στα ‘δωσα όλα» δεν είχε προγραμματιστεί, ήταν απόρροια του γεγονότος πως για την απονομή των τριπλά πλατινένιων «Προφητείες» στα Virgin Megastores, ο όγκος του πλήθους ανάγκασε τις Αρχές να κλείσουν την Σταδίου). Για κάθε ρεκόρ πωλήσεων και άλμπουμ της Βίσση, η Βανδή είχε απάντηση και σε τρία χρόνια μέσα τα «ισοφάρισε» όλα. Οι δύο τους ανταγωνίζονταν στο ίδιο επίπεδο, για το ίδιο κοινό, με παρόμοιο ρεπερτόριο. Και ήταν οι μόνες που είχαν την τόση λάμψη που απαιτούσε η γεμάτη glitter εποχή. Η σύγκριση έγινε γιατί ήταν οι πιο εμπορικές του εμπορικού τραγουδιού. Οι πιο επιτυχημένες και οι πιο αγαπητές.
Οι συγκρίσεις όμως δε γεννούν κόντρες. Δεν άρχισε από τη δήλωση της (άγουρης ακόμη) Βανδή, ούτε με τη δήλωση του Καρβέλα (που έγινε και στη δύση του δίπολου). Η κόντρα ξεκίνησε να υποβόσκει όταν ο Φοιβός κατηγορήθηκε πως αντιγράφει τον Καρβέλα, με την κυκλοφορία του «Α πα πα» το οποίο σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Star», έμοιαζε με το «Ναι» του δεύτερου (Πανταζής). Η σπίθα «άναψε» με την απομόνωση εκείνης της δήλωσης της Βανδή στο Down Town. Μαζί με το «Κοίταξε, η Άννα Βίσση είναι 30 χρόνια στην ελληνική δισκογραφία, ενώ εγώ δεν είμαι ούτε 30 χρόνων ακόμη», ολοκληρωμένη η δήλωση συμπλήρωνε πως «θεωρώ ότι η Άννα Βίσση σε αυτό που κάνει στο χώρο μας, στο εμπορικό τραγούδι, δίνει πάρα πολλά. Είναι πάρα πολύ καλή. Έχει σκηνική παρουσία, έχει καταπληκτική φωνή, είναι ωραία γυναίκα - ένας συνδυασμός εκρηκτικός». Αυτό δε μπήκε στο εξώφυλλο. Δε θα πουλούσε, μια που το είπε και μια που δεν. Ήταν το βούτυρο στο υπερφουσκωμένο ψωμί του κίτρινου τύπου, η αφορμή εδόθη και τα μίντια αλλά και οι δισκογραφικές και οι marketeers φρόντισαν να τροφοδοτούν έκτοτε μια «κόντρα», με το κοινό να την ακούει και να την καταναλώνει και με τα fan clubs (από την εποχή του Pathfinder ακόμη), έφηβοι όντες οι περισσότεροι, να τσιμπάνε. Και να χωρίζονται, ξεκάθαρα πια, σε στρατόπεδα.
Καθώς τα δύο μεγάλωναν, μαζί μεγάλωνε και η «κόντρα» των fan club. Για κάθε «Ολυμπιακό» χρειάζεσαι κι έναν «Παναθηναϊκό» και με την παραμικρή αφορμή, τα αίματα άναβαν.
Για κάθε «Ολυμπιακό» χρειάζεσαι κι έναν «Παναθηναϊκό». Μάλιστα, την περίοδο της διεθνούς επιτυχίας και των international βραβεύσεων της Βανδή -με το «GIA» να πιάνει κορυφή μέχρι και στα Billboard dance charts της Αμερικής (αλλά και με τα «Opa Opa» και το «Come Along Now», το επίσημο κομμάτι της Coca Cola για τους Ολυμπιακούς του 2004, να έχουν κι αυτά καλή πορεία)- και της… «ρεβανσιστικής» σχεδόν «απάντησης» της Βίσση με την επίσης διεθνή πρωτιά στα εν λόγω charts του «Call Me», το κλίμα μεταξύ των δύο clubs, «Βισσικών» και «Βανδικών», ήταν σχεδόν… ψυχροπολεμικό.
Το πάμε fast forward, από το 2005 κι έπειτα η χρυσή εποχή έγινε σιγά-σιγά κάρβουνο (γιατί χρυσάφι και οικονομική κρίση δεν χωράνε στην ίδια πρόταση), και οι καριέρες των δύο ξεκίνησαν τα σκαμπανεβάσματα. Aλλά, από το 2006 και εντεύθεν, δεν έφτασαν ποτέ και επουδενί τα επίπεδα του 98-04. Από την άλλη, ο Τύπος γενικά αλλά ειδικότερα ο κίτρινος και ο πιο «glamour», πήραν την κατιούσα. Πολλοί μάλιστα χρησιμοποίησαν την κόντρα με νύχια και με δόντια για να κρατηθούν, όσο κι αν οι ίδιες είχαν γυρίσει προ πολλού σελίδα και επί της ουσίας ακολούθησαν άλλη πορεία.
Για να φτάσουμε πια στη σημερινή συνθήκη, που μάλλον μας οδήγησε και στην προ ολίγων ημερών συνάντηση κορυφής:
- Η αθηναϊκή νύχτα άλλαξε. Οι πίστες, όσες δεν «πέθαναν», είναι στα χειρότερά τους.
- Η καριέρα των δύο άλλαξε. Τη Βίσση δεν την απασχολεί να «φαίνεται» και βγάζει ό,τι θέλει, όπως το θέλει, αλλά δεν ακούγεται στο ευρύ κοινό. Ίσως και γιατί δεν είναι κι ο άμεσος στόχος της πια. Η Βανδή, από την άλλη, «συντηρεί» τη μουσική της ιδιότητα με καλές συνεργασίες μεν, σποραδικά όμως και με μεγάλη έμφαση στην τηλεοπτική και θεατρική της παρουσία.
- Ο τρόπος κατανάλωσης και επικοινωνίας της μουσικής άλλαξε. Πωλήσεις δίσκων δεν υφίστανται. Άλμπουμ δεν βγαίνουν στη συχνότητα που έβγαιναν. Όλα είναι views, streams, follows κοκ. Και από την παραγωγή στην κατανάλωση, όλα γίνονται γρήγορα και σε πολύ πιο μεγάλο βαθμό γιατί αυτό απαιτεί η εποχή της διασημότητας των social media. Παλιά, από ένα άλμπουμ έβγαιναν 4-5 τραγούδια που έμεναν, τουλάχιστον. Κι άλλα τόσα κλιπς. Τώρα πασχίζω να θυμηθώ ένα, άντε δύο. Κι εμείς, δες απορροφούμε στο ίδιο βαθμό που καταναλώνουμε. Άρα δε μένει και κάτι.
- Η ίδια η μουσική άλλαξε, μαζί με τη γενιά. Το ποπ θέλει και νιάτο, ενώ ήρθαν και νέα, «ξενόφερτα» genres όπως η trap. Τη θέση της Βίσση και της Βανδή πήραν η Φουρέιρα, η Τάμτα, η Τζόζεφιν και σε καμία περίπτωση, όσο ταλέντο κι αν έχουν αυτές, δε θα φτάσουν τα επίπεδα της δόξας των δύο.
- Κι αυτό με φέρνει στην τελευταία αλλαγή. Το «τι είναι επιτυχία και δόξα» άλλαξε. Γιατί η δόξα πάει χέρι-χέρι και με το μύθο και ο μύθος δεν είναι κάτι χειροπιαστό. Δεν κτίζεται με την αμεσότητα της διπλανής πόρτας και τον όγκο του content που απαιτεί η επικοινωνία μέσω social media. Εδώ είναι λίγο που αποδομήθηκε η όλη φάση. Θέλει την απόστασή του, χρειάζεται να είναι και λίγο «άπιαστο» κάτι για να φαντάζει ονειρεμένο. Όπως έχει δομηθεί το μάρκετινγκ σήμερα, μύθοι δεν κτίζονται. Καριέρες ναι. Επιπέδου Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Βίσση, Βανδή, όχι.
Η συνάντησή τους ίσως ήταν κι ένα τεστ για το τι μας περιμένει και κατά πόσο μπορεί να αντέξει, λίγο ακόμη η συγκεκριμένη σκηνή. Και οι δυο ανήκουν πια στην ίδια δισκογραφική. Τουτέστιν, αυτό πολύ απλά σημαίνει πως εμπορικά έχουν όμοια και όχι αντικρουόμενα συμφέροντα. Το τεστ πέτυχε. Οι δυο τους φάνηκε να έχουν μάλλον πολλά περισσότερα να τις ενώνουν από όσα τις χωρίζουν και αυτό φάνηκε. Είχαν χημεία, και χημεία είτε έχεις με κάποιον είτε δεν έχεις. Δεν την εκβιάζεις. Και στη σκηνή του Just, η χημεία των δύο τους, ήταν αλλού.
Αλλά στο δια ταύτα. Η λύση της κόντρας τους είναι και το τελευταίο χαρτί πολλών. Και αυτών των δύο, και της πίστας και της «εμπορικής», ελαφρολαϊκής και λαϊικο-ποπ σκηνής. Αυτό το τελευταίο χαρτί, λοιπόν, το έπαιξαν, με τη συνέχεια να έπεται. Εικάζω πως οι μαγαζάτορες θα τα σκάσουν για να τις δουν για μια έστω σεζόν μαζί, η πίστα θα ζήσει (για λίγο) μεγαλεία ξανά και το ρεύμα των δύο τους θα συμπαρασύρει λίγο στο διάβα του και τους υπόλοιπους του genre, όπως γινόταν πάντα. Άλλωστε, αν κάποιες έχουν το star quality και τη δύναμη να το κάνουν είναι αυτές. Επαγγελματικά, θα πάρουν και οι δύο άλλη μια παράταση καριέρας μέχρι την απόσυρση, θα κλείσουν και τον κύκλο τους και θα αποσυρθούν στις δάφνες τους, όχι μόνο καταξιωμένες αλλά και με όλα τα θέματά τους κλειστά. Απωθημένα δεν έχουν, ζήσαν όσα άλλοι μόνο ονειρεύονται και δεν θα τις κόπτει και πολύ αν δεν απασχολούν όσο παλιά. Και η Αλίκη μετά τα 80s δεν... αλλά, μια φορά σταρ, πάντα σταρ.
Όμως, αυτό φαντάζει περισσότερο ως κύκνειο άσμα μιας εποχής που έχει παλιώσει προ πολλού, παρά ως αναβίωση περασμένων μεγαλείων. Γιατί τίποτα δεν είναι το ίδιο, τα χρόνια πέρασαν, ο καιρός άλλαξε, ο κύκλος έκλεισε και πήγαμε όλοι, μαζί κι αυτές, χρόνια τώρα, παρακάτω.