Ο Χρήστος Μιχάλαρος τρύπωσε σε τέσσερα στέκια της Λευκωσίας που έσφυζαν από ζωή προ κορωνοϊού και τα απαθανάτισε εσωτερικά πίσω από τις κλειστές τους πόρτες, «κλέβοντας» μια υπόσχεση επιστροφής.
Δευτέρα 13 Απριλίου 2020
4
λεπτά
Τα στέκια είναι οι άνθρωποι. Πώς να δεθείς με τους τοίχους, τα πατώματα, τις καρέκλες και τα ποτήρια χωρίς τους ανθρώπους σου; Η Λευκωσία μπήκε στην καραντίνα όπως το σπασμένο μέλος μπαίνει στο νάρθηκα, υπακούοντας στην συνθήκη του εγκλεισμού και της αποστασιοποίησης και αναμένοντας ένα σύνθημα για να αρχίσει να ανασαίνει ξανά όπως πριν.
Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στην αρχή. Θα είμαστε μουδιασμένοι. Θα έχουμε βολευτεί. Θα κοιτάμε τα ρολόγια, θα μετράμε χρόνους και έξοδα, θα υπολογίζουμε βήματα και βενζίνες. Θα προσπαθούμε να πιάσουμε ξανά το ρυθμό. Όμως θα βγούμε, κυρίως για να ξαναβρεθούμε.
Όσο κι αν πάγωσαν οι τοίχοι χωρίς τις μουσικές, χωρίς τα γέλια και τα τσουγκρίσματα, εμείς θα τους ζεστάνουμε εκ νέου. Θα μας υποδεχτούν σαν νοσταλγικοί έρωτες. Θα αναγνωρίσουμε τα σημάδια τους κι εκείνοι τα δικά μας, θα κάνουμε σκέψεις για το πόσος χρόνος πέρασε και τι άλλαξε στο μεταξύ.
Ένα βλέμμα και λίγα αγγίγματα μετά κι όλα θα μπουν στη θέση τους. Θα συγχωρεθούν παραλείψεις και αθετήσεις, θα πούμε «γεια μας» και θα πιούμε την πρώτη γουλιά, αρπάζοντας το νήμα από εκεί που μας το τράβηξαν, με τα ίδια χέρια, τους ίδιους κώδικες και τα ίδια ένστικτα.
Στο μεταξύ, τα στέκια μας είναι εκεί, ακλόνητα, όπως τα αφήσαμε λέγοντας «καληνύχτα». Πίσω από τα κλειδωμένα λουκέτα και τις τζαμαρίες, στριμώχνονται αναποδογυρισμένες καρέκλες και τραπέζια, τασάκια που δεν πρόλαβαν να αδειάσουν, καπάκια από μπίρες και μπουκάλια αφημένα πρόχειρα στον πάγκο. Φλιτζάνια και μπρίκια κρεμασμένα. Τετράδια λογαριασμών που έμειναν ανοιχτά. Η θέση του dj άδεια και οι αυλές βορά σε μια καλπάζουσα άνοιξη γεμάτη ανθοφόρες οσμές. Ανοίξαμε τις πόρτες, μπήκαμε και φωτογραφίσαμε. Βγαίνοντας δώσαμε και πήραμε την υπόσχεση της επιστροφής. Και οι υποσχέσεις δίνονται για να τηρούνται.