Χθες στην Πάφο λοιπόν έγινε αυτό, και περισσότερα για την εξαφάνιση του γκράφιτι του Milo θα διαβάσεις ΕΔΩ.
Για τον ιδιοκτήτη, μάλλον ήταν μια μουντζούρα στον τοίχο και τίποτα περισσότερο. Ίσως και όχι, αλλά ακόμη κι αν η δικαιολογία του για την καταστροφή του έργου ευσταθεί, ως «θαυμαστής της τέχνης» που είναι, καθώς δήλωσε, ας είχε την ευαισθησία να επικοινωνήσει με τις αρμόδιες αρχές για βοήθεια (η απάντηση του Δήμου Πάφου ασχολίαστη) προτού προχωρήσει. Θυμώνεις στην αρχή, όμως πριν ξεκινήσεις να παίρνεις ανάποδες κατά πάντων υπευθύνων, στάσου και σκέψου. Δε νομίζω πως ο ιθύνων για την αναστήλωση του κτιρίου είχε αίσθηση του τι υπήρχε, τι έβλεπε και τι κατέστρεψε. Δεν είχε την αντίληψη. Μήπως όμως την έχουμε εμείς;
Δε του ρίχνω όλες τις ευθύνες, δε φταίει αυτός που το έκανε. Μην πυροβολείτε τους αδαείς και μην βιαστείς να ρίξεις στην πυρά έναν άνθρωπο που «έτσι έμαθε». Έτσι μάθαμε όλοι μας. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ζωής που ζούμε και των πόλεων που μας παρέδωσαν. Ψιλοταξιδεμένοι όλοι μας, έχουμε τουλάχιστον μια κατανόηση της διαφοράς μεταξύ Κύπρου και άλλων ανεπτυγμένων χωρών που θέλουμε να είμαστε και κομμάτι της «συνοπαρτζιάς» τους.
Καθώς σεργιανίζεις τη Βιέννη και περπατώντας την, «διάς» κατά λάθος και σε 3 γκαλερί, στο σπίτι του Μότσαρτ και σε ένα έργο μοντέρνας τέχνη στη μέση μιας Stephansplatz. Πας Βαρκελώνη, έχεις κάνει 2 φορές τη γύρα στην Las Ramblas και έχοντας χαθεί στα σοκάκια της, έτσι «άξιππα» συνάντησες και 3 καλλιτέχνες του δρόμου. Την επομένη μέρα στη βόλτα επάνω, πέφτεις -τυχαία πάλι- σ’ ένα ακόμη αρχιτεκτονικό θαύμα του Gaudi, το οποίο γειτνιάζει στα 100 μέτρα με ένα graffiti του Messi, ένα δημόσιο εξωτερικό γήπεδο μπάσκετ, δίπλα σε μια πλατεία (λέω εγώ τώρα, υποθέτω). Βρίσκεσαι στην Αθήνα, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, τον Παρθενώνα θα τον δεις. Και την Πλάκα, και το Θησείο και όλον αυτόν τον πολιτισμικό θησαυρό. Δεν είναι μέρος μόνο του τόπου που ζεις, είναι μέρος του τρόπου που ζεις. Πας Παρίσι, πας Λονδίνο, πας ακόμη και σε μικρότερες και όχι ευρέως γνωστές και διαδεδομένες τουριστικά πόλεις, και εκεί θα δεις να ανθίζει πραγματική, αστική ζωή. Πόλεις με πλατείες, με τέχνη, με γκαλερί, με μουσεία, με παράδοση την οποία και σέβονται, με αρχιτεκτονική που διατηρήθηκε. Και ανθρώπους να περπατούν και να χαίρονται μια τέτοια πόλη. Κόσμο που είναι συνεχώς εκτεθειμένος στον πολιτισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον χαρακτήρα τους και τον τρόπο που δρουν, σε όλα. Γι’ αυτό ίσως, όντας στο εξωτερικό, νιώθουμε πολλές φορές «όπως τη μούγια με στο γάλα». Γιατί εμείς δε μάθαμε έτσι.
Δεν έχουμε εμείς, θα μου πεις. παράδοση και κληρονομιά; Έχουμε, ναι. Αλλά δεν είμαστε εκτεθειμένοι σε αυτήν. Ολημερίς κι ολονυχτίς σ’ ένα αυτοκίνητο, δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά (κι αυτό πριν μας κλειδώσουν). Δεν έχουμε ερεθίσματα, δε περπατάμε και δε χαιρόμαστε τη πόλη μας. Έχουμε φτιάξει τις πόλεις μας όπως και τις κυβερνήσεις μας. «Για τη βόλεψή» μας. Δεν έχει καμία πόλη ούτε τις υποδομές, ούτε τις αστικές συγκοινωνίες, ούτε είχαν γίνει σημαντικά έργα αστικής αναπλάσεως (μέχρι πρότινος, είναι πολύ νέα για να προσφέρουν τα αποτελέσματα που θέλουμε), που θα μας βοηθήσουν να συναντάμε τον πολιτισμό μας στην καθημερινότητα μας, χωρίς προσπάθεια, ώστε αυτός, εμβόλιμα να επηρεάζει τις ζωές μας. Να τον «απορροφούμε», «απορροφώντας» τον να μας κινεί την περιέργεια, όντας περίεργοι να ωθούμαστε να ανακαλύψουμε πράγματα που μας αρέσουν σε αυτόν, να τον ψάχνουμε... Και μετά και εν τέλει, να παράγουμε τέχνη ή να επικροτούμε όταν παράγεται. Στην Κύπρο ο καλλιτέχνης είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης και απόδειξη αυτού είναι πως έχει στηριχθεί λιγότερο από όλους, αυτήν την περίοδο. Δεν εκτιμούμε την τέχνη γιατί δεν την ανταμώνουμε.
Η στέρηση της έκθεσής μας λοιπόν στον πολιτισμό μας έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουμε καλλιεργήσει αισθητική με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Να μην αντιλαμβανόμαστε την τέχνη ακόμη κι όταν την αντικρίζουμε (μπορεί ναι μεν να την βλέπουμε αλλά δεν την «αφομοιώνουμε»). Άρα δεν πάω καν στο «να κάνουμε το επόμενο βήμα», που είναι το να σέβεσαι αυτήν την τέχνη ακόμη κι αν διαφωνείς με αυτήν. Εδώ καλά-καλά δε ξέρεις τη δική σου. Μηδέν urban life ίσον μηδέν urban art. Κι αν δεν «πέφτεις πάνω» στην τέχνη αβίαστα, που αυτό είναι urban art, πώς θα θελήσεις να την «ψάξεις» κιόλας;
Οι τέχνες όμως μαζί με την αισθητική εξελίσσουν και την κριτική σκέψη και όταν «υποφέρουν» οι τέχνες, υποφέρει καi αυτή. Αν δεν έχεις κριτική σκέψη, αφαιρείς το έργο του Millo, χωρίς δεύτερη σκέψη. Και αυτό είναι το λιγότερο, η έλλειψη κρίσης έχει σοβαρό αντίκτυπο σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Στην πολιτική μας ζωή, την επαγγελματική μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στις επιλογές μας, στην συμπεριφορά μας. Κι απορούμε μετά γιατί έχουμε πάντα ταβάνι το μέτριο.