Από τη Μαίριλυν Ζαννέτου
Μια γραμμούλα, δύο γραμμούλες. Βγαίνω αυτομάτως από το σύννεφο της πλάνης. Έλεγχος κουτιού, έλεγχος «λευκής γραφίδας». Θετικό.
Τηλέφωνα σε φίλες. Στο εικοσάλεπτο κάνουμε συνεδρία. Κλάματα, παρηγοριές, μοιρολόγια, αγκαλιές, φιλιά. Ιός απών. Υιός παρών, πανταχού παρών. Σιγουράκι το αγόρι.
Το βράδυ που κλείνει η πόρτα, κινηματογραφική παράσταση. Η ζωή με ένα παιδί. Τους επόμενους μήνες, συμβουλές, νουθεσίες, εισηγήσεις, επιβολή. Από γονείς φωστήρες με παιδιά αγγελικά πλασμένα -στα λόγια. Μη ρωτήσεις για την πραγματικότητα.
- Το ήθελες, ρωτάνε με αφέλεια.
- Ναι, συνειδητά ήθελα ένα παιδί στα δεκαεννιά. Τι ρωτάμε τώρα;
Μούτρα κατέβαιναν και έβλεπα τη λέξη «βρώμα» χαραγμένη στα ξινισμένα τους πρόσωπα. Άκουγα την επίκριση μέσα από τα κλειστά τους στόματα και γευόμουν την απαξίωση από το βλέμμα τους.
Αυτοί ήταν οι γονείς «θυσία», τα καημένα. Και τότε, που κράτησα τον υιό στην αγκαλιά μου, είπα. «Ουδεμία θυσία επιτρέπεται σε μένα. Αν θέλετε να ‘μαι καλά και να σας αγαπάω θα με αφήσετε ν’ αγαπάω και τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να σας αγαπάω θυσιασμένη».
Βρόντηξαν οι κόσμοι των απανταχού θυσιασμένων μανάδων. Το πιπιλούσαν το μαρτύριό τους μα καταξιώνονταν συνάμα μέσα από αυτό.
Ευχαριστώ, δεν θα πάρω, είπα.
Και αγάπησα τον μοναδικό μου υιό από απόσταση ασφαλείας. Αρκετά μεγάλη για να συντηρεί τη μεταξύ μας αγάπη άνευ όρων και αρκετά μικρή για να δοξάσει το παραμύθι μητρότητος.