Έχω Θέμα
Οδοιπορικό σε μια Ελλάδα λιγότερο γνωστή
Εκεί που η ομορφιά της φύσης είναι άγρια, οι άνθρωποι σε φιλεύουν καλοσύνη και γλυκά του κουταλιού και ο αέρας μυρίζει μυρωδιές πρωτόγνωρες.
Έχω Θέμα
Οδοιπορικό σε μια Ελλάδα λιγότερο γνωστή
Εκεί που η ομορφιά της φύσης είναι άγρια, οι άνθρωποι σε φιλεύουν καλοσύνη και γλυκά του κουταλιού και ο αέρας μυρίζει μυρωδιές πρωτόγνωρες.
Στα βόρεια της Ελλάδας, από την Καβάλα μέχρι τα σύνορα της χώρας, απλώνεται ένας κόσμος αλλιώτικος. Λιγότερο εκκωφαντικός και περισσότερο ανθρώπινος. Εκεί, η ομορφιά της φύσης είναι άγρια, οι άνθρωποι σε φιλεύουν καλοσύνη και γλυκά του κουταλιού και ο αέρας μυρίζει μυρωδιές πρωτόγνωρες. O Μαχμούντ Νταρουίς, αυτός ο σπουδαίος Παλαιστίνιος ποιητής, έγραφε ότι oι πόλεις είναι οι μυρωδιές τους και ότι κάθε πόλη που δεν είναι γνωστή για τη μυρωδιά της, δεν είναι άξια μνείας. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από εκείνη την πρώτη ανάγνωση, αλλά έκτοτε, σε κάθε πόλη που επισκέπτομαι, οσφραίνομαι βαθιά τη μυρωδιά της – σαν μια προσωπική τελετουργία μνήμης. Η Κομοτηνή, για παράδειγμα, μύριζε -σχεδόν, τον νιώθω ακόμα στα ρουθούνια μου- φρεσκοαλεσμένο καφέ και σουτζούκ λουκούμ. Η Ξάνθη είχε τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος και της ζάχαρης και η Καβάλα τη μυρωδιά της θάλασσας.
Και ανάμεσα σε αυτές τις μυρωδιές, αναδυόταν ένα έντονο, αρωματικό χαρμάνι πολιτισμών. Στις περιοχές εκεί, η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι απλώς θεωρία, αλλά την βλέπεις να πραγματώνεται μπροστά στα μάτια σου, με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο που περικλείει μέσα του όλη τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής.
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος ενός οδοιπορικού σε μια Ελλάδα λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου μαγευτική. Το ταξίδι στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στο οποίο μας προσκάλεσε ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού -και τον ευχαριστούμε πολύ- ξεκίνησε από τον ακριτικό Έβρο και συνεχίστηκε στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στην Καβάλα. Σε έναν κόσμο όπου η ομορφιά ήταν συνεχής και εναλλασσόμενη· και σε κάθε βήμα μάς προ(σ)καλούσε να σταματήσουμε, για να τη θαυμάσουμε – σχεδόν με δέος.
Κομοτηνή, η πόλη των (πανέμορφων) αντιθέσεων
Το πρωί της τρίτης μέρας αφήσαμε την Αλεξανδρούπολη και κατευθυνθήκαμε προς τη Ροδόπη. Πρώτος σταθμός το πανέμορφο Άλσος Νυμφαίας, ένας πνεύμονας πρασίνου, μόλις 10 λεπτά από το κέντρο της Κομοτηνής. Από εκεί αγναντεύεις αμφιθεατρικά τον κάμπο της Ροδόπης, την πόλη της Κομοτηνής και τα προάστιά της και η ματιά σου χάνεται μέχρι το Θρακικό Πέλαγος. Ήπιαμε καφέ, αγναντεύοντας την πανέμορφη θέα, κι έπειτα κατευθυνθήκαμε προς την Κομοτηνή.
Μόλις πατήσεις το πόδι σου εκεί, αντιλαμβάνεσαι σχεδόν αμέσως τη μοναδικότητά της. Στα γραφικά σοκάκια και στις γειτονιές τής πόλης συμβιώνουν αρμονικά διαφορετικοί πολιτισμοί, αναδύοντας αρώματα και γεύσεις μιας Ελλάδας που συναντά την εξωτική Ανατολή. Η Κομοτηνή είναι σίγουρα μια πόλη πολυπολιτισμική και αυτό είναι εμφανές σε κάθε της έκφανση και σε κάθε μαχαλά της. Σε αυτήν τη γωνιά της Ελλάδας, συντίθεται ένα περίτεχνο ψηφιδωτό θρησκειών, εθίμων και ανθρώπων – στην Κομοτηνή ζουν ειρηνικά και με σεβασμό ο ένας προς τον άλλο Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι με τα ιδιαίτερα στοιχεία τής κάθε κοινότητας να είναι εμφανή και στη φυσιογνωμία της πόλης.
Το λεωφορείο μάς είχε αφήσει κοντά στην κεντρική πλατεία τής Αγίας Ειρήνης. Εκεί ορθώνεται ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα μνημεία της Κομοτηνής, το Ηρώο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γνωστότερο ως «Σπαθί». Διασχίσαμε την πλατεία που εκείνη την ώρα έσφυζε από ζωή κι έπειτα «χαθήκαμε» στις αντιθέσεις τής πόλης. Περιδιαβαίνοντας, περάσαμε από τον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου –που βρίσκεται μέσα στα ερείπια του βυζαντινού Φρουρίου της Κομοτηνής και χρονολογείται από το 1800 – και λίγα μέτρα παρακάτω αντικρίσαμε το Εσκί Τζαμί, που χτίστηκε το 1609 ή κατ’ άλλους το 1677-78. Ορθοδοξία, Βυζάντιο και Ισλάμ, σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων.
Εν τέλει, ο δρόμος μάς οδήγησε στην πλακόστρωτη οδό Ερμού με τα μαγαζάκια και τα λεγόμενα «τεκενετζίδικα», δηλαδή τα εργαστήρια λευκοσιδήρου και χαλκού. Αν βρεθείτε εκεί, μπείτε στο καφεκοπτείο του Μουσταφά, για να αγοράσετε καφέ -κομμένο της ώρας- αλλά και το περίφημο σουτζούκ λουκούμ της Κομοτηνής. Στον πεζόδρομο της Ερμού θα δείτε, επίσης, τον Πύργο του Ρολογιού, που χτίστηκε το 1884 από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ και δίπλα απ’ αυτόν το Γενί τζαμί, σημαντικό οθωμανικό μνημείο, το οποίο χρονολογείται λίγο μετά το 1600.
Είναι μοναδικό το πώς σε αυτήν τη μικρή πόλη των πανέμορφων αντιθέσεων, συναντά κανείς ορθόδοξες εκκλησίες και παραδίπλα τζαμιά, σύγχρονα καταστήματα και κοντά σε αυτά μικρά παλαιοπωλεία, γυναίκες ντυμένες με παντελόνια και άλλες με τη χαρακτηριστική μαντήλα στο κεφάλι.
Ένα εντυπωσιακό, πλωτό μοναστήρι
Το Πόρτο Λάγος -περίπου 30 χιλιόμετρα από την πόλη της Κομοτηνής- είναι ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στα όρια των νομών Ξάνθης και Ροδόπης και συγκεκριμένα στο σημείο όπου η Λίμνη Βιστωνίδα ενώνεται με το Θρακικό Πέλαγος. Πρόκειται για ένα ήσυχο και γραφικό ψαροχώρι, το οποίο αξίζει να επισκεφθείτε για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι o καταπληκτικός υγροβιότοπος της λίμνης Βιστωνίδας, που φιλοξενεί περίπου 227 διαφορετικά είδη πουλιών, με κάποια από αυτά ιδιαίτερης σπανιότητας.
Ο δεύτερος είναι το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, το οποίο δεσπόζει πάνω σε ένα μικρό νησάκι της λιμνοθάλασσας, δίνοντας την εντύπωση ότι επιπλέει πάνω στα νερά της. Σε ένα διπλανό νησάκι βρίσκεται το παρεκκλήσι της Παναγίας Παντάνασσας – στο οποίο φιλοξενείται μάλιστα και αντίγραφο της διάσημης ομώνυμης εικόνας από τη Μονή Βατοπαιδίου. Τα δύο νησιά συνδέονται με την ξηρά, αλλά και μεταξύ τους, μέσω ξύλινων γεφυριών. Το σκηνικό εκεί, στη μέση του πουθενά, είναι μοναδικά όμορφο. Σχεδόν μυστηριακό.
Ξάνθη, η κυρά και αρχόντισσα της Θράκης
Στην Ξάνθη καταφθάσαμε νωρίς το απόγευμα. Η απόσταση από το Πόρτο Λάγος είναι περίπου 26 χιλιόμετρα. Αφήσαμε τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο και -μιας και είχε ακόμη φως- περιηγηθήκαμε στην πόλη. Αμφιθεατρικά χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς τής Ροδόπης, η Ξάνθη είναι μια πόλη με αφοπλιστική ομορφιά. Χαμηλών τόνων -με εξαίρεση την περίοδο του διάσημου Καρναβαλιού της- θα σε καλωσορίσει θερμά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια θα σε σαγηνεύσει.
Φτάσαμε στην κεντρική πλατεία, όπου υψώνεται το ρολόι-σήμα κατατεθέν τής Ξάνθης, και κινήσαμε προς την παλιά της πόλη, η οποία το 1976 ανακηρύχθηκε σε προστατευόμενο οικισμό. Στα λιθόστρωτα σοκάκια της Παλιάς Πόλης, δεσπόζουν επιβλητικά τα αρχοντικά των πάλαι ποτέ πλούσιων Ξανθιωτών καπνεμπόρων της περιοχής. Ιστορική πληροφορία: Η Ξάνθη υπήρξε φημισμένη καπνούπολη (19ος-20ος αι.), αλλά και τόπος απεργιακών κινητοποιήσεων από τους καπνεργάτες, οι οποίοι, εργαζόμενοι υπό άθλιες συνθήκες, ξεκίνησαν μαζικούς αγώνες για διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Παλιά Πόλη υπάρχουν 1.200 χαρακτηρισμένα διατηρητέα κτίσματα. Πολλά από τα αρχοντικά φιλοξενούν σήμερα μουσεία και πολιτιστικούς συλλόγους, ενώ άλλα έχουν αναπαλαιωθεί από ιδιώτες και κατοικούνται. Δύο από τα αρχοντικά στεγάζουν τη Δημοτική Πινακοθήκη και το Λαογραφικό Μουσείο. Στην Παλιά Πόλη, βρίσκεται, επίσης το πολύ ενδιαφέρον «Σπίτι της Σκιάς», το οποίο δημιουργήθηκε, για να στεγάσει τα έργα σκιάς του Τριαντάφυλλου Βαΐτση. Στον εκθεσιακό του χώρο, μπορεί κανείς να δει γλυπτά από άχρηστα υλικά ή σκουπίδια, τα οποία, όταν φωτιστούν κατάλληλα, παράγουν αναγνωρίσιμες μορφές σκιάς – μια εμπειρία ιδιαίτερη και ένα μουσείο το μοναδικό του είδους του στην Ελλάδα.
Η πρώτη μέρα στην Ξάνθη ολοκληρώθηκε με ένα γευστικό δείπνο στις «Πηρουνιές» διά χειρός τού ταλαντούχου chef τού μαγαζιού, του Χασάν. Η πόλη μάς είχε συστηθεί και μέσα από τις υπέροχες γεύσεις της, με τις πρώτες εντυπώσεις να είναι άριστες. Την επόμενη μέρα, το πρόγραμμά μας ήταν γεμάτο και περιελάμβανε εξόρμηση στη θρακική φύση.
Στον Νέστο, μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση ξαναθυμάσαι
Δεν νοείται να βρεθείς στην περιοχή και να μην πας στο Παρατηρητήριο του Νέστου. Το επόμενο πρωί, μπήκαμε στο λεωφορείο και κινήσαμε προς τα εκεί. Σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το χωριό Τοξότες και σε υψόμετρο 891 μέτρων, το παρατηρητήριο ατενίζει τους μαιάνδρους του ποταμού ανάμεσα από τα βουνά. Αφού διαπεράσει την οροσειρά τής Ροδόπης, ο Νέστος στην προσπάθειά του να φτάσει στη θάλασσα «στριμώχνεται» και γυρίζει «σαν φίδι» στα λεγόμενα Στενά. Καθώς ατενίζαμε από ψηλά τους απόκοσμους «μαιανδρισμούς» τού ποταμού και τα μάτια μας «ρουφούσαν» λαίμαργα την ομορφιά της φύσης, σκεφτόμουν πως είναι μερικοί τόποι που ακόμα και οι λέξεις -που τόσο αγαπώ να βάζω σε σειρά- δυσκολεύονται να περιγράψουν επαρκώς.
Αφήνοντας το Παρατηρητήριο, φτάσαμε στον χώρο αναψυχής τής Γαλάνης. Εκεί, τα βουνά καθρεφτίζονταν στα νερά του ποταμού Νέστου, βάφοντάς τα πράσινα. Γη και ουρανός σε απόλυτη αρμονία. Ένα «έργο τέχνης», ύμνος στη μαγεία και το μεγαλείο της φύσης.
Σημειώστε ότι προς τα τέλη του 19ου αιώνα, κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Τοξότες-Σταυρούπολη. Τότε, αρκετές σήραγγες δημιουργήθηκαν στις όχθες του Νέστου, καθώς και ένα όμορφο μονοπάτι κατά μήκος του ποταμού, για να διευκολυνθεί η μεταφορά υλικών και ανθρώπινων πόρων. Αυτό το πέτρινο μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από τις σήραγγες, χρησιμοποιείται σήμερα για πεζοπορία με θέα τα γαλήνια νερά του ποταμού, ανάμεσα στη φύση που «οργιάζει» ανενόχλητη. Περπατήσαμε εκεί και μετά κάναμε ράφτινγκ στα νερά του Νέστου – γιου, κατά τη μυθολογία, του Ωκεανού και της Τηθύος. [Ο άνθρωπός σας γι’ αυτές -και άλλες πολλές- δραστηριότητες στον Νέστο θα είναι ο Ηλίας, ιδρυτής τής RiverLand].
Οδεύοντας προς την κοσμοπολίτισσα Καβάλα
Η προτελευταία μέρα του ταξιδιού μάς βρήκε στον δρόμο προς τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, ο οποίος από το 2016 συμπεριλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς τής UNESCO και θεωρείται ως ο σπουδαιότερος της ανατολικής Μακεδονίας. Περιδιαβαίνοντας στον χώρο, «βυθίζεσαι» σε ένα ταξίδι στον χρόνο, το οποίο ξεκινά το 360 π.X., όταν άποικοι από τη Θάσο κατοίκησαν την περιοχή, δίνοντάς της το όνομα Κρηνίδες. Σύντομα, το 356 π.Χ., η πόλη κατακτήθηκε από τον πανίσχυρο τότε Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος την οχύρωσε και της έδωσε το όνομά του. Το 42 π.Χ. έλαβε χώρα εκεί η δραματική μάχη των Φιλίππων και η πόλη μετατράπηκε, μετά την επικράτηση του Οκταβιανού, σε ρωμαϊκή αποικία. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που έμελλε και πάλι να αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης είναι η έλευση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ίδρυσε στους Φιλίππους την πρώτη χριστιανική Εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος, το 49/50 μ.Χ. Τα μνημεία που διασώζονται είναι ζωντανοί μάρτυρες των διαφορετικών πολιτισμών που διασταυρώθηκαν στους Φιλίππους, ανά τους αιώνες.
Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από τον αρχαιολογικό χώρο, βρίσκεται το Ιερό Βαπτιστήριο της Αγίας Λυδίας της Φιλιππησίας. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά, συνοδού του Αποστόλου Παύλου στην περιοδεία του στη Μακεδονία, εκεί, στις όχθες του Ζυγάκτη ποταμού, ο Παύλος βάπτισε την πρώτη Ελληνίδα και Ευρωπαία χριστιανή, την πορφυροπώλιδα Λυδία Φιλιππησία.
Επόμενος σταθμός, το Σπήλαιο Αγγίτη, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 25 χιλιομέτρων βορειοδυτικά της Δράμας, δίπλα στο χωριό Πηγές. Το σπήλαιο που είναι το μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο στον κόσμο, είναι επισκέψιμο -από το 2000- σε μήκος 500 μέτρων, ενώ συνολικά εκτείνεται σε μήκος άνω των 21 χιλιομέτρων. Οι λευκοί και κόκκινοι σταλαχτίτες, οι οποίοι κρέμονται επιβλητικοί πάνω από τα νερά του ποταμού Αγγίτη που διαρρέει το σπήλαιο, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό θέαμα, λαξευμένο για χιλιετίες από τη μάνα φύση.
Πριν φτάσουμε στην Καβάλα, κάναμε στάση στο Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη στην Ανδριανή Δράμας, για μια ξενάγηση στις εγκαταστάσεις του υπερσύγχρονου οινοποιείου, αλλά κυρίως για μια -άλλου είδους- κρασοκατάνυξη!
Η Καβάλα -ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού- μάς υποδέχτηκε γεμάτη χρώματα. Αρχοντική και με έναν αέρα κοσμοπολίτικο, δίπλα στις όχθες της θάλασσας και «σκαρφαλωμένη» στους πρόποδες του όρους Σύμβολο. Μια πόλη ζωντανή και φιλόξενη, όπου το χθες και το σήμερα συνυπάρχουν αρμονικά, παρασύροντας τον επισκέπτη σε ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο.
Αφού περπατήσαμε κατά μήκος του παραθαλάσσιου μετώπου, ανηφορίσαμε προς την Παλιά Πόλη, η οποία είναι γνωστή και ως συνοικία της Παναγίας – ονομασία που οφείλεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στα γραφικά της δρομάκια, «ξεφυτρώνουν» σπίτια μακεδονικής αρχιτεκτονικής βαμμένα στα πιο όμορφα χρώματα, εκκλησίες, οθωμανικά κτήρια και τζαμιά, ιστορικά μνημεία και ταβερνάκια. Στο άκρο της χερσονήσου της Παλιάς Πόλης, ξεπροβάλλει ο Φάρος – από εκεί, όταν υπάρχει καλή ορατότητα, μπορεί κανείς να διακρίνει στο βάθος το νησί της Θάσου, στα δυτικά το Άγιο Όρος και ανατολικά τα παράλια της Κεραμωτής. Και φυσικά, στην κορυφή της Παλιάς Πόλης στέκεται επιβλητικό το Φρούριο της Καβάλας, ένα από τα πιο σημαντικά ιστορικά μνημεία της πόλης. Η θέα από εκεί είναι απίστευτη αφού μπροστά σου απλώνεται η παλιά και η νέα πόλη και φυσικά, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου πελάγους. Κατεβαίνοντας από το Φρούριο συναντά κανείς τις Καμάρες, το μεσαιωνικό Υδραγωγείο της πόλης, το οποίο αποτελεί το πλέον αναγνωρίσιμο μνημείο της Καβάλας.
Το τελευταίο βράδυ στην Καβάλα ήταν μελαγχολικό, όπως «αρμόζει» σε κάθε αποχαιρετισμό που γίνεται με βαριά καρδιά. Την επόμενη μέρα κινήσαμε προς το αεροδρόμιο. Μέσα στο λεωφορείο, ανακάλεσα στη μνήμη μου τις μυρωδιές των πόλεων και ήταν πράγματι έντονες. Ακόμα και σήμερα, την ώρα που κλείνω αυτό το κείμενο, γράφοντας τις τελευταίες λέξεις, τις οσφραίνομαι πεντακάθαρα. Εις το επανιδείν!