Μίλα μου
Ένας ράφτης «νομάς» 93 ετών
Με περίμενε καρτερικά στην αυλή του μ’ ένα ήρεμο βλέμμα κι ένα ζεστό χαμόγελο. Σε μια γωνιά, κοντά στη βιβλιοθήκη, έχει δημιουργήσει τον προσωπικό του «παράδεισο» με τις ραπτομηχανές και τα υφάσματά του. Ο κ. Ανδρέας Αχνιώτης είναι, σίγουρα, ένας υπέροχος άνθρωπος.
Γράφει η Θέκλα Γεωργίου
Ο κύριος Ανδρέας Αχνιώτης με περίμενε καρτερικά στην αυλή του μ’ ένα ήρεμο βλέμμα κι ένα ζεστό χαμόγελο. Το σπίτι του ήταν μικρό, αλλά περιποιημένο και καθαρό. Στη μια πλευρά βρισκόταν ένα μικρό σαλόνι και στην άλλη μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη με φωτογραφίες σε όμορφες κορνίζες· κάποιες απεικόνιζαν τα παιδιά του, άλλες εκείνον στα νιάτα του ή μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, τη Σταυρούλλα.
Σε μια γωνιά, κοντά στη βιβλιοθήκη, έχει δημιουργήσει τον προσωπικό του «παράδεισο» με τις ραπτομηχανές του και όλων των λογιών τα υφάσματα φυλαγμένα σε βαλίτσες. Στην επιφάνεια εργασίας του ήταν προσεκτικά διπλωμένες μερικές από τις δημιουργίες του, κάποιες ποδιές, τσαντούλες, τσαντάκια, πετσέτες και τραπεζομάντηλα.
Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Σαββάτου είχα την τύχη να συνομιλήσω με έναν υπέροχο άνθρωπο, γεμάτο ενέργεια και δίψα για ζωή – παρά τα 93 του χρόνια.
Μου έφτιαξε καφέ και έβαλε στο πιάτο ζεστά αλμυρά. Ξεκίνησε να μου διηγείται την ιστορία του και σύντομα αντιλήφθηκα πως τα «κεφάλαια» της ζωής του εύκολα θα μπορούσαν να γίνουν βιβλίο. Μου μίλησε για την ανάγκη να μάθει ράψιμο στα 12 του χρόνια, για τον «πόθο» του να μάθει εγγλέζικα, για τη λατρεία που είχε για το ποδόσφαιρο, για τις δυσκολίες που βίωσε και τον έκαναν πιο δυνατό, αλλά και για τα οκτώ παιδιά του. Τέλος, μου μίλησε για το πώς περνά τις μέρες του σήμερα, στο μικρό προσφυγικό του σπίτι στη Λακατάμια.
Το ράψιμο
Ο κ. Ανδρέας έμαθε την τέχνη του ραψίματος όταν ήταν μόλις 12 ετών. Η ανάγκη τον οδήγησε στα σκαλοπάτια ενός ράφτη στον κατεχόμενο Άγιο Γεώργιο Σολέας, όπου έμενε με την οικογένειά του, για να μάθει την τέχνη.
Όπως μου λέει, ήταν δύσκολες εποχές τότε, αφού η φτώχεια και η πείνα μάστιζαν την Κύπρο. Όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) είχε ήδη ξεκινήσει. Ένας πόλεμος που συνέπεσε με την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878-1960).
Οι γονείς του δεν είχαν χρήματα, για να τον στείλουν στο Γυμνάσιο. Έπρεπε λοιπόν, να μάθει μια τέχνη, ώστε να βρει δουλειά και να βοηθήσει την οικογένειά του, η οποία με το ζόρι τα έβγαζε πέρα. Ο πατέρας του είχε καταταγεί στον αγγλικό στρατό και ο μικρός Ανδρέας ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας.
Η μητέρα του, η κυρά Φρόσω, που ήταν η ράφτρα της περιοχής, τον παρακίνησε να μάθει ράψιμο, πράγμα το οποίο και έκανε. Τότε, δεν μπορούσε να φανταστεί πως το ράψιμο θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερές του αγάπες που θα τον συντρόφευε μέχρι σήμερα.
Ο κ. Ανδρέας όμως, είχε και τον διακαή πόθο να μάθει εγγλέζικα. Έτσι, ένας δάσκαλός του που τον αγαπούσε πολύ, έκανε αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο επέτρεψε στον μικρό τότε Ανδρέα να φοιτήσει στο σχολείο της κατεχόμενης σήμερα Πέτρας, όπου γινόταν μάθημα αγγλικών. Έξι μήνες μετά όμως, η οικογένειά του έπρεπε να μετακομίσει στην Έγκωμη λόγω της δουλειάς του πατέρα του.
«Τα αδέρφια μου πήγαν Δημοτικό, εγώ όμως στον μάστρο για ράψιμο. Ήθελα όμως να μάθω εγγλέζικα και βρήκα μια κοπέλα, αδιόριστη δασκάλα και κόρη του παπά της εκκλησίας και κανονίσαμε να της δίνω 15 σελίνια τον μήνα και να πηγαίνω κάθε μέρα τα απογεύματα για 15 λεπτά να μου κάνει μάθημα αγγλικών», μου λέει.
Τα αγγλικά, εν τέλει, τον βοήθησαν πολύ στη ζωή του, αφού όχι μόνο διευκόλυναν την καθημερινότητά του, αλλά μεταγενέστερα του άνοιξαν και πόρτες σε δουλειές, με καλύτερες συνθήκες.
Ένας ράφτης «νομάς»
«Η ζωή τότε δεν ήταν καθόλου εύκολη, όσα θεωρούμε σήμερα δεδομένα, σ’ εκείνα τα χρόνια ήταν ζητούμενα», λέει ο κ. Αχνιώτης. Δεν είχε όμως παράπονο, αφού ο ίδιος δεν φοβήθηκε ποτέ τη δουλειά και άρπαζε κάθε ευκαιρία που του δινόταν. Μου διηγείται, καθώς μιλάμε, και για την εποχή που πήγαινε με τα πόδια καθημερινά στη Λεύκα, τρία μίλια από τον Άγιο Γεώργιο, για να ράψει τρία παντελόνια και να λάβει μεροκάματο ένα σελίνι.
Ο δρόμος, που έπαιρνε για να φτάσει στον προορισμό του, δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος και μόλις που χωρούσε ένα αυτοκίνητο. «Περπατούσα και κοίταζα μην πέσω στα χωράφια, ήταν πολύ δύσκολη περίοδος αλλά άντεχα», λέει και τα μάτια του βουρκώνουν καθώς φέρνει στον νου του τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Κάποια στιγμή, ένας κύριος προσέγγισε τον κ. Αχνιώτη και του πρόσφερε δουλειά στην Πέτρα που ήταν πιο κοντά από τη Λεύκα σε σχέση με το σπίτι του. Θα του έδινε κιόλας μισό σελίνι παραπάνω από όσα έπαιρνε μέχρι τότε. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, και παρά τις δυσκολίες και τις κακουχίες, υποδέχτηκε με ευγνωμοσύνη και αυτό το «κεφάλαιο» της ζωής του.
Κάπως έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια και ο Ανδρέας στα 17 του πλέον χρόνια έμαθε αγγλικά, τελείωσε τη ραπτική και μετέβη στην κατεχόμενη σήμερα Άχνα όπου άνοιξε το πρώτο του μαγαζάκι. Λίγο καιρό μετά έφυγε από εκεί και επέστρεψε στο χωριό του, τον Άγιο Γεώργιο, όπου ζούσε η μητέρα του. Ούτε εκεί όμως έκατσε για πολύ, αφού η νεολαία του Καλού Χωριού Λεύκας τού πρότεινε να ανοίξει το μαγαζί του στο χωριό τους, για να συμμετέχει και στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα. Μάζεψε, λοιπόν, για άλλη μια φορά τα υπάρχοντά του και άνοιξε το ραφτάδικό του εκεί, για να μπορεί να ασχολείται και με την άλλη μεγάλη αγάπη του, το ποδόσφαιρο. Στα 25 του παντρεύτηκε την αγαπημένη του Σταυρούλλα, με την οποία μεταγενέστερα απέκτησαν οκτώ παιδιά.
Τα (πολύ) δύσκολα χρόνια
Τα μεγάλα βάσανα, όπως λέει ο κ. Αχνιώτης, άρχισαν όταν ξεκίνησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ. «Τότε, είχαμε με τη Σταυρούλλα το πρώτο μας παιδί, τον Μιχάλη. Στα δύο χρόνια αναγκαστικά σταμάτησα το ράψιμο, διότι βγήκε φιρμάνι για μποϋκοτάζ στα προϊόντα που έρχονταν από την Αγγλία, μεταξύ αυτών και τα κασμίρια. Έτσι δεν είχα να ράψω». Στα χρόνια που ακολούθησαν, χρειάστηκε να αλλάξει πολλές δουλειές. Όταν τελικά βρήκε μια καλή θέση εργασίας σε μεγάλη εταιρεία, έγινε η Τουρκική Εισβολή.
Από το Καλό Χωριό της Λεύκας, έπιασε την οικογένειά του και πήγαν στις Γερακιές, όπου έψαχναν εργάτες, για να μαζέψουν τα ξύλα από ένα δάσος που κάηκε από τους βομβαρδισμούς. Ο κ. Ανδρέας έγινε οδηγός του φορτηγού που μετέφερε τους εργάτες και μέσα σε διάστημα λίγων ημερών προήχθη σε επιστάτη της ομάδας, λόγω της εργατικότητας και του ζήλου που επέδειξε.
Αργότερα προσλήφθηκε από μια εταιρεία και πήγε στα Αραβικά Εμιράτα όπου δούλεψε περίπου πέντε με έξι χρόνια. Κάθε πέντε μήνες ερχόταν στην Κύπρο, έβλεπε την οικογένειά του για έναν μήνα και μετά επέστρεφε πίσω στην ξενιτιά. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που ένα πρόβλημα υγείας τον «υποχρέωσε» να επαναπατριστεί. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, εργάστηκε στην υπεραγορά που λειτουργούσε τότε ο γιος του, την οποία άνοιξε με τη βοήθεια του κ. Αχνιώτη.
Η επιστροφή στη μεγάλη του αγάπη
Μετά από μερικά χρόνια αναγκαστικής αποχής από το ράψιμο και αφού μεγάλωσε τα παιδιά του, τα σπούδασε και εξασφάλισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μέλλον τους, ο κ. Ανδρέας αγόρασε ένα οικόπεδο, φύτεψε δέντρα και έκανε ένα μικρό περιβόλι, το οποίο φροντίζει σαν να ήτανε κι αυτό παιδί του.
Αφορμή για να ασχοληθεί ξανά με το ράψιμο αποτέλεσε ένας φίλος του γιου του, ο οποίος έφτιαχνε κουρτίνες και του έδωσε αρκετά κομμάτια ρούχων που δεν τα χρειαζόταν.
Σήμερα ο κ. Ανδρέας περνά τις μέρες του ήρεμα, με μπόλικο ράψιμο, αρκετές βόλτες στη γειτονιά και φροντίζοντας φυσικά το περβόλι του. Το ράψιμο το κάνει γιατί το αγαπά και τις δημιουργίες του τις χαρίζει απλόχερα στους δικούς του ανθρώπους και όχι μόνο.
«Το ράψιμο είναι σαν ένα παιχνίδι που το αγαπάς. Έχει εναλλαγές και ποικιλίες. Κάνεις ένα κομμάτι έτσι, ένα κομμάτι διαφορετικό.… Περνώ με αυτά και είμαι ευτυχισμένος».
Ο κ. Ανδρέας είναι ένας άνθρωπος χορτάτος από τη ζωή, όπως μού λέει. Ό,τι έκανε το έκανε με τα χέρια του, με σκληρή δουλειά, επιμονή και υπομονή. Δεν παρανόμησε ποτέ, σεβόταν τους νόμους, δεν ζήλεψε ποτέ κανένα, αγαπούσε τους ανθρώπους, προσπαθούσε πάντα να είναι δίκαιος και σωστός και συμβουλεύει τους νέους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
«Είμαι ευτυχισμένος γιατί είμαι πλούσιος. Είμαι πλούσιος γιατί δεν χρωστώ σε κανένα. Είμαι καλά, σπούδασα τα παιδιά μου, τώρα έπιασαν καλές δουλειές, τι άλλο να θέλω;», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αυτή, λοιπόν, είναι με λίγα λόγια η ιστορία του κ. Ανδρέα Αχνιώτη. Ενός ανθρώπου που δεν τα παράτησε ποτέ, που δεν τα έβαλε κάτω όσα εμπόδια κι αν υψώθηκαν στον δρόμο του. Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που η ψυχή του δεν γέρασε ποτέ, ενός ανθρώπου πλούσιου σε συναισθήματα, πλούσιου στην ψυχή και στο πνεύμα. Προσωπικά με ενέπνευσε πολύ.
Οι δημιουργίες του κου Ανδρέα Αχνιώτη θα φιλοξενηθούν σε έκθεση που θα γίνει στο γραφείο της κόρης του, Μαρίας Αχνιώτου (διεύθυνση: Προδρόμου 11, δίπλα από την εκκλησία Προδρόμου στον πρώτο όροφο, αριθμός 3), την Παρασκευή 16/12, ώρα 17:00-19:30 και το Σάββατο 17/12, από τις 10:00 έως τις 17:00. Μέρος των εσόδων θα δοθεί στον Αντικαρκινικό Σύνδεσμο Κύπρου.