Μου χρωστάς έναν Αύγουστο

Εις μνήμην παρόντων, απόντων, ξεχασμένων, αξέχαστων, νέων, παλιών, μονίμων, περιστασιακών, σημαντικών, φευγαλέων, γνωστών, αγνώστων, γνωστών-αγνώστων… Για όσους είναι, ήταν ή και θα μπορούσαν να είναι/ήταν «μα»…

Article featured image
Article featured image


Μου χρωστάς μια μέρα αφιερωμένη μόνο σ’ εμένα, σαν να υπάρχω μόνο εγώ. Που θα προλαβαίνεις κι ο χρόνος θα ‘ναι με το μέρος μας, που δεν θα κτυπήσει τηλέφωνο και «συγγνώμη, δώσε μου ένα λεπτό». Θέλω να ξυπνήσω και να μην έχεις κάτι άλλο να μου πεις, παρά μόνο ένα «σε περιμένω». Εμένα και τίποτα άλλο. Που δεν θα ΄χουμε κάτι δήθεν σημαντικό να πούμε και κάτι άλλο, δήθεν σημαντικό να κάνουμε.

Κι εγώ σου χρωστάω, ένα «σ’ αγαπώ» χωρίς «αλλά» κι άλλα. Νομίζεις πως δεν ξέρω πως είσαι με το παράπονο; Ποιο αυτονόητο και παραμύθια-τούμπανα, τίποτα βαρύ δεν νοείται μόνο του. Και τότε θα μείνει μια στιγμή. Η ώρα που θα ‘χουν στερέψει τα ρουτινιασμένα λόγια και θα μας έχουν περισσέψει μόνο τ’ ανείπωτα. Αν έρθει, τότε ας αφήσουμε τα μάτια και τα βλέμματα να πουν ό,τι δεν έχουν πει καιρό τώρα, κι ό,τι οι λέξεις απέτυχαν να θυμίσουν, να εκφράσουν.

Μου χρωστάς να με πας κάπου κοντά… και κάπου μακριά. Ταυτόχρονα. Δεν με νοιάζει να μυρίζει θάλασσα ή να πιάνεις με τη χούφτα σύννεφο. Να ‘ναι κάπου όμορφα, ήσυχα, με χαμηλό φως και χαμηλές προσδοκίες. Κάπου ταπεινά. Να μην έχει πολλά από τα σχεδόν τίποτα. Κι όταν φτάσουμε εκεί, μου χρωστάς δύο λέξεις. Και θέλω να τις ψελλίσεις ήσυχα, σιγανά, χωρίς θορύβους και περιττά. Κι ορκίζομαι πως δεν θα απαντήσω σε αυτές με κάτι μικρότερο από μια μεγαλοπρεπή σιωπή.

Μου χρωστάς ένα ταξίδι στην πρώτη μας φορά, στο πρώτο μας βράδυ. Τις ένιωσες κι εσύ τις πεταλούδες, εκεί στο στομάχι δεν λεν πως πετούν; Πάει καιρός φυσικά, δεν ξέρω αν αναθεώρησες τι σημαίνει ρίγος, επιθυμία... Και μου χρωστάς και μια εξήγηση. Γιατί το «σε θέλω» έγινε «θέλω λίγο χρόνο μόνος»; Πότε ο «λίγος χρόνος» έγινε… χρόνος, πότε φτάσαμε στο «ρε συ πού χάθηκες» και γιατί έχω από τότε να σε δω; Την ειλικρινή σου εξήγηση, όχι το βλακώδες ψέμα που σκαρφίστηκες, τάχατες για να μη με πειράξεις. Πες την τώρα, που έχει ανοσία από εσένα η καρδιά.

Σου χρωστάω κι εγώ μια ακόμη αλήθεια. Ναι, για τότε. Η απόσταση και τα χρόνια μού την φανέρωσαν, τότε στα μικράτα μου, μου ‘ριξες σκόνη στα μάτια και δεν έβλεπα. Ειλικρινά; Δεν σ’ έσωνα, δεν σ’ άντεχα. Να στο πω κι αλλιώς. Στα ίσα. Το ποσό πολύ σε αγάπησα ήταν τόσο πολύ που με είχε σκάσει. Άμα σ’ έκανα να το καταλάβεις, συγγνώμη. Μεγαλώνοντας, δεν ξέρω και τι δεν θα έδινα για εκείνο το ρίγος και την επιθυμία που λέγαμε, εκείνης της παραμονής Πρωτοχρονιάς. Είπα να στο πω, να το ξέρεις. Ίσως το λέω για να το ακούσω κι εγώ δυνατά.

Κι εσύ, πρώτο φιλί; Μου χρωστάς κι εσύ μια συγγνώμη που έφυγες όπως έφυγες. Και εγώ σου χρωστάω την ίδια που σε κράταγα ενώ έβλεπα πως τα φτερά σου δεν θα σε κράταγαν ποτέ εδώ. Και χρωστάω και μια συγγνώμη σ’ εκείνους που πλήρωσαν τα σπασμένα σου, με τις ανόητες, μετά-εφηβικές, θεατρικές μου παραστάσεις του «εγώ, σενιόρ, δεν πέφτω σε αυτή την παγίδα πια». Αγέρωχος κι αλύγιστος, για τα μάτια του κόσμου -ίσως και για τα μάτια μου. Μαγκιά, σε παρερμήνευσα.

Μου χρωστάς κι εκείνον τον καφέ. Δεν θυμάμαι καν πώς τον πίνεις πια, γουλιά στη γουλιά του και στο «δεν θα χαθούμε» η ζωή μάς προσπέρασε -περίμενε ποτέ και κανέναν;- και ξεχάσαμε και πώς είναι να ονειρευόμαστε. Θυμάσαι πόσο πιο απλό ήταν; Το όνειρο, ρε συ! Ένα άραγμα, ένα απόγευμα κάτω στον Λυκαβητό ήταν! Όλη την τράπουλα της ζωής κρατάγαμε στα χέρια μας κι εμείς δεν ξέραμε ποιο φύλλο να τραβήξουμε. Και δεν θυμάμαι να μας ένοιαζε και πολύ. Ό,τι έφερνε, καλώς ερχόταν. Δεν ήταν όλα «πολύ σημαντικά» που έκαναν το σημαντικό σχεδόν να μην αχνοφαίνεται. Αναρωτιέμαι. Έχουμε πια κάτι, κάτι κοινό; Ή μας ενώνει μόνο το παρελθόν; Αν ειν’ αυτό, καλό είναι να το μάθουμε τελικά. Δεν νομίζεις;



Μου χρωστάς ένα ακόμη μάθημα. Πολλές φορές σκέφτομαι τι θα έλεγες στη θέση μου. Πώς θα απαντούσες, ποιες λέξεις θα άλλαζες, πώς θα το χειριζόσουν. Και πάλι δεν είμαι σίγουρος αν το έκανα τόσο καλά όσο μου το ‘δείξες. Αν το έκανα με τρόπο που δεν θα ‘χες τίποτα να αλλάξεις. Μακάρι να ‘μουν εκεί να μου μάθεις και άλλα. Ή να ‘σουν εσύ εδώ για να νιώσω ασφαλής στη παρουσία σου. Μαζί να ‘μασταν πάντως.

Δεσποινίς; Μου χρωστάς ένα «στα ‘λεγα εγώ». Τα κατάφερες τελικά μικρή μου μεγάλη. Έκανες το δικό σου. Ποιος βάζει πάνω από όλα την αγάπη την σήμερον ημέρα, ποιος εγκαταλείπει ό,τι έχει και δεν έχει για έναν έρωτα; Ποιος ρίχνει μαύρες πέτρες; «Δεν πας καλά», σου ‘λεγα αλλά τελικά καλύτερα απ’ όλους πας. Τον πιο σωστό δρόμο διάλεξες. Απ’ τη δύσκολη, την αγκαθωτή διαδρομή και από τα πολύ σκοτεινά διάβαινες, αλλά έφτασες στα καλύτερα. Σε παραδέχομαι και χρωστάω να σ’ το ομολογήσω.

Κι εσύ, κύριος, «θα ‘μαι για πάντα εδώ»; Μου χρωστάς ένα αντίο. Το σωστό, το τέρμα αιχμηρό, το τελευταίο. Είπες ένα στα πεταχτά εκεί στις αναχωρήσεις, με μάτια γιομάτα χωσμένο κλάμα αλλά μου το ‘κρύψες πως πήρες εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Να ξέρω τουλάχιστον να σε αγκαλιάσω πιο σφικτά, να σε αποχαιρετήσω από την πύλη. Ίσως έτσι να άλλαζες γνώμη και να έμενες. Θα άλλαζες; Συγγνώμη. Στο χρωστάω κι αυτό. Σχώρα με, και μάθε πως εγώ σε έχω ήδη συγχωρέσει. Για όλα όσα ήθελες να μου ζητήσεις συγγνώμη. Ξέρω ποια είναι, σε ξέρω κι εσένα, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Μου ‘χει λείψει κι η ανάποδή σου, μου ‘χει λείψει η φάτσα σου, αλλά δεν την έχω ξεχάσει. Ούτε αυτήν, ούτε τη φωνή σου. Τη βαριά, την επιβλητική. Μου λείψανε ναι, αλλά δεν τα ξέχασα. Με αυτά κοιμάμαι. Με αυτά ξυπνάω.

Κι εσύ «όλα μου»; Εσύ που με ακούς ακόμη κι όταν σε κουφαίνω; Που με αντέχεις όταν δεν μ’ αντέχω εγώ; Που πατάω 40 κι ακόμη βλέπεις στα μάτια σου εκείνο το πεντάχρονο που εγώ παλεύω να βρω; Τι μπορεί να μου χρωστάς εσύ; Μου χρωστάς ένα «δεν μας παρατάς»; Για εκείνη τη φορά που βγήκα εκτός εαυτού, που σε πήρα δεδομένη, που σε παίρνω δεδομένη, που βιάζομαι, που «είμαι μίτινγκ, δεν μπορώ να μιλήσω», που ξέχασα, που βαρέθηκα, που αποτυχημένα προσπάθησα να με μεγαλώσω στα μάτια σου. Κι εγώ να ξέρεις, σου χρωστάω. Τα πάντα. Τη ζωή μου από τη μέρα μηδέν.

Μου χρωστάς έναν Αύγουστο. Μου χρωστάω μια απόδραση. Και συχνές επαναξιολογήσεις. Κι εύχομαι να ήμουν λίγο «δεν βαριέσαι» παραπάνω. Έλα που δεν βαριέμαι όμως.

Τελικά; Πόσες συγγνώμες, πόσα σ’ αγαπώ και πόσα «άστο» χρωστάω; Κρατάς λογαριασμό;

d696216726a176acebdf01ffce47c506--heartbreaking-quotes-koko.jpg

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ