Όσοι κοιμούνται συνήθως αργά το βράδυ, μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για διάφορες παθήσεις, όπως διαβήτη τύπου 2 και καρδιοπάθεια, σε σχέση με τους πρωινούς τύπους που ξυπνάνε νωρίς, επειδή το σώμα των τελευταίων χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά το λίπος τους ως πηγή ενέργειας και επίσης ανταποκρίνεται καλύτερα στη δράση της ινσουλίνης, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Ο λεγόμενος χρονότυπος ενός ανθρώπου, αν δηλαδή είναι κάποιος γενικά νυχτερινός ή πρωινός τύπος, επηρεάζει τον κύκλο δραστηριότητας και ύπνου του μέσα στο 24ωρο, κάτι που έχει επιπτώσεις στον μεταβολισμό και στην υγεία του γενικότερα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Rutgers στο Νιου Τζέρσι, με επικεφαλής τον καθηγητή Στίβεν Μάλιν, οι οποίοι μελέτησαν επί μία εβδομάδα 51 υπέρβαρα μεσήλικα άτομα και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό πειραματικής φυσιολογίας «Experimental Physiology», βρήκαν ότι όσοι μένουν ξύπνιοι μέχρι αργά το βράδυ, έχουν μειωμένη ικανότητα να χρησιμοποιήσουν το λίπος του σώματος τους ως ενέργεια, με αποτέλεσμα τα λιπίδια να αυξάνονται στο σώμα τους και έτσι να αυξάνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος, ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη κ.ά.
Οι μεταβολικές διαφορές ανάμεσα στους δύο βασικούς χρονότυπους - η αιτιολογία των οποίων δεν έχει εξηγηθεί ακόμη επαρκώς - σχετίζονται με το πόσο καλά ένας άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει την ορμόνη ινσουλίνη για να διευκολύνει τα κύτταρά του να χρησιμοποιήσουν τη γλυκόζη ως ενεργειακή πηγή. Οι πρωινοί τύποι που είναι δραστήριοι από νωρίς, βασίζονται περισσότερο στο σωματικό λίπος ως ενεργειακή πηγή, ενώ είναι και πιο ευαίσθητοι στην ινσουλίνη.
Από την άλλη, οι νυχτερινοί τύποι - γνωστοί και ως «κουκουβάγιες» - χρησιμοποιούν συνολικά λιγότερο λίπος τόσο σε φάση ηρεμίας όσο και άσκησης, ενώ εμφανίζουν παράλληλα μεγαλύτερη ινσουλινοαντίσταση. Συνεπώς το σώμα τους χρειάζεται περισσότερη από την εν λόγω ορμόνη για να μειώσει τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα τους, ενώ ο οργανισμός τους τείνει επίσης να χρησιμοποιεί περισσότερους υδατάνθρακες παρά λίπη ως ενεργειακή πηγή.