Λιτλ Μάρω

Article featured image
Article featured image

Πάρκαρε κοντά στην είσοδο, έβγαλε το κράνος και τα γάντια της κι άρχισε να ξεδένει μερικά απ’ τα μπαγκάζια που ήταν φορτωμένα στη μοτοσυκλέτα. Μπήκε στο ξενοδοχείο, διέσχισε το λόμπι και πλησίασε τον ψηλό μαρμάρινο πάγκο. Αμόλησε τα συμπράγκαλά της κάτω και περίμενε τον καλοχτενισμένο ρεσεψιονίστ να τελειώσει το τηλεφώνημά του. Το μάτι της έπεσε στο ταμπέλακι που είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του. «Αιμίλιος» έγραφε.

«Καλησπέρα. Παρακαλώ, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» τη ρώτησε με το που έβαλε το ακουστικό στη θέση του.

«Αιμίλιε, υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο για απόψε;».

«Για απόψε, για απόψε...» μονολογούσε κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή του.

Μετά από λίγη ώρα, η Μάρω, περπατούσε στο διάδρομο του πέμπτου ορόφου του ξενοδοχείου. Έφτασε στο δωμάτιό της, πέρασε την κάρτα στην ειδική υποδοχή και έσπρωξε τη ξύλινη πόρτα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τραβήξει τη χοντρή κουρτίνα του μεγάλου παραθύρου. Είχε ξεκινήσει να ψιλοβρέχει. «Σωστό τάιμιγκ» σκέφτηκε. Ίσα που πρόλαβε τη βροχή. Κοίταξε στο βάθος, φαινόταν η παραλιακή λεωφόρος. Σουρούπωνε. Έβγαλε το τζάκετ και τις μπότες. Είχε ανάγκη από ένα καυτό μπάνιο.

Έξι βράδια είχε να κοιμηθεί σε δωμάτιο ωστόσο δεν της έλειψαν, ούτε το κρεβάτι, ούτε το μπάνιο, ούτε η θαλπωρή της στέγης. Η αλήθεια είναι πως της είχε λείψει ένα σωστό dry martini σε μια καλή μπάρα. Τις τελευταίες μέρες, στα ορεινά χιλιόμετρα, τη φιλοξενούσαν  έρημα χωριά, τα δάση και οι κάμποι. Έστηνε το ατομικό αντίσκηνό της, άναβε φωτιά και είχε τα μάτια της δεκατέσσερα. Όχι τόσο για κλέφτες, ανώμαλους και τέτοια, αλλά για μπάτσους. Μα είναι δυνατόν να απαγορεύεται το ελεύθερο κάμπινγκ; Ευρωπαϊκές οδηγίες και κουραφέξαλα.

Αυτά τριγυρνούσαν στο μυαλό της καθώς απολάμβανε το νερό που έτρεχε στο κορμί της και εισέπνεε τις μυρωδιές του υγρού σαπουνιού από ιαπωνική ορχιδέα και πιπερόριζα.

Οι ατμοί στο τεράστιο μπάνιο είχαν θολώσει τους καθρέφτες, κάνοντας τον χώρο να μοιάζει με σάουνα. Πέρασε εκεί μέσα πολλή ώρα. Ήταν Παρασκευή και θα έμενε στο κέντρο της πόλης.

Ξέθαψε απ’ τα μπαγκάζια της  καθαρό τζιν, τα δερμάτινα σανδάλια και τη μοναδική καλή μπλούζα που κουβαλούσε μαζί της στο ταξίδι. Μια μαύρη, από λεπτό ύφασμα μπλούζα που έδενε στο λαιμό, αφήνοντας ακάλυπτη σχεδόν όλη την πλάτη. Δεν θα φορούσε σουτιέν.

Έβαλε άρωμα και κραγιόν -πράγμα που είχε να κάνει πολύ καιρό και μπήκε στο ασανσέρ. Κατέβαινε τους πέντε ορόφους και χάζευε το είδωλό της στον καθρέφτη. Έφτασε στο ισόγειο και περπάτησε μέχρι το μπαρ του ξενοδοχείου. Κάθισε στο στουλ της γωνίας και μ’ ένα νεύμα κάλεσε τον μπάρμαν. Ύστερα από μερικά λεπτά κρατούσε στα δάχτυλά της το παγωμένο ποτήρι. Ήπιε την πρώτη γουλιά, άφησε διακριτικά ένα μακρόσυρτο «μμμ» και στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Ταυτόχρονα ένιωσε την επιθυμία να καπνίσει. Δανείστηκε τσιγάρο και φωτιά απ’ τον ευγενικό, νόστιμο μπάρμαν. Βγήκε στο αίθριο και το άναψε. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και κοίταξε ψηλά. Η βροχή είχε σταματήσει. Μύρισε τη βρεγμένη γη, ο ουρανός είχε καθαρίσει. Ξεχώρισε με σχετική ευκολία τη μεγάλη Άρκτο.

Έβλεπε τα αστέρια και συλλογιζόταν πόσο ευτυχισμένοι θα ήταν όλοι οι άνθρωποι αν έκαναν αυτό που πραγματικά γούσταραν. Αν προσπαθούσαν να βγουν απ’ το καβούκι τους, να έσπαζαν τα όποια δεσμά τους. Η Μάρω το πέτυχε αν και πριν δυο-τρία χρόνια δεν το φανταζόταν καν.

Στράφηκε ένα χρόνο πίσω, θυμήθηκε πως ήταν η ζωή της κι έπαθε μικρό σοκ. Απ’ τη διαδρομή σπίτι-δουλειά δουλειά-σπίτι, με το ασφαλές Βόλβο του δικού της, βρέθηκε τώρα καβάλα σε μια μηχανή να διασχίζει τα Βαλκάνια.

Απ’ το «Μωρό μου, τι κρουαζιέρα να πάμε φέτος;» βρέθηκε με μια σκηνή και υπνόσακο να διανυκτερεύει στη μέση του πουθενά. Από το κλασσικό κυριακάτικο τραπέζι στα πεθερικά της, βρέθηκε να φιλοξενείται σε σπίτια άγνωστων στα αλβανικά σύνορα.

Ένιωθε περήφανη. Γεμάτη αυτοπεποίθηση ήθελε να φωνάξει με όλη τη δύναμη της φωνής της: «Ξυπνάτε ρεεεεεεεε!».

Τελείωσε το μαρτίνι της, έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα. Επέστρεψε στο στουλ της και έψαξε τον μπάρμαν για να παραγγείλει δεύτερο. Πρόσεξε πως κάποιος ξενέρωτος τον είχε αντικαταστήσει, ο οποίος κουβέντιαζε με  πελάτη στην άλλη γωνία. «Να πα να γαμηθεί» ψιθύρισε, άφησε χρήματα κάτω απ’ το άδειο ποτήρι και έφυγε για το δωμάτιό της. Ήταν κουρασμένη εντούτοις δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Το ασανσέρ άνοιξε μα η Μάρω κοντοστάθηκε. Έκανε μεταβολή. Θα πήγαινε να ρίξει μια ματιά στη μοτοσικλέτα της. Να ελέγξει πως όλα ok και να της πει ένα...καληνύχτα. Βγήκε έξω και περπατούσε αργά προς το σημείο όπου είχε παρκάρει. Πλησιάζοντας, είδε έναν άντρα  να στέκεται εκεί, να παρατηρεί και να περιεργάζεται σκεφτικός. Η Μάρω επιτάχυνε το βήμα της και με έντονο ύφος ρώτησε: «Ε, φίλε, τρέχει τίποτα;».

«Εσείς;» αναφώνησε έκπληκτος ο νεαρός.

Η Μάρω προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό της. Ήταν ο μπάρμαν. Είχε σχολάσει και έφευγε. Έπιασαν κουβέντα. Για τεχνικά θέματα, διαδρομές και ταξίδια. Και καθώς μιλούσαν για μηχανές, ο ευγενικός μπάρμαν έγινε θρασύς. Απέκτησε ένα χαριτωμένο, ενδιαφέρον, θράσος.

«Θα με πας μια βόλτα;» της πέταξε.

Η Μάρω προς στιγμή κόμπλαρε, έριξε μια ματιά στον ουρανό και μετά τον κοίταξε στα μάτια.

«Κοίτα, τώρα, το μωρό ξεκουράζεται. Δεν τη ξεκινάω με τίποτα. Αλλά θα γούσταρα πολύ να περπατήσω μέχρι το Λευκό Πύργο. Είσαι;».


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ