Ελλάδα
«Έξω από την πόρτα μας μια οικογένεια με μωρά: η μικρή είχε 37,4 πυρετό»
Χθες το βράδυ γυρίσαμε σπίτι από το σαββατιάτικο ποτό κάπου κοντά στη 1 π.μ.
Έξω έριχνε καρέκλες, τραπέζια και τραπεζαρίες -από τη βροχή δεν έβλεπες μπροστά σου. Κάτω από τη μικροσκοπική τέντα του υπαίθριου μανάβικου συνωστίζονταν μια 50αριά πρόσφυγες, ανάμεσά τους πολλές μανάδες με μωρά στην αγκαλιά τους.
Η εξώπορτα στο σπίτι άνοιξε, το νεύμα έγινε και οι πρόσφυγες μπήκαν μέσα. 50 άνθρωποι στα σκαλιά, από την εξώπορτα μέχρι τον ημιώροφο. Έξω από την πόρτα μας μια οικογένεια με μωρά: η μικρή είχε 37,4. Δώσαμε παιδικό ντεπόν και μπανάνες, η Δήμητρα έφτιαξε τοστάκια και η Πέγκυ από δίπλα έπλυνε σταφύλια, βγάλαμε κουβέρτες και μαξιλάρια.
Ξαπλώσαμε, αλλά δεν μας ερχόταν ύπνος. Ώσπου γύρω στις 2:30 διακρίναμε το καρούμπαλο ενός περιπολικού να φωτίζει στο δρόμο και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει. Ένας χίπστερ, όχι πάνω από 30 χρονών, από τον 4ο είχε καλέσει την αστυνομία για να τους διώξει. Ακούσαμε έκπληκτοι τους αστυνομικούς να του ζητούν να δείξει κατανόηση και να τους αφήσει να ξημερώσουν στην είσοδο λέγοντάς του «Είναι μητέρες με παιδιά, δεν πρόκειται να σας κλέψουν. Σας ζητάμε να αποσύρετε την καταγγελία και αν φοβάστε να κλειδώσετε δύο φορές». Επέμενε: δεν ήταν δικό του πρόβλημα λέει. Κατεβήκαμε κάτω, κάναμε καβγά. Έφυγε όταν έφυγαν και οι πρόσφυγες. Έμειναν μόνο δύο ή τρεις οικογένειες μπροστά στην πόρτα μας.
Η νύχτα είχε συνέχεια: στην πλατεία έφθασε ένα λεωφορείο της ΕΘΕΛ για να πάρει πρόσφυγες και να τους πάει κάπου κλειστά, χωρίς άδεια από τη διοίκηση. Το οδηγούσε ο Αποστόλης: «Ο προϊστάμενος είναι φασίστας, δε μου έδωσε άδεια να κινήσω το λεωφορείο. Το πήρα μόνος μου και ήρθα. Έδωσε εντολή σύλληψης. Θα πάω τους πρόσφυγες να κοιμηθούν και μετά ας με συλλάβουν». Νέες διαπραγματεύσεις. Ένας - δυο μπάτσοι επιμένουν ότι υπάρχει εντολή σύλληψης και πρέπει να τον πάρουν, οι υπόλοιποι προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Οι πρόσφυγες που διώχθηκαν από την είσοδο στρώνουν τα σλίπι-μπαγκ τους στη βροχή ή καταφεύγουν σε καρέκλες στις καφετέρειες.
Από τηλέφωνα εμφανίζεται στην πλατεία ο υπουργός Μεταφορών. Δεν υπάρχει κάτι κακό να πω: μας ρωτάει τι προτείνουμε, παίρνει τηλέφωνα και ανοίγει το σταθμό της Βικτώριας για να μπουν οι πρόσφυγες. Κάθεται εκεί μέχρι να μπουν οι πρόσφυγες μέσα. Παίρνουμε τον Αποστόλη και φεύγουμε, ο ράμπο που ήθελε να τον συλλάβει φεύγει τσατισμένος σπινιάροντας, ένας μπατσάκος μας πλησιάζει απολογητικά: «Εμείς δεν είμαστε ΜΑΤ. Θέλουμε να βοηθήσουμε, το καλό είναι ότι οι εντολές είναι να το δούμε ανθρωπιστικά και αναγκάζονται να προσαρμοστούν και οι άλλοι».
Καθόμαστε σπίτι με τον Αποστόλη τον οδηγό και καφέ, μέχρι τις 6. Μας λέει πώς πιάσανε πόστα οι Αυτόνομοι Εθνικιστές στο σωματείο και στην ΕΘΕΛ και πώς τους αντιμετωπίζουν. Τι γίνεται με τους κεφαλοκυνηγούς που βγαίνουν σεργιάνι για πρόστιμα και εισιτήρια. Ότι το αμαξοστάσιό του είναι στο Ελληνικό και πάει για ιδιωτικοποίηση. Φεύγει κι αποκοιμιόμαστε.
Όταν ξυπνήσαμε ήταν σχεδόν μεσημέρι. Ανοίξαμε την πόρτα. Οι πρόσφυγες που κοιμήθηκαν έξω είχαν φύγει. Πριν φύγουν τακτοποίησαν τα πάντα: ποτήρια, μαξιλάρια, κουβέρτες, ό,τι τους είχαμε δώσει ήταν έξω από την πόρτα μας διπλωμένο.
Όταν θα τελειώσει αυτή η μεγάλη ιστορία με τους πρόσφυγες στη Βικτώρια, θέλω να γράψω κάτι για όλους. Να γράψω για τον ΑμΕΑ από το Γαλάτσι που ήρθε με τον γιο του και τους φίλους του να μοιράσει πίτσες και τον τραμπούκισαν τα καθάρματα του Κακλαμάνη από την «επιτροπή» του Αγίου Παντελεήμονα. Να γράψω για τη κοπέλα εκείνη, που ήταν δεν ήταν 1.60 ύψος και όρμηξε στον αρχιταμπούκο που θα ‘ταν τριπλάσιός της σε όγκο φωνάζοντας «Φύγε παλιάνθρωπε, φύγε από την Ελλάδα, άσε μας να τους δώσουμε φαΐ». Να γράψω για τον φούρνο από πίσω που έρχεται μέρα παρά μέρα και αφήνει δεκάδες μπαγκέτες ψωμί. Για τη συνέλευση της Βικτώριας που οργανώνει τα συσσίτια και φέρνει τους γιατρούς. Για τους γιατρούς που με έψαξαν επειδή κάτι έγραφα εδώ και με ρώταγαν πότε μπορούν να έρθουν. Για τον κόσμο που φέρνει ό,τι νομίζει και ό,τι μπορεί. Για τη Ρούσα, τον Στέλιο και τον Πάνο που φέρνουν τα παιχνίδια τους. Για τη γυναίκα που με αναγνώρισε και μου ζήτησε να πω στο ραδιόφωνο να φέρει ο δήμος χημικές τουαλέτες. Για τη Δήμητρα που έφτιαχνε τα τοστ και φώναζε «άσε ρε τους ανθρώπους να μείνουν, ντροπή σου» στον ρουφιάνο που φώναξε την αστυνομία. Για την Πέγκυ που άνοιξε την πόρτα της για να έχουν πρόσβαση στην τουαλέτα οι πρόσφυγες. Για την Έφη, που πήγε στον ακροδεξιό μανάβη της Βικτώριας και του είπε ότι θέλει μόνο καλά φρούτα και σε χαμηλότερη τιμή γιατί είναι για τους πρόσφυγες. Για τον Αποστόλη που πήρε με το ζόρι το λεωφορείο από το αμαξοστάσιο και ήρθε να μαζέψει τους πρόσφυγες που κάθονταν στη βροχή «κι ας τον συλλάβουν».
Αλλά πιο πολύ, θέλω να γράψω για τη γυναίκα από το Αφγανιστάν, με το παιδί που ανέβαζε πυρετό στη βροχή και το χάιδευε έξω από την πόρτα μου, που όταν ξύπνησε το πρωί θεώρησε απαραίτητο να τακτοποιήσει τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια και να μας τα αφήσει πίσω να τα πάρουμε.
Αναρωτιέμαι πόσο κρετίνος πρέπει να είναι ο χίπστερ του 4ου για να νομίζει ότι η κοινωνία κινδυνεύει από αυτή τη γυναίκα και όχι από αυτόν τον ίδιο.
Αλλά δεν αναρωτιέμαι και πολύ. Γιατί όλες αυτές οι μέρες επιβεβαίωσαν ότι ο κόσμος μας είναι γεμάτος υπέροχους ανθρώπους, που στο τέλος θα τον αλλάξουν.
Το πιο πάνω δημοσιεύθηκε αρχικά από τον Γιάννη Ανδρουλιδάκη στο προσωπικό του προφίλ στο facebook.