Κατά καιρούς, οι διάφοροι φερέλπιδες εξ Ελλάδος αλλά και Κύπριοι σηκώνουν παντιέρα ζητώντας την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα στην πατρώα γη, τα οποία αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν παράνομα στη Βρετανία, από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, περί τα 1806. Εντούτοις, ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ή τουλάχιστον ενδιαφέρονται για τις περίπου 8.986 κυπριακές αρχαιότητες που έχει στην κατοχή του το Βρετανικό Μουσείο για περισσότερο από έναν αιώνα.
Δείτε τη λίστα με τα εκθέματα που βρίσκονται στην αίθουσα 72 πατώντας ΕΔΩ.
Η αίθουσα 72, η οποία λειτουργεί από το 1987, δημιουργήθηκε έπειτα από πρόταση του φιλέλληνα Βρετανού μελετητή Sir David Hunt, ο οποίος υπηρέτησε στην Κύπρο ως Ύπατος Αρμοστής μετά την ανεξαρτησία του νησιού. Μέχρι τότε, η πλειοψηφία των κυπριακών αρχαιοτήτων, φυλαγόταν στις αποθήκες αφού θεωρείτο κατώτερη των ελληνικών και χαρακτηριζόταν ως «επαρχιακή». Μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Hunt προσέγγισε τον Κωνσταντίνο Λεβέντη, ζητώντας του να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μιας αίθουσας στο Βρετανικό Μουσείο η οποία θα φιλοξενούσε αποκλειστικά κυπριακές αρχαιότητες.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Το ίδρυμα Α.Γ Λεβέντη και οι συλλογές Κυπριακών Αρχαιοτήτων στα Μουσεία του εξωτερικού», Βάσος Καραγιώργης, ο οποίος τότε, ήταν Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ο τότε Υπουργός υπεύθυνος για τις κυπριακές αρχαιότητες, χαρακτήρισε την ιδέα ως νεωτεριστική και καθόλου ευχάριστη, ενώ ζητούσε να επαναπατρισθούν όλες οι αρχαιότητες που είχε στην κατοχή του, το Βρετανικό Μουσείο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Υπουργός αγνοούσε ή παράβλεπε το γεγονός ότι δεν υπήρχε διεθνής νομοθεσία ή συμφωνία που θα καθιστούσε δυνατή μια τέτοια επιστροφή.
Στην πορεία και μετά από αρκετές δημόσιες συζητήσεις και αντιγνωμίες, η απόφαση του Ιδρύματος Λεβέντη έγινε κατανοητή, έτσι τον Δεκέμβριο του 1987 παρουσία του Δούκα του Gioucester, του τότε Υπουργού και του τότε Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, οι οποίοι εκπροσώπησαν την Κυπριακή Κυβέρνηση, εγκαινιάστηκε η αίθουσα 72 με τις κυπριακές αρχαιότητες.
Τι περιλαμβάνει όμως η περιβόητη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου;
Παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ακριβής καταγραφή των αρχαιοτήτων που κατέχει το Μουσείο, υπάρχουν κατά προσέγγιση στοιχεία τα οποία προκύπτουν από λίστες που δημοσίευαν είτε οι αρχαιολόγοι που έκαναν τις ανασκαφές στην Κύπρο είτε το ίδιο το Μουσείο.
Το 1912 δημοσιεύεται ένας πρώτος κατάλογος από το Βρετανικό Μουσείο με τα αντικείμενα που κατείχαν. Ο κατάλογος περιελάμβανε 1.049 αγγεία κυπριακής κεραμικής, λίθινα γλυπτά αποτελούμενα από 449 έργα και πήλινα ειδώλια από 468 έργα. Επίσης, ένα μεγάλο αριθμό κοσμημάτων, 682 σε αριθμό, καθώς επίσης και ένα μεγάλο αριθμό δακτυλιδιών. Παράλληλα δημοσιεύθηκαν και κάποιες λίστες με χάλκινα αντικείμενα, με αντικείμενα από ελεφαντοστό, φαγεντιανή και αλάβαστρο, οι οποίες όμως σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν όλα τα κυπριακά αντικείμενα που διαθέτει το Μουσείο.
Στην κυπριακή αίθουσα 72, εκτίθενται μόλις 679 αντικείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν εκθέματα που καλύπτουν όλα τα είδη της κυπριακής τέχνης από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως τη Ρωμαϊκή περίοδο και παρουσιάζουν πολλές όψεις του κυπριακού πολιτισμού (θρησκεία, οικονομία, σχέσεις με άλλους λαούς, κοινωνική δομή, νομίσματα κλπ).
Εντούτοις, πολλές σημαντικές αρχαιότητες βρίσκονται ακόμη και σήμερα στις αποθήκες του Μουσείου, ενώ κάποιες άλλες εκτίθενται σε άλλες αίθουσες, όπως η αίθουσα Αιγαιακής Τέχνης, καθώς επίσης και τα εντυπωσιακά κοσμήματα από τον Τάφο 93 της Έγκωμης.
Trivia, για την ιστορία:
- Το Βρετανικό Μουσείο, μαζί με το Μουσείο Μεσογειακής Αρχαιολογίας της Στοκχόλμης, είναι τα μόνα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, τα οποία απέκτησαν κυπριακές αρχαιότητες, ως αποτέλεσμα «συστηματικών» ανασκαφών.
- Τον πρώτο χρόνο της Βρετανικής κυριαρχίας στο νησί (1878), είχε θεσπιστεί νόμος που απαγόρευε τη διεξαγωγή ανασκαφών στο νησί χωρίς επίσημη άδεια, σε μια προσπάθεια αποτροπής των λαθρανασκαφών που εκτελούνταν από τον 19ο αι. Εντούτοις, αυτό δεν εμπόδισε τις παράνομες δραστηριότητες των λαθρεμπόρων αρχαιοτήτων, πολλοί από τους οποίους είχαν αποκτήσει τις απαραίτητες άδειες. Αρκετοί, μάλιστα, εμπορεύτηκαν τις κυπριακές αρχαιότητας με μουσεία του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένου και του Βρετανικού Μουσείου.
- Το μεγαλύτερο μέρος όμως των αρχαιοτήτων που φιλοξενούνται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, προέκυψε την περίοδο 1888 έως το 1899 όταν ομάδα ερευνητών από το Βρετανικό Μουσείο και τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, διενήργησαν εκτεταμένες ανασκαφές με τις ευλογίες του Στέμματος, περιλαμβάνοντας όλους τους τομείς της Κυπριακής αρχαιολογίας.
*Ιδιαίτερες ευχαιριστίες στο Ίδρυμα Α.Γ Λεβέντη για την πολύτιμη βοήθεια του.