Ένα κείμενο του Μιχάλη Βρυωνίδη, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στην έντυπη City και αναδημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο Μιχάλης.
ΤΙ ΚΟΙΤΑΣ;
Κοιτούσε τον ανεμιστήρα της οροφής. Είχε ξαπλώσει βγάζοντας μόνο τα παπούτσια. Παρατηρούσε τα πτερύγια και χάζευε τον αργό ρυθμό του. Δίπλα, στο κομοδίνο, ήταν ο καφές του.
Πάνω από το κεφάλι του γύριζε ο ανεμιστήρας αλλά μέσα σ’ αυτό, στριφογύριζε η είδηση που είχε ακούσει πριν μέρες στο ραδιόφωνο.
Γυναίκα 36 ετών βρέθηκε νεκρή με τραύματα από σκεπάρνι. Αυτή ήταν η είδηση. Στο μυαλό του όμως, άλλο είχε καρφωθεί.
«Σημειώνεται ότι αρκετοί γείτονες είδαν γύρω στις 3 σήμερα τα ξημερώματα να σέρνουν στο δρόμο και να χτυπούν την άτυχη 36χρονη από το σπίτι όπου διέμενε, για να την πάνε στο διαμέρισμα όπου εντοπίστηκε νεκρή από τους δύο άντρες....».
Κάθε τόσο, σε ανύποπτο χρόνο, έφερνε τη σκηνή στο μυαλό του. Παρότι πέρασαν μέρες. Του έπεφτε βαρύ. Nα τραβολογάνε, να σέρνουν μια γυναίκα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και να την σκοτώνουν απ’ το ξύλο. Μέσα στην πόλη.
Ήθελε με ένα μαγικό τρόπο να μεταφερόταν εκεί, στη γειτονιά εκείνη. Να έμπαινε μέσα στα κλειστά σπίτια. Στα διαμερίσματα. Να τρύπωνε πίσω από τα παράθυρα, τις καλά κλειδωμένες πόρτες, τα κατεβασμένα παντζούρια.
Θα ήθελε να παρακολουθούσε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις των συνανθρώπων του. Στις τρεις τα ξημερώματα.
Κάποιος, ξύπνιος, μετρά και ξαναμετρά χρήματα. Βλέπει λογαριασμούς. Άλλος, βασανισμένος από χρόνια αϋπνία, δεν ησυχάζει. Καπνίζουν. Ένα ζευγάρι μόλις τελείωσε την ερωτική πράξη. Μια μητέρα περιμένει το παιδί της εναγωνίως να επιστρέψει από τη βραδινή έξοδο. Ο δίπλα μόλις μπήκε σπίτι, μετά από γλέντι. O άλλος σηκώνεται, ανοίγει το ψυγείο να πιει νερό.
Άκουσαν όλοι τον ίδιο θόρυβο. Με διαφορετική, ίσως, ένταση. Τέντωσαν τα αυτιά «Τι είναι αυτό που ακούγεται; Κάποιοι φωνάζουν; Σε ποια γλώσσα; Αυτό το σύρσιμο; Και τα χτυπήματα; Κλαίει μια γυναίκα». Το κλάμα είναι ίδιο σε όλες τις γλώσσες.
«Έλα, είναι αργά, δεν θα ξυπνάς το πρωί. Κοιμήσου. Μην ανακατεύεσαι, γύρνα πλευρό. Τι σε νοιάζει; Σκάσε».
Έκαναν την κουρτίνα στο πλάι; Έφεραν τα μάτια τους κοντά στις μικροσκοπικές τρύπες; Εστίασαν; Ρύθμισαν τα φυλλαράκια ώστε να βλέπουν καλύτερα; Βγήκαν στο μπαλκόνι, με το τσιγάρο στο χέρι. Σκιές. Μόνο με το σώβρακο.
Ήθελε με έναν μαγικό τρόπο, αόρατος, να έμπαινε σε κάθε ένα από αυτά τα νοικοκυριά. Να δει και να παρατηρήσει. Έναν προς έναν τους ανθρώπους αυτούς, που γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, κρυφοκοίταζαν μια γυναίκα να σέρνεται, σαν τσουβάλι στο δρόμο, ματωμένη.
Έκλεισε τα μάτια. Ανατρίχιασε στην ιδέα πως ανάμεσα σ’ αυτούς, ίσως αντίκριζε και τον εαυτό του. Σηκώθηκε αστραπιαία. Ήθελε να κάνει εμετό.