«Όταν τον είδα να κακοποιεί τη μάνα μου, ήμουν μόνο 6 χρονών»

Ένα κείμενο που έφτασε σήμερα στο μέιλ μας και μας έδεσε κόμπο το στομάχι.

Article featured image
Article featured image


Σήμερα είναι η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών και ένα κείμενο που έφτασε στο μέιλ μας από έναν άντρα αναγνώστη μάς θύμισε ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο, σε εκείνη τη λεπτή γραμμή που συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να είσαι ο θύτης που ήταν ο πατέρας σου ή το θύμα που ήταν η μητέρα σου. Ακριβώς σε εκείνο, επίσης, το σημείο που βιώνεις βαθιά μέσα σου το δικαίωμα στην πραγματική αγάπη, η οποία δε φέρει καμιά μορφή τοξικότητας.


«Σας χαιρετώ. Με αφορμή τη σημερινή ημέρα ένιωσα την ανάγκη να γράψω τη δική μου εμπειρία για να στείλω ένα μήνυμα στον κόσμο για τις κακοποιητικές συμπεριφορές που μπορεί να βιώσει μια γυναίκα. Ως γιος που έζησε την κακοποίηση της μάνας του και εξακολουθεί να τη ζει αλλά και ως σύζυγος που προσπαθεί να μη γίνει όλα όσα ήταν ο πατέρας του, νιώθω πως ακόμη έχουμε πολλά χιλιόμετρα να διανύσουμε μέχρι αυτή η τοξικότητα να μείνει στο παρελθόν», μας γράφει.



Όταν τον είδα να κακοποιεί τη μάνα μου. Ξανά και ξανά.

Αυτός, ήταν ο πατέρας μου.

Ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών όταν τον είδα πρώτη φορά να τη ρίχνει στο πάτωμα και να την χτυπάει σε μία γωνιά του δωματίου. Αυτή να τον παρακαλά κλαίγοντας να σταματήσει και αυτός να φωνάζει και να χτυπάει. Έτρεξα καταπάνω του για να τον τραβήξω μακριά. Δεν με έβλεπε, δεν με άκουγε. Κανέναν δεν άκουγε. Λίγο πιο πίσω οι γονείς του. Μέναμε όλοι μαζί εκείνο το διάστημα. Ξέρω πως ήθελαν να κάνουν κάτι. Ξέρω πως δεν ήξεραν πώς να το κάνουν αυτό το κάτι. Μπορεί και να φοβόντουσαν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την χτυπούσε άλλωστε. Απλώς ήταν αυτή η φορά που χαράκτηκε έντονα στη μνήμη μου. Τη ζήλευε αρρωστημένα. Όχι γιατί την αγαπούσε. Ποτέ δεν την αγάπησε πραγματικά. Ζήλευε γιατί τη θεωρούσε κτήμα του. Κατάκτησή του. Την είχε παντρευτεί, του ανήκε μέχρι τον θάνατο. Μη μιλήσει σε κανέναν. Μην αλλάξει χρώμα στα μαλλιά της. Μη βγει μόνη με φίλες, μην βγει έξω από το σπίτι. Μην είναι χαρούμενη. Μην κάνει πλάκα. Την ήθελε μάνα, σύζυγο, νοικοκυρά, μηχανή που παράγει χρήματα και τέλος.

Όταν δεν την χτυπούσε, την κακοποιούσε συναισθηματικά. Την έβγαζε άχρηστη. Αυτός φέρνει τα λεφτά στο σπίτι. Άσχετα πως τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού έβγαιναν από τα λεφτά που έβγαζε αυτή από τη δουλειά της. Λεφτά τα οποία διαχειριζόταν αυτός γιατί έτσι είχε αποφασίσει, δίνοντάς της ψίχουλα κάθε εβδομάδα για τα απαραίτητα.

Την έκανε να νιώθει βάρος, παράσιτο. Τι κι αν από νωρίς το πρωί φρόντιζε τα παιδιά, καθάριζε το σπίτι, έπλενε, σιδέρωνε, μαγείρευε και δούλευε παράλληλα. Αυτή δεν ήξερε τι σημαίνει να δουλεύεις σκληρά. Αυτό της έλεγε. Αυτός που κάθε μεσημέρι σχολούσε, έτρωγε, και πήγαινε απευθείας για ύπνο, χωρίς καν να πάει το πιάτο στον νεροχύτη.

Και μέσα σε όλα αυτά, τα οικονομικά προβλήματα να αποτελούν καθημερινό λόγο για επιπλέον διαφωνίες και εντάσεις. Τι κι αν έβγαζαν αξιοπρεπείς μισθούς και οι δύο. Ποτέ δεν έφταναν, κι ας μην έκαναν τη μεγάλη ζωή. Κι ας μην ξόδευαν σε ρούχα και παπούτσια. Αυτή, μόνο όταν ήταν αναγκαίο και με χιλιάδες τύψεις. Αυτός στα κρυφά, χωρίς τύψεις, για να δείχνει πάντα αδικημένος και ριγμένος.

Στην πορεία έχασε τον εαυτό της. Ξέχασε ποια ήταν, αν ήξερε και ποτέ. Πρώτα ένας πατέρας καταπιεστικός τύραννος και έπειτα ένας άλλος άντρας, χειρότερος. Στη συνέχεια ένας γιος, κράμα των δύο προηγούμενων. Δεν έφυγε ποτέ, όσες φορές και να το σκέφτηκε, όσες φορές και αν έφτασε στο αμήν. Φοβόταν τι θα πει ο κόσμος, οι δικοί της. Φοβόταν την κριτική του πατέρα. Μα κυρίως φοβόταν πως δεν θα τα κατάφερνε μόνη της. Βλέπεις την είχε πείσει πως αυτός ήταν ο «στύλος». Άσχετα πως αν τύχαινε να λείψει κάποιες μέρες από το σπίτι, κατέρρεαν όλα.

Ύστερα έγινε συνήθεια. Η φθορά και η κούραση των δεκαετιών, έκαμψαν τις μεγάλες εντάσεις και διαφωνίες. Δύο ξένοι στο ίδιο σπίτι που μοιράζονται κοινά δάνεια, υποχρεώσεις και ένα κρεβάτι. Δύο άνθρωποι μόνοι, αποξενωμένοι μεταξύ τους που δεν ανέχονται ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους.

Αλλά αυτή παραμένει εκεί να ανέχεται τις προσβολές, τον εκμηδενισμό, τη συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση. Πλέον έχει γίνει η ζωή της. Δεν ξέρει πώς να ζήσει χωρίς αυτήν. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να την πείσω να φύγει απέτυχα. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να την πείσω ότι δεν της αξίζει όλο αυτό, και πάλι απέτυχα. Τώρα πια σταμάτησα να προσπαθώ. Η ίδια έχει σταματήσει να προσπαθεί χρόνια πριν.

Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ