Έχω Θέμα
«Που τους καφενέδες φκαίνουν πολλές φορές οι μεγάλες επαναστάσεις»
Δεκατέσσερα χρόνια μετά το εξαιρετικό φωτογραφικό πρότζεκτ-βιβλίο του, με εικόνες γνώριμες μέσα από κυπριακούς καφανέδες, ο φωτογράφος Νίκος Φιλίππου δηλώνει με σιγουριά πως «η εκκλησία τζαι ο καφενές ιστορικά εν οι δύο πιο σημαντικοί θεσμοί, που γίνονται τόποι κοινωνικοποίησης. Τζαι αν με ρωτάς ποιο εν το πιο χρήσιμο που τα θκιο, η απάντηση εν πολλά εύκολη τζαι αυτονόητη».
Παρόλο που έχει περάσει μια δεκαπενταετία, όντας φοιτητής του τότε θυμάμαι έντονα ακόμα μια φωτογραφία που μας είχε δείξει -στο πλαίσιο του μαθήματος της «Φωτοδημοσιογραφίας»-, όπου ένας διαδηλωτής κλωτσούσε με μένος τη βιτρίνα ενός καταστήματος στο Λονδίνο. Ο Νίκος Φιλίππου κατάφερε να βρεθεί σε απόσταση αναπνοής από το πεδίο της «μάχης» και να αποτυπώσει με τον φακό του την ένταση της στιγμής, την ώρα ακριβώς που το παπούτσι έπεφτε πάνω στην τζαμαρία.
Το να τολμήσεις να φτάσεις στην καρδιά των γεγονότων, την πιο κατάλληλη ώρα και να βγάλεις μια τόσο ζωντανή φωτογραφία, είναι κάτι που και θράσος απαιτεί και ταλέντο προϋποθέτει. Και ζώντας σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του Λονδίνου, στα late 90s, με τις διαδηλώσεις, τις ταραχές και την αστυνομική βία να είναι σε έξαρση… και άρα με τις ευκαιρίες για να βγεις στους δρόμους και να κάνεις αυτό που αγαπάς να είναι ατελείωτες, ο ίδιος ήταν συνεχώς σε εγρήγορση.
Άρχισα να παρατηρώ ήντα που είσιε πάνω στους τοίχους τζαι να καταλαβαίνω ότι εν τζιαμαί που θκιαβάζεις την Κύπρο τζαι όι μες στον δρόμο. Μπορεί να εν λόγω καιρικών συνθηκών, μπορεί να εν η νησιώτικη νοοτροπία, την κουλτούρα της Κύπρου πάντως θκιαβάζεις την σε εσωτερικούς χώρους τζαι όι έξω.
Τι κάνεις όμως όταν, μετά από αυτή την τόσο έντονη από κάθε άποψη καθημερινότητα, επιστρέφεις στην ήσυχη Κύπρο και συνειδητοποιείς ότι εδώ το δράμα της ζωής δεν παίζεται μέσα στους δρόμους;
Όντας σε αδιέξοδο, όπως ο ίδιος μου λέει, ήταν τότε που στο πλαίσιο ενός πρότζεκτ στο οποίο είχε εμπλακή, φωτογραφίζοντας κόσμο στη Λευκωσία, κατάφερε να κάνει μια παρατήρηση που τον βοήθησε να «ξεκλειδώσει».
«Άρχισα να παρατηρώ ήντα που είσιε πάνω στους τοίχους τζαι να καταλαβαίνω ότι εν τζιαμαί που θκιαβάζεις την Κύπρο τζαι όι μες στον δρόμο».
Του γεννήθηκε η ανάγκη λοιπόν, μετά από αυτό, να μπει στους καφενέδες και να φωτογραφήσει τους τοίχους, όπου μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία, προέκυψε, το 2007, το βιβλίο «Coffee House Embelishments».
Μια φωτογραφική δουλειά που πάντα απολάμβανα να παρατηρώ, ψάχνοντας όμως παράλληλα μια καλή ευκαιρία που θα μου επέτρεπε να του ζητήσω να αναδημοσιεύσουμε μερικές από τις εν λόγω εικόνες που, σαφέστατα, σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό το προφίλ μας ως λαού.
Ομολογουμένως χάρηκα ιδιαίτερα μαθαίνοντας για την έκθεση που πραγματοποιείται αυτό το διάστημα στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, Αποθήκες Παπαδάκη, στη Λεμεσό, με τίτλο «Το καφενείον: Μια άλλη διάσταση», αφού ανάμεσα στα άλλα έργα φιλοξενούνται και φωτογραφίες από την προαναφερθείσα δουλειά του Νίκου Φιλίππου. Και αυτή ήταν σίγουρα μια εξαιρετική αφορμή για να κατεβάσουμε τις μάσκες, να τα πούμε ξανά, αλλά κυρίως για να μου μιλήσει για αυτή την -όπως εγώ τη φαντάζομαι- τόσο ενδιαφέρουσα διαδικασία της φωτογράφησης των καφενέδων.
*Μιας και η συζήτηση έγινε στη διάλεκτο και αφού αναφερόμαστε σε καφενέδες και την κουλτούρα που τους χαρακτηρίζει, συμφωνήσαμε από κοινού να κρατήσουμε σε αυτή τη μορφή το κείμενο.
Ξέρω ότι ταξιδεύκεις συχνά με τη μοτόρα. Φτάνοντας σε ένα χωρκό και μπαίνοντας σε έναν καφενέ, συνήθως ποιον είναι το πρώτο πράμα που παρατηρείς;
Καταρχάς, η σημειολογία ξεκινά που έξω, που το όνομα. Συνήθως που το όνομα καταλάβεις αν είσαι σε αριστερό ή σε δεξιό καφενέ. Ας πούμε, αν εν εθνικόφρονα σωματεία, εν σαφέστατα δεξιός. Αν εν λαϊκές οργανώσεις ή σύλλογος με ονόματα όπως «Πρόοδος», «Αναγέννηση» τζαι τέθκια, εν αριστερός. Υπάρχει μια ονοματολογία που εν ξεκάθαρο σημάδι ότι είσαι δεξιά ή αριστερά. Μετά, στον χώρο μέσα, στους τοίχους, εν να δεις αναλόγως paraphernalia που παραπέμπουν σε συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο. Αλλά εν να δεις τζαι το προσωπικό touch του καφετζιή. Αν ο διαχειριστής του καφενείου, ας πούμε, εν θρήσκος, μπορεί να έσιει τζαι μιαν Παναγία πουπάνω που το ουτζάκιν που κάμνει τον καφέ. Δηλαδή, υπάρχουν και αντιφάσεις.
Ανοίεις συζητήσεις με τους ανθρώπους στους καφενέδες. Αν ναι, συνήθως τι θέλεις να μάθεις;
Που έκαμνα την εθνογραφία, για το βιβλίο, το «Coffee House Embellishments», ήταν επί τούτου οι επισκέψεις. Αλλά τωρά, έμαθα πλέον το «etiquette» του καφενέ. Υπάρχει μια διαδικασία. Επειδή είσαι εκτός κοινότητας, οφείλεις, ή καλύτερα αναμένεται που ‘σένα να πεις την «καλησπέρα» ή την «καλημέρα». Δυνατά, να την ακούσουν ούλλοι οι θαμώνες. Τζαι συνήθως, τζείνο που ακολουθεί είναι, ένας από τους θαμώνες να γνέψει στον καφετζιή τζαι να του πει «ο καφές των παιθκιών εν που μένα». Τζαι την ώρα που σου φέρνει τον καφέ, λέει σου ότι «εν που τον κύριο». Γυρίζεις, ευχαριστάς, τζαι τούτο διά του πρόσβαση σε σένα. Δηλαδή, αρχίζει τζιήνος να ρωτά. Άρα, τζιήνο που χρειάζεται να κάμει ο ανθρωπολόγος είναι να περιμένει, να κάμει τούτη τη διαδικασία του καλησπερίσματος ή του καλημερίσματος τζαι να περιμένει την ανταπόκριση. Τζαι που τζιαμαί ανοίεται ένας δίαυλος επικοινωνίας. Ρωτούν σε πρώτα «πόθθεν είσαι;», τα γεννοφάσκια σου, λαλούν σου τζιήνοι τα δικά τους, αρχίζουν ιστορίες πολιτικής δράσης, ιστορίες του ’74, ιστορίες της σκληρής αγροτικής ζωής του παρελθόντος τζαι πάει λέγοντας.
Αρνούμαι να ονομάζω το καφενείο παραδοσιακό. Ονομάζω το χώρο της εργατικής τάξης.
Ποια επίσκεψή σου σου σε καφενείο θυμάσαι έντονα;
Θυμούμαι τότε που εδούλευκα πάνω στο βιβλίο, κάτι απάχικα καφενούθκια στην παλιά Λευκωσία, δαμαί στη γειτονιά που είμαστε τωρά… Που η ώρα 11 το πρωί αρχίζαν τα τζιεράσματα ζιβανίας, μόλις εκαταλαβαίναν ότι έρκουμουν με διάθεση για κουβέντα. Άρα, οι ζιβανίες τζιήνες, που τις 11 το πρωί, συνήθως με τσίμπημα κρυόν λουκάνικο, σιοιρομέρι τζαι άλλα τέθκια, εν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Μπορεί κάποιος ξένος να καταλάβει τι λαός είναι οι Κυπραίοι μόνο με μια βόλτα σε κάποια καφενεία;
Εν ένας τρόπος να μπεις στην κυπριακή κοινωνία, σίγουρα. Εξαρτάται πόσο παρατηρητικός εν τζιήνος ο ξένος. Μπορεί τζαι το όλο σκηνικό στα καφενείο να εν λλίο αφιλόξενο για έναν ξένο, επειδή εν μια κοινότητα που συχνάζει πάντα τζαι εν σταθερή. Έννεν όπως το να πάεις σε μια up market καφετέρια, που τζιαμαί έννεν κοινότητα ο κόσμος μέσα. Ακριβώς στην ερώτησή σου, αν εν παρατηρητικός τζαι καταλαβαίνει τη σημειολογία την πολιτική, καταλαβαίνει πάρα πολλά πράγματα. Πολλές φορές όμως, θωρούν το τζαι που ένα πρίσμα που έσιει καθοριστεί ήδη που τις εικόνες που είδαν ήδη που την τουριστική βιομηχανία. Μπορεί για παράδειγμα να χάσει την πολιτική διάσταση, γιατί εν προδιαθετειμένος να δει τη ξύλινη την καρέκλα, το πιο φολκλόρ στοιχείο τζαι να χάσει ούλλο το νεωτερικό.
Θεωρείς ότι ούλλα όσα υπάρχουν στον τοίχο ενός καφενείου, τοποθετήθηκαν συνειδητά και στοχευμένα; Έσιει το κάθε πράμα τον ρόλο του;
Ο όρος που χρησιμοποιείται σε τούτη την περίπτωση είναι «αυτοσχέδιο τζαι τυχαίο». Έσιει έναν αυθορμητισμό ο χώρος, το όλο στήσιμο. Εντάξει, σίουρα κάποια πράματα μπαίνουν επί σκοπού για να δώσουν το πολιτικό στίγμα του χώρου, ο Μακάριος, για παράδειγμα, ή ο Τσε, εν πολλά στοχευμένες επιλογές, αλλά εξαρτάται τζαι που την ιδιοσυγκρασία του καφετζιή, εξαρτάται που δώρα που μπορεί να πιάσει που εταιρείες, που άλλους θαμώνες, που ένα ταξίδι που επήε κτλ. Τζαι εν τούτη η βασική διαφορά που έσιει ένα σύγχρονο franchise café, όπου δεν υπάρχει τούτη η εκλεκτική, λαϊκή αισθητική, αλλά η δουλειά ενός σχεδιαστή εσωτερικού χώρου που κάμνει ένα πακέτο το οποίο εφαρμόζεται σε ούλλα τα μαγαζιά της ίδιας αλυσίδας. Τζαι ως εκ τούτου, εν υπάρχει πάνω στους τοίχους η ταυτότητα της κοινότητας που το χρησιμοποιεί.
Πώς επροέκυψε η ανάγκη ή η ιδέα να φωτογραφίσεις τα καφενεία τότε;
Εν μεγάλη ιστορία, να σου την πω εν συντομία. Ήρτα που το Λονδίνο το 2001. Έκαμα πέντε χρόνια, έκαμα τζαι course στη φωτοδημοσιογραφία, τζαι έκαμνα πολύ street photography. Οι δρόμοι του Λονδίνου είχαν πολλή βία, διαδηλώσεις, ταραχές, αστυνομική βία… Τελοσπάντων, το δράμα της ζωής επαίζετουν μες στους δρόμους. Όταν ήρτα πίσω Κύπρο, εν επαίζετουν το δράμα της ζωής μες στους δρόμους. Έτσι, εβρέθηκα λλίο σε αδιέξοδο, ώσπου τζαι εγνώρισα τον Πήτερ Λοΐζο, τον Ανθρωπολόγο, που ήρτε τζαι τζείνος την ίδια εποχή που το Λονδίνο για να κάμει μια τριετή εθνογραφική έρευνα στην Κύπρο -το τρίτο του μεγάλο βιβλίο. Κάποιος μας εσύστησε -ήταν Visual Anthropologist ο ίδιος-, άρα ενδιέφερέν τον πολλά η φωτογραφία. Είπα του τα αδιέξοδά μου τζαι είσιεν μου πει πως ήταν επιστημονικός σύμβουλος σε ένα πρότζεκτ, με ανθρωπολόγους τζαι κοινωνιολόγους, που δουλεύκουν στην παλιά Λευκωσία, με τον κόσμο της πόλης -η οποία Λευκωσία, τότε (2002-2005), ήταν πολλά πιο λαϊκή σε σχέση με σήμερα. Όταν άρχισα να κάμνω τις φωτογραφήσεις του κόσμου, που οι κοινωνιολόγοι εκάμναν συνέντευξη, άρχισα να παρατηρώ ήντα που είσιε πάνω στους τοίχους τζαι να καταλαβαίνω ότι εν τζιαμαί που θκιαβάζεις την Κύπρο τζαι όι μες στον δρόμο. Μπορεί να εν λόγω καιρικών συνθηκών, μπορεί να εν η νησιώτικη νοοτροπία, την κουλτούρα της Κύπρου πάντως θκιαβάζεις την σε εσωτερικούς χώρους τζαι όι έξω. Που τζιαμαί, που την τριβή με τούτο το πρότζεκτ, που ελέγετουν «Mediterranean Voices», απ’ όπου έφκαλα τζαι εγώ ένα μικρό βιβλιαράκι που ελέγετουν «Off the map», εκατάλαβα ότι η φυσική συνέχεια έπρεπε να εν τα καφενεία. Εν να φύω που το σπίτι τζαι το παρπέρικο τζαι να μπω στο καφενείο, που ήταν κατεξοχήν χώρος που ήταν να δεις τα κοινωνικά πλέον φαινόμενα τζαι κοινωνικές ταυτότητες τζαι πολιτικές, αντί τις οικογενειακές τζαι τες ατομικές.
Κάπου εθκιάβασα πως όταν αντικαταστάθηκε η μπίρα από τον καφέ στην Ευρώπη, αρχίσαν οι επαναστάσεις.
Εν ενδεικτική η εικόνα της κοινωνίας μέσω του καφενείου όμως, που τη στιγμή που συχνάζουν κυρίως άντρες;
Ο Πήτερ Λοΐζος έγραψέ μου ένα preface μέσα στο βιβλίο, για τους καφενέδες, μέσα στο οποίο λέει: «Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να θεωρούμε τον χώρο του καφενείου ως να αποκλείει, μπορούμε να δούμε τζαι το σπίτι, τον οικιακό χώρο, ως τον χώρο που αποκλείει τους άντρες κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να μείνουν μόνες τους οι γυναίκες να κοινωνικοποιηθούν με άλλες γυναίκες». Εν το υιοθετώ πλήρως τούτο που έγραψε ο Λοΐζος, εν μια ενδιαφέρουσα οπτική… Τζιήνο που εν να σου πω όμως είναι πως, ναι, υπάρχει ένας διαχωρισμός φύλων, αλλά ιστορικά υπάρχουν οι εξαιρέσεις σε τούτο τον διαχωρισμό. Για παράδειγμα, αν θα έρκετουν στο χωρκό θίασος θεάτρου που την πόλη, οι περιορισμοί σε φύλο ή σε ηλικία ήταν να αρθούν για την ημέρα. Επίσης, πολλές φορές, οι εγαζόμενοι στον καφενέ εν γυναίκες. Ο αποκλεισμός εν είναι απόλυτος.
Είχαν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλα τα καφενεία που εφωτογράφισες;
Θκιο-τρία κοινά. Το ένα εν τζιήνο το αυθόρμητο το ντεκόρ που ελέαμε προηγουμένως. Το δεύτερο εν οι λαϊκές τιμές, που κατ’ επέκταση φέρνουν λαϊκό κόσμο. Αρνούμαι να ονομάζω το καφενείο παραδοσιακό. Ονομάζω το χώρο της εργατικής τάξης. Το τρίτο εν η αίσθηση της κοινότητας, που έννεν απαραίτητα η συνθήκη στα πιο up market café. Βλέπεις, κάμνω διαχωρισμούς ταξικούς τζαι όι πχ παραδοσιακό τζαι σύγχρονο, γιατί τζαι το λαϊκό καφενείο πάλε μοντέρνο είναι. Απλώς, στα up market café πάεις για να δεις την παρέα σου μετά που ραντεβού, ενώ στο καφενείο είσαι θαμώνας καθημερινός, εν οικογένεια, εν προέκταση της κοινωνικής σου ζωής ούλλος ο κόσμος που εν τζιαμαί.
Σε πολλά χωριά υπάρχουν ακόμα δύο καφενεία, με πολύ διαφορετική ιδεολογία και διαφορετική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σε ενοχλεί αυτό;
Ενοχλεί με; Γιατί να με ενοχλεί; Εν ένας καθρέφτης των βαθιών ρηγμάτων, των ιδεολογικών, αλλά τζαι των ρηγμάτων σε θέματα ταυτότητας, που υπάρχουν από την εμφάνιση της κυπριακής νεωτερικότητας τζαι ακόμα δεν έχουν επιλυθεί. Τζαι εν σημαίνει ότι πρέπει να τα αποσιωπούμε…
Το σχόλιο που συνήθως μού λέει κόσμος τζαι αρέσκει μου είναι «έδειξές μας τζιήνο που ήταν εντελώς εμφανές τζαι αρνούμασταν να το δούμε, εν το επροσέχαμε». Τούτο εν πολλά καλό κομπλιμέντο, γιατί τούτος ήταν τζαι ο στόχος του πρότζεκτ.
Πόσο επιδραστικός θεωρείς πως είναι ο καφές τζαι η φιλοσοφία που τον περιβάλλει;
Κάπου εθκιάβασα -εν θυμούμαι πού για να σου κάμω την παραπομπή- πως όταν αντικαταστάθηκε η μπίρα από τον καφέ στην Ευρώπη, αρχίσαν οι επαναστάσεις. Ενώ το βασικά ρόφημα στον δημόσιο χώρο ήταν η μπίρα, η οποία σε οδηγούσε στη μέθη τζαι πιο πιθανόν στο κρεβάτι για να τζοιμηθείς τζαι να ξυπνήσεις την επομένη με τρομερό hangover, ήρθε ξαφνικά ο καφές που ήταν τονωτικός και κατ’ επέκταση ενεργοποιεί τον εγκέφαλο, την πολιτική συζήτηση… Που τους καφενέδες φκαίνουν πολλές φορές οι μεγάλες επαναστάσεις. Θυμούμαι ένα πολλά σοβαρό άρθρο που εθκιάβαζα σε ένα αμερικανικό έντυπο, για τότε με τα γεγονότα στο Κάιρο, με τες μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον Μουμπάρακ. Έλεεν ότι ούλλη η οργάνωση τζαι ούλλη η προεργασία τζαι ούλλη η φιλοσοφική θεωρητική συζήτηση για το υπόβαθρο της επανάστασης εγίνετουν σε καφενέδες, γύρω από την Πλατεία Ταχρίρ τζαι αμέσως μετά εκατεβαίναν για τες συγκεντρώσεις της Παρασκευής. Τζαι αν πιάσουμε τα πιο πρόσφατα, τα δικά μας, με τες διαδηλώσεις του «Ως Δαμέ», που εν ένα κίνημα που έννεν κομματικοποιημένο, για να είμαστε τζαι λλίο επίκαιροι, με το που ετελειώναν -οι θκιο τουλάχιστον συγκεντρώσεις που εγίναν (η μια που εκατάληξε σε βία της αστυνομίας τζαι η άλλη που ήταν πετυχημένη τζαι σε αριθμό τζαι σε ειρηνικό χαρακτήρα)-, εκαταλήγαν μετά σε πηγαδάκια. Που αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί του lockdown τζαι το γεγονός ότι ήταν κλειστά τα καφενεία, τζιήν’ τα πηγαδάκια ήταν να εμαζεύκουνταν στα καφενεία της Λευκωσίας.
Μελετώντας τον ρόλο που εδιαδραματίσαν τα καφενεία στην κοινωνία μας, θεωρείς ότι επροσφέραν κάτι ή μάλλον εσυνέβηκε το αντίθετο;
Χωρίς να έχω πολλά δεδομένα μπροστά μου, θεωρώ ότι, τζαι στην Οθωμανική περίοδο αλλά τζαι μετά στην Αποικιοκρατία τζαι πλέον στη φάση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο καφενές, με όποια μορφή, εν ο πιο σημαντικός θεσμός. Η εκκλησία τζαι ο καφενές ιστορικά εν οι δύο πιο σημαντικοί θεσμοί, είτε σε αστικό περιβάλλον είτε σε μικρή κοινότητα, που γίνονται τόποι κοινωνικοποίησης. Τζαι αν με ρωτάς ποιο εν το πιο χρήσιμο που τα θκιο, η απάντηση εν πολλά εύκολη τζαι αυτονόητη.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2007. Που τότε, παρατηρείς να έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στα καφενεία;
Τότε νομίζω ότι υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός του λαϊκού καφενείο τζαι του up market franchise. Ήταν διπολικό. Νομίζω σήμερα άρχισαν να εμφανίζονται παραλλαγές στο ενδιάμεσο, όπως είναι πχ το «Swimming Birds» που είμαστε τώρα. Έννεν καφενεία κατεξοχήν εργατικής τάξης μεν, αλλά έχουν έναν αυθορμητισμό, τζαι συνήθως η πελατεία τους εν μια εναλλακτική ανθρωπογεωγραφία της Λευκωσίας -μιλώντας πάντα για τη Λευκωσία. Ποιητές, καλλιτέχνες, αναρχικοί, που απεχθάνονται την τυποποίηση ενός franchise café, αλλά έννεν τζαι εργατική τάξη για να νιώθουν τζαι πολλά άνετα στον χώρο του καφενέ. Λέοντάς το τούτο, αν θέλεις να εντοπίσεις τον νέο λαϊκό καφενέ, εν να τον έβρεις στες γειτονιές που εν οι μετανάστες. Μπορεί να μεν σερβίρουν κυπριακό καφέ, μπορεί να σερβίρουν τσάι που το Πακιστάν, αλλά εν ο χώρος όπου η σύγχρονη εργατική τάξη, που έννεν άλλη που τους μετανάστες, εν να κοινωνικοποιηθούν τζαι πολλά πιθανόν να οργανωθούν τζαι πολιτικά κάποια στιγμή.
Ποιο είναι το πιο ξεχωριστό σχόλιο που άκουσες για τούτη σου τη δουλειά;
Το σχόλιο που συνήθως μού λέει κόσμος τζαι αρέσκει μου είναι «έδειξές μας τζιήνο που ήταν εντελώς εμφανές τζαι αρνούμασταν να το δούμε, εν το επροσέχαμε». Τούτο εν πολλά καλό κομπλιμέντο, γιατί τούτος ήταν τζαι ο στόχος του πρότζεκτ. Φυσικά, που την άλλη, ήταν μεγάλο κομπλιμέντο για μένα να ακούω ότι κάποιος εγόραζε το βιβλίο μου τζαι μετά εγόραζέ ακόμα ένα για να το δώσει δώρο σε κάποιον άλλο. Ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που εμπορούσε να μου κάμει κάποιος, γιατί για να το δώσει δώρο σε κάποιον άλλο σημαίνει ότι πραγματικά εκτιμά το.
Τζιήνο που μου έκαμε εντύπωση, εν ότι σε τζιήνη τη φωτογραφία του Φορτίνο Σαμάνο, που σε μερικά λεπτά πρόκειται να εκτελεστεί, καπνίζει αδιάφορα το πούρο του με ένα σαρδωνικό χαμόγελο. Τζαι τζιήνη η περιφρόνηση απέναντι στον θάνατο, εμπνέει με αφάνταστα.
Η συμμετοχή σου στην έκθεση «Το καφενείον: Μια άλλη διάσταση»*, πώς επροέκυψε;
Η έκθεση που τρέχει ήδη στις Αποθήκες Παπαδάκη, στη Λεμεσό, είναι σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Κάθριν Λουί Νικήτα. Έσιει μια ιστορική προοπτική, έσιει τζαι ζωγραφική άλλων εποχών (Διαμαντή για παράδειγμα), φωτογραφία άλλων εποχών, έσιει τζαι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις με installation art, τζαι είναι τζαι η δική μου φωτογραφική δουλειά -η οποία, απ’ ότι μου είπε η Κάθριν, νιώθει ότι έπρεπε να μπει σαν αντιστάθμισμα στις πιο ρομαντικές προσεγγίσεις. Έχω να πω ότι εν πολλά επαγγελματικά στημένη η έκθεση, έκανε εξαιρετική δουλειά η Κάθρον τζαι ανυπομονώ να δω αντιδράσεις που τον κόσμο που εν να την επισκεφτεί.
Πριν σταματήσω την ηχογράφηση, δεν θα μπορούσα να μη σε ρωτήσω για το όνομα Φορτίνο Σαμάνο που χρησιμοποιείς στο Facebook.
Εν ξέρω αν πρέπει να το πούμε δημόσια. Ας το πούμε… (γέλια). Ήταν ένας τρόπος, όταν αποφάσισα επιτέλους να υποκύψω τζαι να μπω στο Facebook -αφού ήμουν ένας που τους «επαναστάτες» που αντιστέκουνταν-, να μεν με βρίσκουν οι φοιτητές μου τζαι να βλέπουν την προσωπική μου ζωή. Τελικά, ούλλοι ξέρουν πλέον ποιος εν ο Φορτίνο Σαμάνο, άρα εξεπέρασα τζιήνο το εμπόδιο. Αλλά έμεινέ μου το όνομα τζαι πλέον χρησιμοποιώ το για την κυπριακή ποίηση που γράφω, που εν μια άλλη πτυχή της δημιουργικής μου δουλειάς -εν την υπογράφω ως Νίκος Φιλίππου, τζιήνος εν ο φωτογράφος, υπογράφω σαν Φορτίνο Σαμάνο. Για την ιστορία, ήταν Μεξικανός επαναστάτης και έμαθα για τον Φορτίνο Σαμάνο που το γνωστό τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όπου υπάρχει μια φωτογραφία του που εν στημένος στον τοίχο πριν εκτελεστεί. Νομίζω ήταν 26 χρονών, τον Μάρτη του 1917 που εσκοτώθηκε. Τζιήνο που μου έκαμε εντύπωση εν ότι σε τζιήνη τη φωτογραφία, που σε μερικά λεπτά πρόκειται να εκτελεστεί, καπνίζει αδιάφορα το πούρο του με ένα σαρδωνικό χαμόγελο. Τζαι τζιήνη η περιφρόνηση απέναντι στον θάνατο, εμπνέει με αφάνταστα.
*Η έκθεση θα έχει διάρκεια μέχρι τις 24 Απριλίου.