Έχω Θέμα
Επανασύνδεση κυπριακών αρχαιοτήτων 100 χρόνια μετά
Ιστορική απόφαση για επανασύνδεση της περίφημης αρχαιολογικής συλλογής που είναι διασπασμένη μεταξύ Στοκχόλμης και Λευκωσίας.
Πριν από σχεδόν εκατό χρόνια, τα ευρήματα της μνημειώδους Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής που είχε λάβει χώρα στο νησί της Κύπρου από το 1927 μέχρι το 1931, έμελλε να διασπαστούν γεωγραφικά, με εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα να εξακολουθούν, μέχρι σήμερα, να τα χωρίζουν. Μία ελπιδοφόρα και ευφάνταστη εντούτοις, πρωτοβουλία της Έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ στο ΤΕΠΑΚ ανοίγει επιτέλους τον δρόμο για την πολυπόθητη επανασύνδεσή τους.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Ένεκα της ιδιάζουσας πολιτικής συνθήκης της εποχής, όπου στην Κύπρο τότε ίσχυε η αποικιοκρατική νομοθεσία των Βρετανών, τα μισά ευρήματα ταξίδεψαν στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, όπου παραμένουν μέχρι τις μέρες μας και τα άλλα μισά έμειναν στη Λευκωσία, για να στεγαστούν σε κυπριακό Μουσείο.
Δέον να υπογραμμιστεί ότι αναφερόμαστε σε χιλιάδες ευρήματα από 30 περίπου αρχαιολογικούς χώρους, η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται στα πέριξ της βόρειας ακτογραμμής του νησιού. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν με πρωτοποριακές τότε μεθόδους που αποτέλεσαν κιόλας τη βάση της κυπριακής αρχαιολογίας εν συνόλω, καλύπτουν μια αχανή χρονολογική περίοδο και συγκεκριμένα από τη Νεολιθική μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή. Λόγω μάλιστα της τεράστιας χρονολογικής ευρύτητας, της εντυπωσιακής ποικιλομορφίας των ευρημάτων, καθώς και της ενδελεχούς επιστημονικής τεκμηρίωσης για τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν, η Συλλογή που προέκυψε από τη Σουηδική Αποστολή εκτιμάται σημαντικότερη, ακόμη κι από τις αντίστοιχες που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και στο Metropolitan της Νέας Υόρκης.
Με την αποκιοκρατική νομοθεσία να προέβλεπε ότι οι ανασκαφείς είχαν δικαίωμα να κατασχέσουν τα μισά από τα ευρήματά τους και να τα μεταφέρουν στη χώρα τους, η Σουηδική Αποστολή είχε τότε θέσει επί της ουσίας τη βάση για τη δημιουργία του Μεσογειακού Μουσείου Στοκχόλμης, από τη μία και τη δημιουργία της αίθουσας κυπριακών αρχαιοτήτων στο Ίδρυμα Λεβέντη, από την άλλη. Μέχρι σήμερα, εκεί φυλάσσονται και εκτίθενται.
Η συναρπαστική ιδέα της επανένωσης
Διακτινιζόμαστε με αστραπιαία ταχύτητα έναν ολάκερο αιώνα μετά, σήμερα δηλαδή και ενόσω η αρχαιολογική κυπριακή συλλογή παραμένει μοιρασμένη μεταξύ Στοκχόλμης και Λευκωσίας, δραστήριοι και οξυδερκείς πανεπιστημιακοί συμφώνησαν όπως θέσουν σε εφαρμογή τη συναρπαστική ιδέα να επανενώσουν τα δύο κομμάτια, μέσω προηγμένων τεχνολογιών τρισδιάστατης απεικόνισης.
Η πρόταση προήλθε συγκεκριμένα από την αγαστή, χρόνια συνεργασία που απολαμβάνει ο Δρ Μαρίνος Ιωαννίδης, Κάτοχος Έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ στο ΤΕΠΑΚ για τη Ψηφιοποίηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με τη Δρα Μίνα Σίλβερ, διακεκριμένη αρχαιολόγο από τη Σουηδία καθώς και τον σύζυγό της, Δρ Κένεθ Σίλβερ, Φινλανδό αρχαιολόγο και ιστορικό, ο οποίος εργάζεται στο Μουσείο των Αρχαιοτήτων της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολή στην Στοκχόλμη (Medelhavsmuseet) όπου εκτίθενται οι κυπριακές αρχαιότητες. Οι δύο Σκανδιναβοί πανεπιστημιακοί βρέθηκαν πρόσφατα στην Κύπρο, στο πλαίσιο εκδήλωσης που είχε διοργανώσει η πρεσβεία της Σουηδίας σε συνεργασία με το Μουσείο Πιερίδη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου.
Αξίζει, στο μεταξύ, να σημειωθεί ότι μέσω της χρηματοδότησης που λαμβάνει από ευρωπαϊκά προγράμματα, η έδρα ΟΥΝΕΣΚΟ που κατέχει το Εργαστήρι Ψηφιακής Κληρονομιάς στο ΤΕΠΑΚ, το οποίο δραστηριοποιείται από το 2013, πρωτοσταστεί εδώ και μια δεκαετία στην ψηφιοποίηση τόσο της άυλης όσο και της υλικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η ολιστική ψηφιοποίηση και η τρισδιάστατη απεικόνιση του παραδοσιακού οικισμού της Φικάρδου, των σημαντικότερων μεσαιωνικών κάστρων του νησιού και των βυζαντινών τοιχογραφιών στο Τρόοδος είναι μόνο ένα μικρό και μεμονωμένο δείγμα από την πολύτιμη δουλειά που πραγματοποιεί το δραστήριο Εργαστήρι.
Η προσέγγιση των Σκανδιναβών
Σε φουαγιέ κεντρικού ξενοδοχείου της Λευκωσίας συναντήσαμε το ζεύγος Σίλβερ.
Η πρόθεση για ψηφιακή επανένωση της συλλογής που έχει μοιραστεί μεταξύ Κύπρου και Σουηδίας είναι πραγματικά θαυμάσια ιδέα, υπογραμμίζει από την πλευρά της η Δρ Μίνα Σίλβερ.
«Προσωπικά έχω εργαστεί στην ψηφιοποίηση αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στην Παλμύρα της Συρίας πριν να βομβαρδιστεί από τους τρομοκράτες του ISIS και να καταστραφεί στον εμφύλιο πόλεμο και αναγνωρίζω τη σημασία και την αξία της φωτογραμμικής μελέτης και ανάλυσης. Είναι κάτι πολύ σημαντικό για το μέλλον καθώς εάν θέλεις να επανασχεδιάσεις ή να επανακτίσεις κάτι μπορείς να το φτιάξεις ακριβώς όπως ήταν. Για την περίπτωση της Παλμύρας, για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή έχουμε τα δεδομένα και μπορούμε να τα αξιολογήσουμε όπως νομίζουμε».
Σύμφωνα με τον Δρα Κένεθ Σίλβερ τα ευρήματα της αποστολής προέρχονται από ολόκληρη την Κύπρο. «Μιλάμε για μια αποστολή που ήταν ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή ήδη από την εποχή της, αφού τότε που πραγματοποιήθηκε θεωρήθηκε εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Αν εξετάσουμε την αποστολή στο σύνολό της, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, εκατό χρόνια μετά, εξακολουθεί να θεωρείται η μεγαλύτερου βεληνεκούς αρχαιολογική αποστολή που έγινε στην Κύπρο. Εκτιμώ ότι ακόμη και στο μέλλον δύσκολα θα επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο. Η Σουηδική Αποστολή έθεσε επί της ουσίας τις βάσεις για την ανάπτυξη ευρύτερα της κυπριακής αρχαιολογίας. Τότε ήταν που επινοήθηκε η χρονολογία και η τυπολογία των αντικειμένων και πώς με βάση το σχήμα και το μέγεθός τους μπορούν να τοποθετηθούν χωροχρονικά».
Σημαντική εργασία είχε γίνει επιπλέον στην καταγραφή και στην αρχειοθέτηση των ευρημάτων, τα οποία συντηρούνται σε άριστη κατάσταση, τόσο στο Μουσείο στο οποίο εκτίθενται τα μισά στη Στοκχόλμη όσο και στο Μουσείο όπου εκτίθενται τα άλλα μισά στη Λευκωσία.
«Την εποχή που είχε πραγματοποιηθεί η αποστολή», επιβεβαιώνει ο Δρ Κένεθ Σίλβερ, «σύμφωνα με την αποικιοκρατική νομοθεσία που βρισκόταν τότε σε ισχύ ήταν υποχρεωτικό όπως τα μισά ευρήματα από οποιαδήποτε ανασκαφή παραμείνουν στη χώρα προέλευσης και τα άλλα μισά να μεταφερθούν στη χώρα από την οποία κατάγονταν οι ανασκαφείς. Ήταν η συνήθης τακτική που εφαρμοζόταν τότε σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής που ήταν βρετανικές κτήσεις. Το ίδιο δηλαδή συνέβαινε με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών στην Αίγυπτο, στη Συροπαλαιστίνη, στον Λίβανο κ.ο.κ. Αυτό συνέβη λοιπόν, και με τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κύπρο. Τα μισά ευρήματα έμειναν στη Λευκωσία και τα άλλα μισά ταξίδεψαν στη Στοκχόλμη».
Καταληκτικά, δεν τίθεται αμφιβολία πως η ψηφιακή γέφυρα που τροχοδρομείται να κατασκευαστεί μεταξύ Λευκωσίας και Στοκχόλμης είναι μια καταπληκτική και πολλά υποσχόμενη πρωτοβουλία, αφού μέσω των πλέον προηγμένων τεχνολογικών εξελίξεων, θα ενοποιήσει επιτέλους τη βαρύτιμη και ανεκτίμητης αξίας κυπριακή συλλογή.