Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης βγάζει δίσκο και γράφει...

Article featured image
Article featured image

Με τον Βαγγέλη Λάππα και τον Βασίλη Δρούγκα, είπαμε να ηχογραφήσουμε έναν απλό δίσκο, σ’ ένα υπόγειο έξω απ’ την πόλη, στην ένοχη απάθεια του Αττικού Βορρά.

Βρεθήκαμε να παλεύουμε για μερόνυχτα, για μήνες, μέσα σε θεομηνίες, γεγονότα, μετακομίσεις, οικογενειακά δράματα, χωρισμούς, αγκαλιές, ποιήματα, φάλτσα, γαβγίσματα, αμέτρητα κουνούπια και παράξενα έντομα, σαλιγκάρια, ασθένειες δικές μας και δικών μας, γέλια με δάκρυα και δάκρυα με γέλια, αγκαλιές, ελάχιστο ύπνο και ακούραστες συνευρέσεις με αγαπημένους φίλους μουσικούς. Άφησαν τις διακοπές τους, τη μελέτη, παιδιά και συντρόφους, άλλοι ξέκλεψαν μέρες μέσα στις περιοδείες.



Ήρθαν όλοι με απόφαση να παίξουμε ζόρικα, χωρίς κανόνες. Εξαντλητικά ωράρια, τα δάχτυλα να κάνουν τα δικά τους. Τότε, γίνονταν επιτέλους οι νότες μωρά με πρόσωπο, χαμογελούσε αγιασμένο σαν μετά από γέννα το χαρτί και χαιρόταν που το άγγιξε μια μέρα το μολύβι. Κι ας το σημείωσα πιωμένος και στην τύχη, και ποιος νοιάζεται αν είναι ή δεν είναι αριστούργημα, αφού γίνεται επιτέλους κάθε τι αυτό που είναι, αυτό που είμαστε...



Εμείς στην πενιά μας λοιπόν, κι ο τόπος έξω βούλιαζε, μαζί κι οι άνθρωποί μας. Εκλογές, κόμματα, φορολογίες, μαγκιές, απειλές, ψέματα, αδικίες, διαμαρτυρίες, ευρώπες, χαλιφάτα, απομεινάρια λάιφσταϊλ, δεξιοί κάφροι, αριστεροί λιγούρηδες, κομμένες συντάξεις, κομμένα κεφάλια, ομηρίες, δικαστήρια, φυλακίσεις, χρέη, ανεργία, καταστολή, απελπισία, πνιγμοί στη Μεσόγειο, μαχαιρώματα στους δρόμους, αυτοκτονίες και τραγωδίες, σύγχυση. Ένας κρύφτηκε σε μια μικρή βαλίτσα για να περάσει στην Ελλάδα, άλλοι εδώ στρίμωχναν το είναι τους μέσα στην ίδια αποσκευή, για να το πάρουν μαζί στα ξένα. Όλα έφταναν ως εμάς μέσα απ’ τις χαραμάδες και περνούσαν στο υλικό. Πηγαινοερχόταν ο Χρίστος με τη μηχανή, προσπαθώντας να συγκεράσει τη δική μας πραγματικότητα με τις ανάγκες και τις πρακτικότητες της άλλης, της έξω, της κανονικής. Τα έξοδα, τα συμβόλαια, η πεθαμένη Αγορά που θέλει τους δίσκους κρεμασμένους στα περίπτερα την Κυριακή, αλλιώς δεν καλύπτει τα έξοδα της ηχογράφησης...



Έκανα καιρό να βγω στον πάνω κόσμο. Δίπλωσε - ξεδίπλωσε το ράντζο του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στα μικρόφωνα, ξεκίνησα να κοιμάμαι με μια παλιοκουβέρτα όσο ετοιμάζαμε το στούντιο, που, απ’ τον προηγούμενο δίσκο (πεντέξι χρόνια τώρα), είχε γίνει ρημάδι. Καλωδιώσαμε απ’ την αρχή, ηχομετρήσαμε τον χώρο, χτίσαμε τον υπολογιστή μέσα-έξω. Ο Βασίλης κι ο Βαγγέλης με τα κατσαβίδια κι εγώ να γράφω για έγχορδα. Μετά ζέστανε κι ήταν εντάξει με σεντόνι στις ηχογραφήσεις, μα σ’ αυτό το υψόμετρο, μέχρι να τελειώσουμε ξανακρύωσαν οι νύχτες κι εκείνη η καλή κουβέρτα είχε μπει για ηχομόνωση κι έπεφτα με τα ρούχα κι ο Βαγγέλης στο καναπεδάκι που αν γυρίσεις πλευρό φιλάς το πάτωμα με γδούπο. Κι όποιος μουσικός ξέμενε, την έπεφτε στο φουσκωτό που θέλει να σηκωθείς και να τρομπάρεις, γιατί χάνει. Και ψάχναμε τη λέξη και τη νότα. Έσταζε από πάνω στις καλοκαιρινές νεροποντές και βάζαμε ντιγκ-ντιγκ την κατσαρόλα και το μπρίκι. Τέρμα υγρασία εδώ μέσα, κι έξω η χώρα κατάξερη. Έπεφτε το ρεύμα, χαλούσαν τα μηχανήματα και τα όργανα, μας δάνειζαν οι φίλοι. Θυμόμασταν πως πεινάμε στις 4 τα χαράματα, μόνο παγάκια στο ψυγείο - και τι να φας - και τι να πιεις - και πώς να τραγουδήσεις...



Ο πατέρας μου ερχόταν συχνά, να ταΐσει τα μυρμήγκια. Σιωπηλός κατέβαινε και τραβούσε μακρόσυρτα βίντεο, όταν δεν ζωγράφιζε, πάντα σιωπηλός, το σιωπηλό εξώφυλλο. Τα παιδιά μου δεν κράτησαν κακία που ήμουν μήνες μακριά. Είδαν κι απόειδαν να με περιμένουν να φανώ στο άδειο χωριό με τα ερείπια, ήρθαν τελικά να με βρουν στο στούντιο και μου ’στελναν φιλιά πίσω απ’ το τζάμι της ηχογράφησης. Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα όργανα, τα άγγιζαν με περιέργεια και αγάπη. Έφερναν κι οι φίλοι τα παιδιά τους, παρακολουθούσαν τον Μανόλη να απαγγέλλει Καβάφη, το κουαρτέτο να προβάρει έξω, μες στα δέντρα. Τους καλοθρεμμένους μέρμηγκες του πατέρα μου, να επιτίθενται στον Φώτη (τους ενόχλησε που έβαλε την καρέκλα πάνω απ’ τη φωλιά, ή μόνο η βιόλα;). Άκουγαν τους ήχους, έβλεπαν τις λέξεις να μιλούν, έπαιζαν όσο άντεχαν το παιγνίδι της ησυχίας, λουλούδιζαν, κορόιδευαν τα σκοτάδια μας. Κι ύστερα ανέβαιναν να κοιμηθούν στο στρωματάκι της θάλασσας με τη μαμά, που με κόπο και χαμόγελο αλάφραινε το σύμπαν μας. Ξεχνούσαν το Ζεμπράκι και την Καμηλοπάρδαλη μες στις παρτιτούρες και στα καλώδια. Κι όποτε ξημέρωνε κατέβαιναν και μ’ έβρισκαν πάλι εκεί, στο ίδιο υπόγειο. Κάπως έτσι ξεκαλοκαιριάσαμε και μας έπιασε Φθινόπωρο, και σχεδόν έφυγε κι αυτό... Μέσα σε αμφιβολίες, πισωγυρίσματα και αβεβαιότητες, μέσα από απέραντες στιγμές συλλογικής, καθαρής ομορφιάς, που η σκιά της μόνο ίσως καταγράφεται, γεννήθηκε η Μικρή Βαλίτσα. Ένας απλός δίσκος. Κι αν δεν σου κάνει, δεν πειράζει και συγχώρα μας.

Πάντα θα ξημερώνει!

Αλκίνοος Ιωαννίδης

Δες εδώ το βίντεο από το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ