Αυτό τον στίχο επέλεξε, για να χαρακτηρίσει τη νέα μουσική σαιζόν, στην Έντεχνη-Ροκ Μουσική Σκηνή - Στο Πέραμα, ο Γιώργος Γιωργαλλέτος. Με βαριά κληρονομιά στις πλάτες του, κατάφερε να ξεχωρίσει και να αφήσει το δικό του στίγμα, χωρίς να παρεκκλίνει καθόλου από το ήθος και τις αξίες των προγόνων του.
«Ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με το τι κάνει και με το ποιες είναι οι απόψεις του ή ξεχωρίζει ή χάνεται. Ο παππούς μου ξεχώρισε για το ύφος και το ήθος του, όπως και ο πατέρας μου. Εγώ απλώς πάτησα πάνω στο μοτίβο τους και έφερα όλο αυτό που δημιούργησαν, κοντά στα δικά μου ‘πιστεύω’ και ακούσματα, δημιουργώντας κάτι άλλο, κάτι καινούργιο. Μεγάλωσα με Pink Floyd και Black Sabbath, αλλά παράλληλα θαύμαζα και άκουγα Θεοδωράκη και Κουγιουμτζή -τους οποίους θεωρώ πρωτεργάτες της ελληνικής μουσικής».
Κάπως έτσι γεννήθηκε και η ανάγκη για τη δημιουργία ενός χώρου ιδιαίτερου, που θα παράγει και θα προάγει πολιτισμό -μουσικό πολιτισμό. «Το Πέραμα μετρά πάνω από 25 χρόνια λειτουργίας ως έντεχνη μουσική σκηνή. Αυτό που έλειπε, ήταν το ροκ ύφος. Δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στη Λεμεσό τότε. Προσπάθησα λοιπόν να κάνω μια έντεχνη-ροκ σκηνή σε μια πόλη που ήταν γεμάτη από μπουζούκια -πόσο τρελό ήταν αυτό;».
Πιστεύω πώς το ύφος της κάθε μουσικής, είναι ένα είδος κοινωνικής παιδείας για τους ανθρώπους. Αλλιώς συμπεριφέρεται κάποιος που ακούει εφήμερα σουξέ, διαφορετικά κάποιος που ακούει λαϊκά και αλλιώς κάποιος που ακούει τζαζ.
Όταν ξεκινούσε, κανείς δεν τον πίστεψε, ούτε καν ο ίδιος πίστευε πώς κάτι τέτοιο μπορούσε να επιβιώσει. Κάνοντας μερικές αποτυχημένες προσπάθειες στο παρελθόν, ήταν ζήτημα χρόνου να πέσει στο κενό και αυτή του η προσπάθεια. Αλλά ευτυχώς έκανε λάθος. «Μάλλον οι προηγούμενες γενιές δεν ήταν έτοιμες να δεχτούν κάτι τέτοιο, ήταν αλλού. Πιστεύω πώς το ύφος της κάθε μουσικής, είναι ένα είδος κοινωνικής παιδείας για τους ανθρώπους. Αλλιώς συμπεριφέρεται κάποιος που ακούει εφήμερα σουξέ, διαφορετικά κάποιος που ακούει λαϊκά και αλλιώς κάποιος που ακούει τζαζ. Αν αναλογιστεί κανείς τι μουσική, επικράτησε τις προηγούμενες δεκαετίες και την συνδυάσει με την επιφανειακή-υλιστική ζωή που ζούσαμε, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ».
Ως έντεχνη ροκ σκηνή, Το Πέραμα ξεκίνησε πριν 6 χρόνια. Παλαιοτέρα είχε πιο έντεχνο-λαϊκό ύφος και όπως μου λέει, πάλι αντιμετώπιζαν προβλήματα, αφού ο κόσμος θεωρούσε πολύ ποιοτικό το πρόγραμμα. «Μέχρι τότε διασκέδαση σήμαινε αποκλειστικά το να βγεις στην πίστα ή στα τραπέζια και να χορέψεις. Αυτό πλέον έχει αλλάξει και νοιώθω περήφανος που συνέβαλα σε αυτό έστω και λίγο. Οι νέοι πλέον διασκεδάζουν τραγουδώντας, νοιώθουν τους στίχους, προβληματίζονται. Τότε πήρα ένα ρίσκο -ένα ρίσκο που κανείς επιχειρηματίας δεν θα δοκίμαζε γιατί το κόστος ήταν αποτρεπτικό και το κέρδος αμφίβολο. Εγώ όμως δεν θεωρώ τον εαυτό μου επιχειρηματία, είμαι μουσικός και λειτουργώ με το συναίσθημα, διαφορετικά δεν θα το ξεκινούσα ποτέ».
Το έχουμε άλλωστε αυτό το κουσούρι να κολλάμε ταμπέλες και να βάζουμε τα πάντα σε κατηγορίες, φοβόμαστε το καινούργιο το διαφορετικό. Για εμένα ο Μητροπάνος ήταν από τους πιο ροκ τραγουδιστές που γνώρισα ποτέ.
Όταν ξεκίνησε αυτή την προσπάθεια δεν θέλησε μόνο να κάνει μια νέα μουσική πρόταση, αλλά να διαφοροποιήσει και τον τρόπο λειτουργίας των μαγαζιών. «Όλα τα μαγαζιά με ζωντανή μουσική είχαν cover charge και οι τιμές των ποτών, ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Αφαίρεσα την έξτρα χρέωση, χαμήλωσα τις τιμές και προσπάθησα να δημιουργήσω ένα χώρο μικρό και ζεστό. Ήθελα όλοι να μπορούν να έρθουν χωρίς να σκέφτονται το οικονομικό, αν τους άρεσε και η μουσική τότε θα είχα το ιδανικό. Το ξαναλέω, δεν πίστευα ότι όλο αυτό θα πήγαινε καλά, είχα δώσει περιθώριο στον εαυτό μου το πολύ ένα 3μηνο πριν κλείσω, τώρα βρίσκομαι ήδη στον 6ο χρόνο και ενώ όλοι γύρω βιώνουν δυσκολίες, εμείς ακόμη κρατάμε. Ο χώρος δεν έχει αυτοσκοπό το κέρδος, είμαστε ικανοποιημένοι και με τα λίγα, άλλωστε το ύφος του Περάματος δεν μπορεί να συμβαδίσει με ακριβές τιμές και πολυτέλειες. Οι καιροί που βιώνουμε δεν είναι για πολλά. Η επιτυχία θεωρώ βασίστηκε πάνω στην επαφή με τον κόσμο και αυτό το χτίσαμε σιγά-σιγά μέσα στα χρόνια. Όταν ακούς και παίζεις ροκ-έντεχνη μουσική, δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι άψυχο, γι’ αυτό αποκτήσαμε φίλους που είναι εδώ κάθε Παρασκευοσάββατο. Το ροκ δεν είναι είδος μουσικής, είναι τρόπος σκέψης, τρόπος ζωής».
Το ροκ τρόμαξε πολλούς, ο κόσμος πίστευε πώς θα έμπαινε μέσα στο χώρο και θα έβλεπε 10-15 έφηβους με μακριά μαλλιά να χτυπιούνται πάνω στη σκηνή και να σπάνε κιθάρες, αναφέρει. «Το έχουμε άλλωστε αυτό το κουσούρι να κολλάμε ταμπέλες και να βάζουμε τα πάντα σε κατηγορίες, φοβόμαστε το καινούργιο το διαφορετικό. Για εμένα ο Μητροπάνος ήταν από τους πιο ροκ τραγουδιστές που γνώρισα ποτέ. Ένας γνήσιος ροκ τύπος με αυθεντική λαϊκή φωνή.
Ποτέ δεν είχαμε παρεξηγήσεις και φασαρίες στο χώρο. Δεν είναι ότι λειτουργούμε τέλεια ή ότι δεν γίνονται λάθη, αυτό είναι αποτέλεσμα της μουσικής, δεν σε προκαλεί, δεν σε φτάνει σε ακραία σημεία».
Εκφράζεται ο κόσμος; Ο Κύπριος συμμετέχει την ώρα του προγράμματος;
Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό που εκφράζεται και τραβάει και τους υπόλοιπους. Παρόλα αυτά και όταν συμβαίνει το αντίθετο δεν σημαίνει πώς δεν απολαμβάνει το πρόγραμμα. Υπήρξαν περιπτώσεις που κάτω από τη σκηνή υπήρχε ηρεμία και ησυχία, αυτοί όμως έμειναν μέχρι το τέλος, γιατί λάτρεψαν το πρόγραμμα. Ακόμη είμαστε διστακτικοί στο να εκφραστούμε, όλο αυτό χτίζεται σταδιακά. Όπως είπα και πριν, τόσα χρόνια ξέραμε πώς για να περάσουμε καλά έπρεπε να βγούμε να χορέψουμε πάνω στην πίστα. Είναι δύσκολο να το αποβάλουμε αυτό από τη μια στιγμή στην άλλη. Το ύφος αυτό είναι εντελώς διαφορετικό, μόνο αν το τραγουδήσεις το νοιώθεις και μόνο αν το νοιώσεις θα το τραγουδήσεις. Για αυτό ονόμασα και την φετινή σαιζόν με τον συγκεκριμένο στίχο -αφού αν το νοιώθουμε εμείς που το τραγουδάμε σίγουρα θα το νοιώθουν κι άλλοι.
Έχετε αγαπημένους καλλιτέχνες, ανθρώπους που δεν θα βαρεθείτε ποτέ να ακούτε κ να φιλοξενείτε στο Πέραμα;
Ο πρώτος και ο μοναδικός ροκ τραγουδιστής στην Ελλάδα, για εμένα, είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Αν ξαναγεννιόταν ο Μπετόβεν και μας άκουγε θα αναρωτιόταν τι παίζουμε, αφού σίγουρα αυτό δεν θα το θεωρούσε μουσική.
Παρόλα αυτά ο Παπακωνσταντίνου τα τελευταία χρόνια αμφισβητήθηκε πολύ από τον κόσμο, που το αποδίδετε;
Όταν ο κόσμος συνηθίσει να σε βλέπει από απόσταση, σε συναυλίες με χιλιάδες άτομα, είναι φυσικό να δημιουργήσει ένα μύθο. Σε θαυμάζει και σε θεωρεί κάτι εξωπραγματικό, κάτι άπιαστο. Όταν αυτό αλλάζει και ο καλλιτέχνης επιλέξει να κατέβει στον κόσμο, με πιο συχνές εμφανίσεις, αλλά και αποκαλύπτοντας την απλότητα και την ιδιότητα του ως άνθρωπος, τότε ο μύθος χάνεται και ο κόσμος αρχίζει να «χτυπά» γιατί πολύ απλά αντιλαμβάνεται πώς δεν είσαι άτρωτος, όπως πίστευε. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι γενικά. Εντούτοις θεωρώ πώς ήταν ότι καλύτερο έκανε ο Βασίλης. Πάντα είχε επαφή με τον κόσμο, ακόμα και τώρα έρχεται και κάνει ένα πρόγραμμα 4 ωρών -χωρίς διακοπή-, ενώ είναι και απίστευτος χαρακτήρας. Εγώ απέφευγα να τον γνωρίσω για πολλά χρόνια, γιατί δεν ήθελα να χαλάσει το είδωλο που είχα χτίσει. Όχι μόνο δεν με απογοήτευσε αλλά με έκανε να τον θαυμάσω ακόμη περισσότερο. Μου το απόδειξε πολλές φορές στην πολύχρονη συνεργασίας μας. Ο Παπακωνσταντίνου είναι ένας από τους λίγους φίλους που έχω στο χώρο, όπως και ο Μπάμπης Στόκας, που πλέον έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Μπορώ να αναφέρω και τον Νίκο Πορτοκάλογλου, που θεωρώ πώς είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν, για εμένα αυτά τα άτομα είναι ξεχωριστά.
Κάποτε όμως δεν πρέπει να αντικατασταθούν οι «παλιοί» από νέους «άφθαρτους» καλλιτέχνες;
Δεν πιστεύω πώς πρέπει πάντα να υπάρχουν νέα ταλέντα που θα εξελίσσουν τη μουσική. Άλλωστε το απέδειξε ο χρόνος αυτό -μετά από αυτούς δεν βγήκε κάτι αντάξιο. Αν ξαναγεννιόταν ο Μπετόβεν και μας άκουγε θα αναρωτιόταν τι παίζουμε, αφού σίγουρα αυτό δεν θα το θεωρούσε μουσική. Ο λόγος βέβαια είναι απλός, δεν υπάρχει κανένας να στηρίξει και να προωθήσει όπως πρέπει τα καινούργια πρόσωπα. Οι εταιρίες πέθαναν και τα ακούσματα τα σημερινά δεν προδιαθέτουν την γέννηση μεγάλων διαχρονικών κομματιών.
Αυτό οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου ή στην χρονική περίοδο; Ο Θεοδωράκης για παράδειγμα δημιούργησε σε περιόδους που ο κόσμος διψούσε για προφήτες και επαναστάτες. Σήμερα θεωρείς θα έκανε την ίδια επιτυχία;
Το πιο πιθανόν όχι, από τη στιγμή που γεννιέσαι σε μια εποχή όπου οι αξίες σου σταματούν στο αυτοκίνητο που θα αγοράσεις και στα ρούχα που θα φορέσεις, τότε δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Είναι απίθανο να κάτσεις και να γράψεις ένα τραγούδι που θα συγκινήσει και θα αγγίξει τις ψυχές, όπως ο Καζαντζίδης, που τραγουδούσε τον πόνο του κόσμου και ταυτόχρονα το βίωνε και ο ίδιος.
Οι άνθρωποι της ηλικίας μου παρόλο που μεγάλωσαν με πολύ καλύτερα ακούσματα από ότι ένας 20χρονος, σήμερα ακούν πολύ χειρότερη μουσική σε σύγκριση με τους σημερινούς 20αρηδες. Γιατί γεννηθήκαν και έζησαν σε μια περίοδο που όλα ήταν ρόδινα και δεν χρειάστηκε να προβληματιστούν για τίποτε. Ενώ σήμερα, με τις καταστάσεις που βιώνουμε, πολλοί νέοι αρχίζουν να προβληματίζονται από τα 16 και ελπίζω πώς θα στραφούν σε καλύτερα μονοπάτια, θα ακούν και θα φτιάχνουν καλύτερη μουσική. Η καλή μουσική είναι μια κάθαρση, μια λύτρωση, έχει πολλά να προσφέρει, δε γίνεται να σταματήσει τόσο άδοξα.
Τα τελευταία χρόνια ξεπηδούν διάφορες μπάντες και χώροι που έχουν ως βάση, τις διασκευές γνωστών κομματιών. Αυτό έχει καταντήσει κάπως κουραστικό. Ποια είναι η νέα πρόταση που κάνει το Πέραμα φέτος;
Τις διασκευές τις ξεκίνησε Το Πέραμα. Ήταν μια δική μου ιδέα, γιατί είχα την ανάγκη να περάσω στο κόσμο κομμάτια που διαφορετικά ίσως να μην άκουγε ποτέ. Ένας νέος 18 χρόνων, που θα άκουγε το «Δεν Λες Κουβέντα», σε ποιο ραδιόφωνο; Όταν πριν πολλά χρόνια το έπαιξα στο μαγαζί, όλοι με κοίταζαν περίεργα, πλέον όλοι ξέρουν μέχρι και τον τελευταίο στίχο, είτε είναι 18 είτε 108 χρονών. Οι διασκευές λοιπόν, γίνονται για να κάνουν παλιά κομμάτια πιο αρεστά στο αυτί του σημερινού νέου ακροατή. Αυτό δεν είναι κακό. Το κακό για μένα είναι οι κακές διασκευές, αυτές που επεμβαίνουν στο τραγούδι και το κάνουν κάτι άλλο. Υπάρχουν τραγούδια που δεν μπορείς να τα πειράξεις και όμως τα πειράζουν και τα αλλάζουν, για μένα αυτό είναι αίσχος.
Η ελληνική ροκ σκηνή δεν έχει και μεγάλη γκάμα τραγουδιών, για να υπάρχει ποικιλία να διαλέξεις. Αναγκαστικά, λοιπόν, πρέπει να φρεσκάρεις τα παλιά για να μην βαριέται ούτε ο κόσμος ούτε ο καλλιτέχνης. Το θέμα είναι να το κάνεις σωστά και με σεβασμό. Οι περισσότεροι έχουν ξεφύγει και ασελγούν πάνω σε κομμάτια ιερά. Αν δεν βίωσες το κομμάτι, αν δεν το ένοιωσες από τον πρώτο στίχο έως τον τελευταίο καλύτερα να μην το πειράξεις γιατί θα το προσβάλεις. Αυτό συμβαίνει δυστυχώς, κατά κόρον και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Η ροκ μουσική τέλειωσε εδώ και χρόνια. Για να είμαι πιο ακριβής η αυθεντική ροκ μουσική τελείωσε την δεκαετία του ‘80, εκεί γράφηκαν τα τελευταία καλά κομμάτια. Όταν δεν υπάρχουν πλέον Led Zeppelin, Black Sabbath ή οι Pink Floyd δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Τι σχέδια κάνετε για το μέλλον;
Απώτερος σκοπός από την πρώτη μέρα, ήταν να ακολουθήσουν κι άλλοι αυτό το πράγμα για να το συνεχίσουν και μετά. Έχει συμπληγάδες και σκοπέλους αυτός ο χώρος δεν είναι εύκολος, αλλά θεωρώ πως κάποιοι θα τα καταφέρουν και θα μείνουν. Δεν πρέπει να είμαστε 5 σε όλη την Κύπρο, μπορούμε να γίνουμε 30.
Το Riverstock Festival ήταν μια εξέλιξη της ιδέας του Περάματος. Το ξεκινήσαμε πέρσι και ήδη φέτος, τη 2η χρονιά, η επιτυχία του ήταν ανέλπιστη. Θέλαμε με κάποιο τρόπο να προσεγγίσουμε περισσότερο κόσμο και να τον μυήσουμε σε αυτή τη μουσική και νομίζω πώς το καταφέραμε. Είναι φιλανθρωπικού χαρακτήρα και όλοι εργάζονται εθελοντικά για να βγει όλο αυτό. Στην ουσία κερδίζει η μουσική και ένα κοινωφελές ίδρυμα.
Η ροκ μουσική έχει μέλλον;
Καθόλου, η ροκ μουσική τέλειωσε εδώ και χρόνια. Για να είμαι πιο ακριβής η αυθεντική ροκ μουσική τελείωσε την δεκαετία του ‘80, εκεί γράφηκαν τα τελευταία καλά κομμάτια. Όταν δεν υπάρχουν πλέον Led Zeppelin, Black Sabbath ή οι Pink Floyd δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Κανείς δεν βγήκε για να τους αντικαταστήσει και το πράγμα σταμάτησε εκεί. Πλέον υπάρχει η pop-rock, που είναι κάτι άλλο. Σίγουρα υπάρχουν εξαιρετικά κομμάτια σε αυτό το είδος αλλά δεν είναι ροκ. Μπορεί να ακούγομαι απόλυτος αλλά θεωρώ πώς αυτή είναι η πραγματικότητα.
Εγώ δεν θεωρώ τον αυτό μου ροκ, αλλά έντεχνο-ροκ. Για αυτό ονόμασα έτσι και Το Πέραμα. Έχει μεγάλη διαφορά το έντεχνο ροκ από τη ροκ. Η έννοια του έντεχνου ακούστηκε μεταγενέστερα και συνδυάστηκε με καλλιτέχνες όπως ό Μικρούτσικος ή ο Σπανός. Ο πρώτος έντεχνος ήταν ο Απόστολος Καλδάρας, πριν ακόμα και τον Θεοδωράκη. Ακόμα πιο πριν ήταν οι Αρχοντορεμπέτες. Το έντεχνο-ροκ έχει στοιχεία λαϊκών τραγουδιών και ροκ μουσικής».
Το Πέραμα δουλεύει ουσιαστικά Παρασκευή, Σάββατο και παραμονές αργιών. Τις καθημερινές πειραματίζεται ως χώρος με διάφορες δραστηριότητες. «Θέλουμε να αντέξουμε, να υπάρχουμε, να υπάρχει η μουσική τούτη, να γράφονται νέα καλά τραγούδια. Ο κόσμος δεν πρέπει να παρασύρετε από εφήμερες καταστάσεις. Ακόμη βγαίνουν και τραγουδιστές και κομμάτια αξιόλογα που μπορεί ο κόσμος να ακολουθήσει. Ο κάθε εφήμερος ‘καλλιτέχνης’ ο οποίος βρίσκει ένα τρόπο να παρουσιάσει τη μιζέρια του για ένα εξάμηνο δεν είναι κάτι που θα θυμάσαι και μετά από 5 χρόνια, είναι κάτι που σου το έδωσαν το μάσησες και θα το φτύσεις. Δεν σε προβλημάτισε, δεν σου έδωσε τίποτα δεν άλλαξε τίποτα μέσα σου. Το Πέραμα έκανε μια προσπάθεια να πουλά καλή μουσική, καλό φαγητό και καλό ποτό σε προσιτές τιμές. Ένας χώρος που έχει μια ιδεολογία και μια άποψη δεν μπορεί να πουλά κακή ποιότητα. Το Πέραμα υπάρχει 28 χρόνια γιατί παρέμεινε πιστό στις αξίες του, παρ’ όλες τις δύσκολες περιόδους που πέρασε. Δεν βάλαμε ποτέ νερό στο κρασί μας, δεν ξεπουληθήκαμε για να βγάλουμε λεφτά.