Πήγαμε στο «Σύμβολον Πολιτισμού» στην επαρχία Λεμεσού

Το εξοχικό σπίτι του κύριου Αντρέα Πούρου κατέληξε να γίνει «Το Σύμβολον Πολιτισμού», ένα πετρόκτιστο κτίριο με ανάγλυφες εικόνες και παραστάσεις εμπνευσμένες από τον μύθο, την ιστορία, τη φύση και τη ζωή των ανθρώπων του τόπου μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ένα κτίριο όπου κάθε πέτρα έχει και κάτι να μας πει, μια ιστορία να μας αφηγηθεί.

 


Article featured image
Article featured image

Γράφει η Κυριακή Παπαλεοντίου Δημητρίου

Φωτογραφίες: Αριστοτέλης Δημητρίου


 

Ο Αντρέας Πούρος είναι ένας απλός εργάτης της κυπριακής γης, ένας ερασιτέχνης γλύπτης με πάθος και αστείρευτο ταλέντο.

Τον συναντήσαμε στο χώρο του, «Το Σύμβολον Πολιτισμού» που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού Πραστειό Αυδήμου, στην επαρχία Λεμεσού. Μας υποδέχτηκε και ξεκίνησε να μας δείχνει γεμάτος ενθουσιασμό τα έργα που έφτιαξε ο ίδιος πελεκώντας, λαξεύοντας τις πέτρες για είκοσι ολόκληρα χρόνια. «Το Σύμβολο Πολιτισμού» είναι ένα πετρόκτιστο κτίριο με ανάγλυφες εικόνες στο εξωτερικό και εσωτερικό του. Παραστάσεις εμπνευσμένες από τον μύθο, την ιστορία, τη φύση και τη ζωή των ανθρώπων αυτού του τόπου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η Αφροδίτη, η Λήδα με τον κύκνο, ο Διόνυσος, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο δικέφαλος αετός, σκαλιστά κιονόκρανα, αναπαραστάσεις παλιών επαγγελμάτων, παραδοσιακών χορών, αγγεία, λουλούδια, ρόδια, πουλιά είναι μερικά από τα θέματα του.


Όταν πήρε στα χέρια του την πρώτη πέτρα για να την κτίσει ενστικτωδώς ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να την πελεκίσει. Άρχισε να τη δουλεύει μέχρι που σχημάτισε δύο πουλιά.




Τα μάτια του λάμπουν από ευχαρίστηση κάθε φορά που στεκόμαστε με θαυμασμό μπροστά στα έργα του. Μιλούμε για τους συμβολισμούς που κρύβει κάθε παράσταση.

«Εγώ δεν ξέρω πολλά, εσείς ξέρετε καλύτερα τι συμβολίζουν αυτά».

Το βλέμμα του, κάθε φορά που μας αφηγείται το ιστορικό της δημιουργίας κάποιου έργου του, φεγγοβολά. Μας μιλά και για τα νέα έργα που σχεδιάζει να κάνει. Σπινθηροβολεί ολόκληρος από τον πόθο της δημιουργίας. Μόνος εχθρός του, μοναδικό εμπόδιο, ο χρόνος.

«Δεν ξέρω αν θα προλάβω να  κάνω όλα αυτά που σχεδιάζω, πριν φύγω από τη ζωή» λέει χαρακτηριστικά.

«Μα γιατί, είστε ακόμα νέος».

«Είμαι 70 χρονών» απαντάει.

Πραγματικά, δεν του  φαίνεται καθόλου η ηλικία του. Η αγάπη, το πάθος του για δημιουργία τού δίνει φτερά και τον κάνει να κινείται στον χώρο σαν έφηβος.

 


Ο πατέρας του ήταν βοσκός. Θυμάται που όταν μικρός πήγαινε με τον πατέρα του να βοσκήσουν το κοπάδι, έπαιρνε πέτρες από τον ποταμό του Διαρίζου και τις σκάλιζε με το μαχεράκι προσπαθώντας να τους δώσει μορφή.


Τον ρωτούμε να μας πει για τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια. Η ιστορία του είναι συνυφασμένη με την σύγχρονη ιστορία της Κύπρου μας. Γεννήθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα, κοντά στην Τραχιπέδουλα, όπου φιλοξενούταν η οικογένειά του. Είναι το δεύτερο από τα πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν βοσκός. Θυμάται που όταν μικρός πήγαινε με τον πατέρα του να βοσκήσουν το κοπάδι, έπαιρνε πέτρες από τον ποταμό του Διαρίζου και τις σκάλιζε με το μαχεράκι προσπαθώντας να τους δώσει μορφή. Αργότερα, εγκαταστάθηκαν στο χωριό της μητέρας του στα Κελοκέδαρα, όπου και φοίτησε στο δημοτικό σχολείο. Αγαπούσε τα γράμματα και διψούσε να μάθει ιστορία και τέχνες. Δυστυχώς, όμως, η οικογένειά του δεν είχε τα μέσα να τον στείλει σε ανώτερο σχολείο. Έτσι, όταν τελείωσε το δημοτικό βγήκε στη βιοπάλη, για να βοηθήσει τον πατέρα του να μεγαλώσουν τα μικρότερα αδέλφια του.

Ο πόθος του να συνεχίσει το σχολείο δεν έσβησε. Κατάφερε να μαζέψει με πολλές στερήσεις δύο λίρες.  Στα δεκατέσσερά του, με αυτές τις δύο λίρες, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Βαρώσι. Πίστευε πως εκεί, που ανθούσε ο πολιτισμός και τα γράμματα, θα κατάφερνε να φοιτήσει στο γυμνάσιο. Έπιασε δουλειά σε συγγενείς του που ήταν εγκατεστημένοι στο Βαρώσι. Μα  ούτε εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να πάει στο γυμνάσιο, αφού έπρεπε να δουλεύει όλη μέρα στην καντίνα των συγγενών του. Ρουφούσε όμως σαν σφουγγάρι ότι άκουγε για την ιστορία και τον πολιτισμό και διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του. Συνέχισε να δουλεύει μέχρι που κατατάγηκε να υπηρετήσει την θητεία του στην Εθνική Φρουρά το 1966.

 



 

Καθώς μας μιλούσε για την ζωή του προχωρήσαμε προς το βόρειο μέρος του κτηρίου. Εκεί έχει φτιάξει ολόκληρο αμφιθέατρο, με τον ήλιο της Βεργίνας στο πάτωμα, στο κέντρο της σκηνής. Τον ρωτήσαμε τι επάγγελμα έκανε πριν αρχίσει την γλυπτική, αν είχε σχέση με τις τέχνες. Τίποτα από όλα αυτά. Στη ζωή του για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του, έκανε ότι δουλειά έβρισκε. Από σερβιτόρος, γεωργός, μελισσοκόμος, κτηνοτρόφος, ελαιοπαραγωγός, εσπεριδοκαλιεργητής, λιμενεργάτης.

 

 

Ιστορία για τη δημιουργία του μνημείου «Το Σύμβολον Πολιτισμού»

Ξεκίνησε πριν είκοσι χρόνια το κτίσιμο αυτού του κτιρίου στο αγρόκτημά του, με σκοπό να φτιάξει ένα εξοχικό σπίτι. Μέχρι τότε δεν ήξερε ούτε να κτίσει ούτε να πελεκήσει. Το κτίριο βρισκόταν στον σκελετό, όταν ανάλαβε να το συνεχίσει ο ίδιος με τις οδηγίες ενός φίλου του εργολάβου. Όταν πήρε στα χέρια του την πρώτη πέτρα για να την κτίσει ενστικτωδώς ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να την πελεκίσει. Άρχισε να τη δουλεύει μέχρι που σχημάτισε δύο πουλιά. Η διαδικασία αυτή τον σαγήνεψε και άρχισε να σκαλίζει στην αρχή με τα σύνεργα του μαραγκού κάθε πέτρα που θα έβαζε στο σπίτι. Δεν ήξερε ούτε από τεχνική ούτε από εργαλεία γλυπτικής αλλά έκανε τις πέτρες να μιλούν και αυτό τον μάγευε. Συνέχισε να πελεκά τις πέτρες και άρχισε να ρωτά παλαιότερους τεχνίτες και να μαθαίνει. Βρήκε κατάλληλα εργαλεία και άρχισε να τελειοποιεί τη δουλειά του. Αυτό συνεχίζει να κάνει μέχρι σήμερα. Δοκιμάζει, ρωτά, μαθαίνει, τελειοποιείται, δεν επαναπαύεται ποτέ. Θέλει κάθε του έργο να είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Το εξοχικό του σπίτι, κατέληξε να γίνει «Το Σύμβολο Πολιτισμού» γιατί κάθε πέτρα με την οποία είναι κτισμένο έχει και κάτι να μας πει, μια ιστορία να μας αφηγηθεί.


Η μητέρα τους ήταν πολύ άρρωστη και ο μεγάλος τους αδελφός ειδοποίησε και ήρθε ταξί στο χωριό για να πάρει τη μάνα τους στο νοσοκομείο στην Πάφο. Στο δρόμο, οι Τούρκοι πυροβόλησαν και σκότωσαν και τους τρείς που επέβαιναν στο ταξί.


 

Η τραγωδία που σημάδεψε τη ζωή του

Πάνω στο πεζούλι είδαμε κάποιες προτομές. Ανάμεσά τους μία γυναίκα.

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρωτήσαμε.

Η μορφή του σοβάρεψε. Γύρισε και τους κοίταξε με μια πίκρα και μια νοσταλγία.

«Αυτή είναι η μάνα και δίπλα της είναι ο αδελφός μου» είπε με μια μελαγχολία στη φωνή και άρχισε να μας διηγείται την ιστορία.

Το 1967 ο ίδιος ήταν στρατιώτης στην Αμμόχωστο. Η κατάσταση στην Κύπρο τότε ήταν έκρυθμη, λόγω της δράσης της παράνομης τουρκικής οργάνωσης ΤΜΤ. Τα περιστατικά βίας, οι πυροβολισμοί και οι διαμάχες αποτελούσαν την καθημερινότητα των κατοίκων σε διάφορα χωριά. Ο Πρόεδρος της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, καθώς και οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί ζητούσαν επανειλημμένα από την UNFYCIP να επέμβει άμεσα για να αποκαταστήσει την τάξη. Μάταια όμως.

 



Η οικογένεια του Αντρέα Πούρου μέσα σε αυτό το κλήμα το 1967 έμελλε να ζήσει τραγικές στιγμές, που σημάδεψαν όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ενώ βρισκόταν στο στρατό, πληροφορήθηκε τη δολοφονία από τουρκικές δυνάμεις, της μητέρας και του αδελφού του. Η μητέρα τους ήταν πολύ άρρωστη και ο μεγάλος τους αδελφός ειδοποίησε και ήρθε  ταξί στο χωριό για να πάρει τη μάνα τους στο νοσοκομείο στην Πάφο. Στο δρόμο, οι Τούρκοι πυροβόλησαν και σκότωσαν και τους τρείς που επέβαιναν στο ταξί. Τη μητέρα, τον αδελφό του και τον νεαρό οδηγό του ταξί. Μια άλλη προτομή πιο πέρα ήταν του ταξιτζή που δολοφονήθηκε μαζί με τη μάνα και τον αδελφό του.

Ο ίδιος, πήρε απαλλαγή από το στρατό, λόγω του τραγικού συμβάντος και συνέχισε να εργάζεται στο Βαρώσι. Έφερε τα αδέλφια του και εγκαταστάθηκαν όλοι στο Βαρώσι. Πάντρεψε τις δύο του αδελφές και τις βοήθησε να φτιάξουν τα δικά τους σπίτια. Δούλευε σκληρά σε όποιες δουλειές έβρισκε και ονειρευόταν καλύτερες μέρες και γιατί όχι, μια μέρα να τα καταφέρει να συνεχίσει το γυμνάσιο και να σπουδάσει.

Η εισβολή των Τούρκων το 1974 και ο πόλεμος τον βρήκε να υπερασπίζετε την πατρίδα του σαν ελεύθερος σκοπευτής, έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Τραυματίστηκε και κατάληξε στο νοσοκομείο.

Με το τέλος του πολέμου αυτός και η οικογένειά του βρέθηκαν πρόσφυγες από το Βαρώσι στο Πραστειό Αυδήμου κοντά σε συγγενείς τους. Πέρασαν δύσκολα, πέτρινα χρόνια. Ένας νέος αγώνας για επιβίωση στην προσφυγιά άρχιζε για αυτόν, όπως και για όλη την Κύπρο. Ρίχτηκε στη βιοπάλη και δημιουργήθηκε από την αρχή. Παντρεύτηκε στη Λεμεσό όπου και εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του. Πέρασαν τα χρόνια και ευτύχισε να χαρεί παιδιά και εγγόνια.

Όταν πιά ωρίμασε, στα 48 του χρόνια, ξεκινώντας να κτίσει το εξοχικό του στο Πραστειό, ανακάλυψε πως με το σκάλισμα της πέτρας, μπορούσε να εκφράσει όλα αυτά που είχε μέσα του. Η γλυπτική έδωσε νέο νόημα  στη ζωή του. Από τότε που πήρε και λάξεψε την πρώτη πέτρα, ξεχύθηκε το ταλέντο που βρισκόταν μέσα του, γνήσιο και ατόφιο. Έβγαζε πάνω στην πέτρα μια αρχέγονη γνώση και εκφραζόταν με ένα τρόπο που τον ξεπερνούσε. Νέες παρακαταθήκες ενέργειας ανάβλυζαν μέσα από την λαϊκή του ψυχή. Ένοιωσε πως ξαναγεννήθηκε, πως βρήκε τον σκοπό της  ύπαρξής του. Τα έργα του μαρτυρούν την αγάπη και τον καημό για την αλύτρωτή μας πατρίδα. Λαξεύοντας την πέτρα αντιστέκεται πεισματικά στην ιστορική μας λήθη.

 



 

Στο πλαίσιο της συνάντησής μας, μας απάγγειλε και δύο δικούς του στοίχους που μαρτυρούν την συνειδητή του αντίσταση:

Την πέτρα εν που θκιάλεξα

τζαι γράφω Ιστορία,

μα εν να χτίσουμε πολλά,

μεν τα χαλάτε στο βορρά,

βάρβαροι τα μνημεία.



Με τα έργα του εκφράζει επίσης τα πικρά του βιώματα, αλλά και την αγάπη του για τη φύση, τον άνθρωπο, τον υπέρτατο Δημιουργό. Παράλληλα, με τα θέματα από την Ιστορία και τους μύθους του τόπου μας, αποτυπώνει χαρούμενες στιγμές με θέματα από την παράδοση, τα ήθη και έθιμά μας, και τα πλαισιώνει με όμορφα μοτίβα από τη φύση. Έτσι διαχέεται μέσα από το έργο του μια αίσθηση χαράς και αισιοδοξίας.

Ο Αντρέας Πούρος, δουλεύοντας  ασταμάτητα την πέτρα δημιουργεί πολιτιστικά μνημεία  και γράφει τη δική του Ιστορία, ήσυχα αθόρυβα και ταπεινά.

 


Από τότε που πήρε και λάξεψε την πρώτη πέτρα, ξεχύθηκε το ταλέντο που βρισκόταν μέσα του, γνήσιο και ατόφιο. Έβγαζε πάνω στην πέτρα μια αρχέγονη γνώση και εκφραζόταν με ένα τρόπο που τον ξεπερνούσε.


Για επισκέψεις

«Το Σύμβολον Πολιτισμού» είναι ανοικτό στο κοινό και μπορείτε να το επισκεφτείτε μετά από συνεννόηση με τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Ο Αντρέας Πούρος θα είναι έτοιμος να σας υποδεχθεί εκεί και να σας δείξει τα έργα του. Η συνάντηση μαζί του, μια συνάντηση με έναν γνήσιο άνθρωπο και πραγματικό εραστή της τέχνης είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Η φιλοξενία του θα σας σκλαβώσει. Επίσης, αν θέλετε να αποκτήσετε κάποιο έργο του μπορείτε να του το παραγγείλετε. Για πληροφορίες και ραντεβού τηλεφωνήστε στο 99144272.

 

 

Πώς να πάτε

Απέχει 38 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού. Από τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Λεμεσού - Πάφου έχοντας κατεύθυνση την Πάφο, μετά την σήραγγα πορευτείτε στην έξοδο Αυδήμου - Πάχνας. Αφού περάσετε τα χωριά Παραμάλι και Αυδήμου θα πορευτείτε προς Πραστειό Αυδήμου - Πάχνα. Σε απόσταση έξι χιλιομέτρων περίπου, λίγο πριν φθάσετε στο Χωριό, θα βρείτε στα αριστερά του δρόμου το «Το Σύμβολο Πολιτισμού».

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ