Είκοσι Είκοσι #2

Παραμονή κι ανήμερα #2, ας επαναλάβουμε την ίδια ευχή. Αν το πάμε για ένα 2020 #2 (σε συνέχεια του 2020 και του 2020 #1), να τελειώνουμε με την πανδημία, τις μεταλλάξεις, τα τεστ, τους δείκτες, τα επιδημιολογικά δελτία και να τελειώνουμε γρήγορα. Και με τους τίτλους της τριλογίας να πέφτουν, ας ακολουθήσει για όλους η πιο κλισέ, η πιο «ανάλατη», η πιο ανάλαφρη, boring και προβλέψιμη κομεντί έβερ.

Article featured image
Article featured image


Που λες, χθες-προχθές έτυχε να δω το «Don’t Look Up» στο Netflix – ένα Χ «πρήξιμο» το φάγαμε κι ένα Ψ virality το τσίμπησε η ταινία. Όμως, μα τη Δέσποινα, ομολογώ πως τελείωσε και δε κατάλαβα εν τέλει αν μου άρεσε ή όχι.

Κατάλαβα τον σκοπό της ύπαρξής της, είδα το όραμα των δημιουργών της, ήταν τόσο μα τόσο spot on στο να ιστοριοποιήσει, να αφηγηθεί και να προβληματίσει για την παράνοια που ζούμε τα τελευταία χρόνια… Το καστ δε, η crème de la crème του Χόλιγουντ, όλοι διαλεγμένοι κι ένας κι ένας. Να σου πω όμως ποιο είναι το θέμα μου -για την ταινία πάντα, διαφορετικά θέλουμε χρόνο και μπόλικο καφέ να στα πω. Με προβληματίζει που δεν κατάλαβα γιατί δεν την κατάλαβα. Με καταλαβαίνεις; Με ακολουθείς; Να στο βάλω σε άλλο κόντεξτ. Τελείωσε και ένιωσα αυτό που μονίμως νιώθω εδώ και 2 χρόνια, που συνεχώς μαζεύω τα σαγόνια μου από χάμω. Θα κάνω μια απόπειρα να γίνω πιο σαφής.



Έστω πως η ζωή είναι μια σειρά από ταινίες. Τι της λείπει άλλωστε: Αγωνία, ανατροπές, κλιμάκωση, ήρωες, αντιήρωες, καλοί, κακοί, ψυχροί κι ανάποδοι. Καλογραμμένα, μέτρια, κακογραμμένα έως και ατυχή σενάρια. Και έστω πως με κάθε «Καλή Χρονιά», κυκλοφορεί και μια νέα ταινία στις αίθουσες. Αν κάναμε μια συλλογική απόπειρα να κατατάξουμε τις δύο τελευταίες χρονιές σε κάποιο genre, θαρρώ πως μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν επί ματαίω. Όποιον ρωτήσεις άλλη απάντηση θα πάρεις.

Για άλλους, ήταν δύο ατέρμονα ψυχολογικά θρίλερ, για μια μεγάλη μερίδα κόσμου δύο αφόρητα δράματα, για κόσμο σαν κι εμένα (που με κατατάσσω στους τυχερούς) ακροβατούσαν μεταξύ φαρσοκωμωδίας και τραγωδίας χωρίς μάλιστα να ισορροπούν και ποτέ, με ασυνάρτητες σκηνές που δεν είχαν σχέση η μια με την άλλη. Υπήρχε και υπάρχει και κόσμος που βίωνε (και βιώνει) το δικό του sci-fi έπος, που φαντασιωνόταν παντοδύναμους επαχθείς δράκους, Τζαφάρηδες (κακός από Αλαντίν) και Φρόλους (κακός από «Παναγία των Παρισίων»). Τέλος, είναι κι αυτοί που το ζούσαν στο πιο «cinema verite» του.

Δεν λέω, κάθε άνθρωπος και ζωή και κάθε ζωή μια μικρή, μοναδική και διαφορετική ταινία -άλλο αυτό. Το καταλαβαίνω. Όμως τουλάχιστον στην πλοκή της «βασικής» πανανθρώπινης ταινίας που τεκταίνετο γύρω από την ανθρωπότητα συλλογικά, στα παγκόσμια γεγονότα των οποίων ήμασταν όλοι θεατές και που μας αφορούσαν καθολικά, υπήρχε μια Α συνεννόηση. Για το τι γινόταν, για το τι είναι αυτό που μας συνέβαινε. Μια αποδεκτή πραγματικότητα που ήταν μαζικά αντιληπτή - τουλάχιστον έτσι νόμιζα - και που, η μεγάλη εικόνα, το δάσος ήταν ξέχωρο και πιο σημαντικό από το ατομικό μας δεντράκι, την ταινία που έπαιζε στις δικές μας προσωπικές «αίθουσες».

Τις πιθανότητες ενός σίκουελ για το «Don’t Look Up» τις λες και μηδαμινές. Για τη δική μας παγκόσμια εργάρα, αυτή την επιτυχιάρα που ζούμε δύο χρόνια τώρα back-to-back, άρχισε να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα το τρίτο μέρος.



Στο «Don’t Look Up» λοιπόν, ο κάθε πρωταγωνιστής ζούσε το δικό του genre. Υπήρχαν πολλές, μικρές «προσωπικές» ταινίες που επισκίαζαν τη μεγάλη ταινία και ήταν λες κι έπαιζαν όλες παράλληλα και με την ίδια ένταση. Έλειπε η συνεννόηση, η κοινή αντίληψη. Λες αυτό να μου «κλώτσησε»; Αυτό να με ενόχλησε; Γιατί αυτό με ενοχλεί και στο σήμερα. Αν αυτό είναι, διαπιστώνω και μια βασική, τραγική διαφορά.

Τις πιθανότητες ενός σίκουελ για το «Don’t Look Up» τις λες και μηδαμινές. Για τη δική μας παγκόσμια εργάρα, αυτή την επιτυχιάρα που ζούμε δύο χρόνια τώρα back-to-back, άρχισε να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα το τρίτο μέρος. Άλλωστε, το «sold out» της πρώτης ταινίας -που κι αυτή ήταν απόρροια της αποτυχίας μας ως ανθρωπότητας να συνεννοηθούμε στα σεναριακά, στα της ιστορίας και της σαφέστατης ανεπάρκειας της ομάδας που διαχειρίζετο τα όσα γίνονταν «πίσω από τις κάμερες», αναπόφευκτα έφερε το δεύτερο μέρος. Και σαν κάθε blockbuster που σέβεται τον εαυτό του, το 2021 ήταν για το 2020 ό,τι και το Conjuring #2 στο #1. Πιο complicated, πιο «γρήγορο», πιο raw, γενικώς η updated έκδοση.

Θυμάσαι την έναρξη της «πρώτης ταινίας»; Είναι και σαν χθες, αλλά και σαν να πέρασαν χρόοονια -τώρα αυτό πώς γίνεται, μα τη Μαντόνα, δε ξέρω. «10, 15, 20 κρούσματα» ανακοινώνανε κι εμείς πανικοβλημένοι, κλεινόμασταν σπίτια μας και ρίχναμε χούφτες αλάτι στις ξώπορτες μας, για να ξεκουμπιστεί το κακό. Με Ευγενία Μανωλίδου και μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών τη βγάζαμε καθαρή. Με 2 και 3 μηνύματα SMS στο 8998. Παραμονή κι ανήμερα κάναμε ευχές να ανταμώσουμε ξανά, να αγκαλιαστούμε σφιχτά, να αποτάξουμε τις μάσκες και μαζί και το σατανικό κακό που μας βρήκε, να τα αφήσουμε βρε αδερφέ όλα πίσω μας. Να ήταν αυτό που βιώσαμε το πρώτο και τελευταίο μέρος αυτού του έργου.



Παραμονή κι ανήμερα #2, ας επαναλάβουμε την ίδια ευχή. Αν το πάμε για ένα 2020 #2 (σε συνέχεια του 2020 και του 2020 #1), να τελειώνουμε με την πανδημία, τις μεταλλάξεις, τα τεστ, τους δείκτες, τα επιδημιολογικά δελτία και να τελειώνουμε γρήγορα. Και με τους τίτλους της τριλογίας να πέφτουν, ας ακολουθήσει για όλους η πιο κλισέ, η πιο «ανάλατη», η πιο ανάλαφρη, boring και προβλέψιμη κομεντί έβερ. Ας είναι αυτή το νέο, καθολικής αποδοχής blockbusterχωρίς τον θόρυβο της προσωπικής ταινίας του καθενός να παίζει δυνατά στο background. Για να βρούμε το χρόνο επιτέλους να τα πούμε, να συνεννοηθούμε, να συναντηθούμε και να τα βρούμε. Χρειάζεται, γιατί δεν θα τη ξαναβγάλουμε «καθαρή».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ