Μίλα μου
Ο κύριος Ξάνθος έζησε για δύο μήνες στη θαλαμηγό «Christina» του Ωνάση
Δούλεψε εκεί ως ναύτης τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1973 και μας περιγράφει πώς ήταν η εμπειρία του ως μέρος του πληρώματος στην αγαπημένη και μεγαλοπρεπέστατη θαλαμηγό του Έλληνα Μεγιστάνα.
Μίλα μου
Ο κύριος Ξάνθος έζησε για δύο μήνες στη θαλαμηγό «Christina» του Ωνάση
Δούλεψε εκεί ως ναύτης τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1973 και μας περιγράφει πώς ήταν η εμπειρία του ως μέρος του πληρώματος στην αγαπημένη και μεγαλοπρεπέστατη θαλαμηγό του Έλληνα Μεγιστάνα.
Ο κύριος Ξάνθος Χαπέσιης ζει σήμερα στην Κοφίνου, εκεί όπου από το 1976 διατηρεί το δικό του εστιατόριο (Πενταδάκτυλος), φτιάχνοντας μεταξύ άλλων οφτό κλέφτικο. «Ήμουν από τους πρώτους που έκανα οφτόν στην Κοφίνου», αναφέρει στη CITY, λίγο πριν μας πει ότι παράλληλα δούλεψε και ως πυροσβέστης για περισσότερα από 25 χρόνια. «Αφυπηρέτησα το 2011 και ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία όλα όσα ζήσαμε στις διάφορες επιχειρήσεις. Θυμάμαι επίσης όταν το 2011 με τίμησε η ΕΜΑΚ. Αυτό αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση για μένα. Μεγάλη συγκίνηση».
Η ζωή του ήταν σίγουρα γεμάτη και έντονη. Τόσο κατά την περίοδο που δούλευε στα πλοία όσο και μετά που αποφάσισε να «ρίξει άγκυρα» και να επιστρέψει στην Κύπρο, ένα χρόνο μετά την εισβολή.
Μας περιγράφει ότι την περίοδο του πραξικοπήματος και της εισβολής ήταν στην άλλη άκρη της γης, στη Βραζιλία. Τότε δούλευε πάνω στο Olympic Phaedon, που επίσης ανήκε στον στόλο του Ωνάση. Ήταν το επόμενο πλοίο που δούλεψε, μετά το Christina. «Με αυτό ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο, έκανα ταξίδια σε προορισμούς που αλλιώς δεν θα πήγαινα ποτέ. Απίστευτες εμπειρίες».
Πώς όμως ήταν το δίμηνο πάνω στο «Christina»
«Δούλεψα σε τέσσερα πλοία του Ωνάση. Ήταν πολύ σοβαρή εταιρία. Οι πληρωμές γίνονταν πάντοτε στην ώρα τους και η τροφοδοσία μας ήταν άψογη. Το μόνο θέμα ήταν η ζέστη για εμάς που ζούσαμε κάτω, που πολλές φορές ήταν αφόρητη. Κατά τ’ άλλα, αφού τελειώναμε την 8ωρη εργασία μας, μπορούσαμε να κατεβούμε στον Σκορπιό ή να πάμε πχ, στο Νυδρί, που είναι ο πιο φημισμένος προορισμός της Λευκάδας.
Η μόνη περίπτωση που δεν μπορούσαμε να περάσουμε από την πρύμνη (εκεί όπου βρισκόταν η πισίνα), ήταν όταν εκεί βρισκόταν κόσμος, είτε ο Ωνάσης με την Τζάκι είτε κάποιοι από τους υπόλοιπους φιλοξενούμενούς του. Τις υπόλοιπες ώρες μπορούσες να πας όπου ήθελες!
Μια μέρα με πολλή ζέστη δοκιμάσαμε να βγούμε έξω. Έγινε ένα περιστατικό με κάποια λόγια που ανταλλάξαμε με ένα άλλο μέλος του πληρώματος, και όταν έφτασε στον καπετάνιο η κουβέντα, αυτός μας είπε ότι δεν επιτρέπονται τέτοια πράγματα σε αυτό το πλοίο και άρα θα έπρεπε να φύγουμε από το Christina.
Οπότε, έπειτα από δυο μήνες δουλειάς, εγώ και ο δεύτερος Κύπριος ναύτης που ήταν μαζί μου, ο Μιχάλης Χατζηλοίζου Κατσαβούνης, φύγαμε και μεταφερθήκαμε σε άλλο πλοίο της εταιρίας».
Πιο κάτω τα όσα ο κύριος Ξάνθος Χαπέσιης είχε εξιστορήσει πριν από μια εικοσαετία σε συνέντευξή του στο «Περιοδικό» (στις 22 Ιούνη 2001, τεύχος 789).
«Ήμουν μόλις 21-22 ετών τότε. Ιούλιος- Αύγουστος του 1973, θυμάμαι. Εργαζόμουν αρχικά στο "Ολύμπικ Ντέιλ" του Ωνάση, και αργότερα στο "Φαέθων", όταν με διάλεξαν με μερικούς άλλους για το "Χριστίνα"».
Ο Ξάνθος Χαπέσιης, ο ένας εκ των δύο Κύπριων που εργάστηκαν στη "Χριστίνα", θυμάται με νοσταλγία τους δύο μήνες παραμονής του στη θρυλική θαλαμηγό.
«Όσο καιρό έμεινα, το πλοίο ήταν δεμένο στον Σκορπιό. Είχε όμως καθημερινά πολλούς προσκεκλημένους διεθνούς φήμης και τα βράδια διοργανώνονταν δεξιώσεις. Ο Ωνάσης τότε ήταν ιδιαίτερα συγχυσμένος, εξαιτίας του θανάτου του γιου του Αλέξανδρου, αλλά άλλος άνθρωπος ήταν τη μέρα και άλλος τη νύχτα. Κάθε πρωί, θυμάμαι, ξυπνούσε και ανηφόριζε προς το εκκλησάκι όπου ήταν ο τάφος του Αλέξανδρου. Έκανε περίπου δύο ώρες να επιστρέψει και τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα από το κλάμα. Εκείνη δε την περίοδο, είχε δώσει εντολή να μην ανεβαίνει κανείς άλλος στον τάφο.
Για μας το καθεστώς στη "Χριστίνα" ήταν λίγο... στρατιωτικό. Ξυπνούσαμε στις πέντε το πρωί και έπρεπε μέχρι τις εφτάμισι-οκτώ που θα ξυπνούσαν οι προσκεκλημένοι, να άστραφταν τα πάντα, ακόμα και τα πόμολα της πόρτας. Αργότερα, πηγαίναμε στην ανατολική πλευρά του νησιού και ελέγχαμε τις ηλεκτρογεννήτριες...
Είχα μακριά μαλλιά τότε, όταν πρωτοπήγα. Με έβαλε σ’ ένα σκάφος, μαζί με άλλους, και μας έστειλε στη Λευκάδα να κουρευτούμε. Αργότερα μας έδωσαν δύο στολές. Μια μπλε για τις ώρες εργασίας και μια άσπρη για τις ώρες μετά. Οι απαγορευτικές οδηγίες ήταν πέρα για πέρα σαφείς. Απαγορεύονται οι φωτογραφικές μηχανές, απαγορεύονται οι δηλώσεις, απαγορεύονται...
Τότε μαζί του ήταν η Τζάκι. Στο σκάφος ήταν και τα δύο παιδιά της, ο Τζον και η Καρολίνα. Δεν ξέρω γιατί, ίσως εξαιτίας του χαμού του Αλέξανδρου, τον Τζον τον υπεραγαπούσε ο Ωνάσης. Ήταν στον μόνο που επέτρεπε να οδηγεί το ταχύπλοο του Αλέξανδρου.
Θυμάμαι μια φορά που χάθηκε με το ταχύπλοο και κίνησε ουρανό και γη για να τον βρει. Μας ανέβασε όλους τους ναύτες και μας έβαλε να ψάξουμε. Τελικά τον βρήκαμε στο Νυδρί της Λευκάδας, ανέμελο, λες και δεν συνέβη τίποτα. Θα ήταν δεν θα ήταν 13 χρόνων τότε...
Η "Χριστίνα" ήταν ένα πλωτό παλάτι. Κάτω στους δικούς μας χώρους υπήρχε στενότητα, αλλά πάνω ήταν το κάτι άλλο. Ντρεπόσουνα να πατήσεις, που λέει ο λόγος. Πολυτέλεια σε βαθμό υπερβολής».