Μίλα μου
Ο Μιχάλης μετακόμισε στο χωριό και έφτιαξε ένα πολύ «κινηματογραφικό» μπαρ
Η αφορμή για να μιλήσω με τον Μιχάλη Βρυωνίδη ήταν σίγουρα η μετακόμισή του από τη Λεμεσό στα Λύμπια, η δημιουργία ενός πολύ ωραίου χώρου στο χωριό και φυσικά, οι «τσαλακωμένες σημειώσεις» και τα δύο βιβλία του.
Μετά από δύο αναβολές, λόγω απρόοπτων με τον κορωνοϊό, τον πειράζω μέσω μηνύματος ότι είμαι πρόθυμος να ξοδέψω το ένα και μοναδικό sms μου για να πάω στα Λύμπια. Του προτείνω για Πέμπτη, Μεγάλη Πέμπτη, ξέροντας από ένα παλιό κείμενό του στη CITY ότι για κάποιον απροσδιόριστο λόγο ο ίδιος έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τη συγκεκριμένη μέρα.
Συγκατανεύει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Φίλε, Μεγάλη Πέμπτη εν μια πολλά καλή μέρα για να βρεθούμε. Θεωρώ την την πιο ωραία μέρα τούτης της διαδικασίας/τελετής (όπως θέλεις πε την) του Πάσχα».
Φτάνοντας στο χωριό, αντικρύζω το διατηρητέο σπίτι που φιλοξενεί τον νέο χώρο του, μετά που άφησε τον «Φανό Θυέλλης» στην παλιά Λεμεσό. Το σκηνικό στο εσωτερικό είναι άκρως κινηματογραφικό. Ειδικά το μπαρ σίγουρα το έχεις δει ξανά σε ταινία του Coppola ή του Tarantino, σίγουρα το έχεις φανταστεί ακούγοντας στίχους του Μάλαμα ή του Καββαδία.
Πάνω στο μεγάλο μπαρ, λοιπόν, έχοντας στο background ωραίες μουσικές, απολαμβάνοντας αρχικά κυπριακό καφέ και μετά ζιβανία, κάνουμε μια χαλαρή κουβέντα συζητώντας για την ποίηση, για τη μουσική, για τη ζωή (στο χωριό και την πόλη) και φυσικά για τον άνθρωπο που ο Μιχάλης εξυμνεί με τον πιο όμορφο τρόπο στις #tsalakwmenessimiwseis του, αλλά και στα δύο βιβλία* που έχει γράψει.
Μιχάλη, σε τι διαφέρει τούτη η Πέμπτη από τις υπόλοιπες του χρόνου;
Ξεχωρίζω αυτή τη μέρα. Πάντα μου άρεσε να περνώ έξω από μια εκκλησία και να ακούω τους ύμνους που ψέλνονται λίγο πριν τη Σταύρωση. Μου προκαλούν ένα δέος. Μέσα σε μερικές μόνο ώρες σκιαγραφείται η ανθρώπινη φύση. Το «ρουφκιανιό», η άρνηση… Μικρός, θυμάμαι, έμπαινα μέσα σε μικρά εκκλησάκια γιατί μου άρεσε ο χαμηλός φωτισμός. Μάλλον με ενέπνεε από τότε η μελαγχολία. Η Μ. Πέμπτη και η Μ. Παρασκευή έχουν μια μυσταγωγία ιδιαίτερη και μια μουσικότητα. Επίσης είναι και το άλλο… Τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι σταθμοί στο ραδιόφωνο ρίχνουν τους τόνους και παίζουν καλή μουσική.
Πώς προέκυψε η ζωή στο χωριό;
Η Χαρίκλεια, ο άνθρωπος της ζωή μου, ο συνοδοιπόρος μου εδώ και χρόνια, είναι Λυμπιανή. Μέναμε Λεμεσό και όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από το ενοίκιο, ήρθαμε στο σπίτι της. Γενικά, δεν είμαι δέντρο, μπορώ να περπατήσω, να πάω αλλού. Και είμαι από τους Λεμεσιανούς που βγαίνουν από τη Λεμεσό. Οπότε ήρθαμε εδώ. Στην αρχή ήμασταν μεταξύ χωριού και πόλης. Η μεγάλη σύνδεση με τα Λύμπια όμως έγινε στην πρώτη καραντίνα, όταν είχα παρκάρει το αυτοκίνητο και ξεκίνησα να περπατώ μέσα στο χωριό και να το γνωρίζω.
Και πότε πήρατε την τελεσίδικη απόφαση;
Λίγο πριν την καραντίνα, μετά από ένα τραγικό γεγονός. Το οποίο όμως μού «είπε» ότι η βάση μου είναι εδώ. Μετά από αυτό το γεγονός είπαμε συνεχίζουμε… Την απόφαση που πήρα δεν την αλλάζω, εδώ είναι η βάση μου. Παράλληλα ένιωσα ότι έχω περισσότερους δεσμούς εδώ και έτσι προσπάθησα να τους ραντίσω κατά κάποιο τρόπο, να τους κλαδέψω για να ανθίσουν.
Καμιά φορά οι ουσιαστικές συζητήσεις καταλήγουν σε μεγάλο φιάσκο. Τα περισσότερα πράγματα τα είπαν άλλοι, δεν θα ανακαλύψουμε τώρα τον τροχό
Ένα χρόνο μετά αισθάνεσαι σίγουρος για την τότε απόφασή σας;
Δεν πιστεύω στο σωστό και το λάθος. Είμαι καλά με τον εαυτό μου. Ενώ πιο παλιά, σε κάποιες άλλες αποφάσεις είχα λίγο την αμφιβολία, πλέον και επειδή τα πράγματα είναι πολύ ρευστά γενικότερα, δεν το έχω αυτό.
Η Λεμεσός σού λείπει; Πας εκεί;
Θα ακουστώ κυνικός αλλά όχι, δεν μου λείπει. Ενώ ήμουν στη Λεμεσό, ξεκίνησε να μου λείπει η Λεμεσός… όπως την ήξερα, όπως την είχα μέσα στο μυαλό μου. Μου λείπουν κάποια πράγματα, κάποιες στιγμές, που ούτως ή άλλως και να πάω τώρα στη Λεμεσό θα μου λείπουν. Δεν είναι εκεί. Κάποια στέκια, κάποιοι άνθρωποι. Μου λείπει η θάλασσα, μου λείπει ο παραλιακός, αλλά δεν μπορώ να πω ότι την πεθυμώ. Κι ας έχω πολύ καιρό να πάω. Θεωρώ ότι έγινε μεγάλη αλλαγή στη Λεμεσό. Άλλαξε η πολεοδομία της, η κουλτούρα της, έγινε ένας ξεριζωμός της ταυτότητάς της.
Το μαγαζί που είμαστε τώρα πώς προέκυψε;
Θα το ονομάσω «Κασκαντέρ», για να ξέρεις. Αφού πήρα την απόφαση να μείνω στο χωριό, έψαχνα έναν χώρο, χωρίς να έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Εντάξει, πλέον ο χώρος μου είναι τα καφενεία, τα μπαρ, η εστίαση κτλ, οπότε αποφάσισα να βρω έναν χώρο στον οποίο θα δώσω από τον χαρακτήρα μου. Ψάχνοντας, βρήκα τον χώρο που είμαστε τώρα. Όπως έλεγε η ταμπέλα, ήταν το καφενείο του Μ. Τραλλά. Βρήκα τον άνθρωπο, συμφωνήσαμε και πήρα τη σκυτάλη.
Πώς το φαντάζεσαι σε βάθος χρόνου;
Ως έναν χώρο στον οποίο θα μπαίνουν άνθρωποι που δεν εφησυχάζουν. Να έρχονται εδώ να λέμε τις κουβέντες μας, να πίνουμε κανέναν καφέ, κανένα κρασί, καμιά μπύρα. Να συζητούμε περί ανέμων και υδάτων, αλλά και για πιο ουσιαστικά πράγματα. Θα ήθελα πολύ να εξελιχθεί σε έναν χώρο που θα μπορούν οι κάτοικοι του χωριού ή των γύρω χωριών να εκθέσουν κάποια πράγματα. Θα ήθελα να υπάρχουν εδώ 3-4 πίνακες από κάποιους καλλιτέχνες, ή βιβλία ή γλυπτά. Θα ήθελα να είναι ένας χώρος που μπαίνοντας κάποιος θα νιώθει οικεία.
Συναντώ την ποίηση εκεί που δεν υπάρχει τίποτε ποιητικό. Οι λεμονανθοί και οι τριανταφυλλιές που μοσχομυρίζουν εδώ απέναντί μας είναι ποίηση. Αλλά και μέσα στην πόλη, το κομφούζιο και το χάος με ενέπνεε πάντα και ακόμα με εμπνέει. Ή εκείνος όλος χαμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Εκεί κι αν βρίσκω ποίηση.
Τις ουσιαστικές συζητήσεις τις επιδιώκεις συνέχεια;
Όχι φυσικά. Καμιά φορά οι ουσιαστικές συζητήσεις καταλήγουν σε μεγάλο φιάσκο. Τα περισσότερα πράγματα τα είπαν άλλοι, δεν θα ανακαλύψουμε τώρα τον τροχό. Το θέμα είναι πώς τα προσεγγίζεις και πώς τα φέρνεις στα μέτρα σου. Το «θαύμα» φυσικά είναι όταν προκύπτει μια σπουδαία συζήτηση από εκεί που δεν το περιμένεις, από έναν άνθρωπο που τον ανακαλύπτεις σιγά σιγά.
Η ζωή στο χωριό είναι πιο ποιητική από τη ζωή στην πόλη;
Εξαρτάται τι θεωρεί κανείς ποίηση, τι βρίσκει κάποιος ποιητικό. Εγώ συναντώ την ποίηση εκεί που δεν υπάρχει τίποτε ποιητικό. Οι λεμονανθοί και οι τριανταφυλλιές που μοσχομυρίζουν εδώ απέναντί μας είναι ποίηση. Αλλά και μέσα στην πόλη, το κομφούζιο και το χάος με ενέπνεε πάντα και ακόμα με εμπνέει. Ή εκείνος όλος χαμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Εκεί κι αν βρίσκω ποίηση.
Σου αρέσει να παρατηρείς λεπτομέρειες δηλαδή;
Εντάξει, είναι ωραίο το ηλιοβασίλεμα όπως το βλέπεις από την κορυφή του βουνού… Αλλά, αν πάμε σε μια μεγαλούπολη και δω μια χαραμάδα που περνά ο ήλιος και αυτό είναι υποψία ηλιοβασιλέματος, αυτό μπορεί να με συγκινήσει περισσότερο. Η μάχη που δίνεται από το ηλιοβασίλεμα μέσα από τους κομπρεσέρ των a/c, τους θερμοσίφωνες, τις δορυφορικές κεραίες, αυτή η μάχη που θα δώσει μια αχτίδα για να περάσει, μπορεί να με συγκινήσει περισσότερο.
Ποιο είναι το πιο ποιητικό πράγμα που σου έχει συμβεί τελευταία;
Τις προάλλες πήγα να πάρω καφέ από τη Βιομηχανική στο Δάλι, από μια καντίνα. Η κυρία εκεί πάλευε να με κεράσει κάτι. Αρχικά μπισκότο και κάτι άλλο και αφού αρνήθηκα ευγενικά, στο τέλος μου είπε «θα σου κεράσω τον καφέ καλό!». Αυτή η μάχη που έδωσε για να με κεράσει, ενώ ήταν μόλις η τρίτη φορά που πήγαινα, για μένα είναι ποίηση. Είναι πολύ ποιητικό όλο αυτό, η ευγένεια, η ανάγκη για προσφορά, το να έχεις την έγνοια του άλλου.
Σημειώνεις πάντα τις σκέψεις σου;
Αν δεν είμαι με σημειωματάριο, έχω πάντα χαρτάκια. Αυτό ήταν και το πρόβλημά μου με τον συνέταιρό μου στο καφενείο. Γέμιζα τον τόπο με χαρτάκια και μου έλεγε «Ρε φίλε, τούτες τες κολλούες να τες πετάξω;». Και με τη Χαρίκλεια το ίδιο, στο σπίτι.
Αν σκεφτείς κάτι ωραίο και δεν το σημειώσεις, θα σε τρώει;
Με τρώει την άλλη μέρα! Αν ξυπνήσω το βράδυ πχ και μου έρθει κάτι δυνατό, συνήθως θα σκεφτώ πως επειδή είναι τόσο δυνατό, σίγουρα το πρωί θα το σημειώσω. Και μάντεψε… Ξυπνώ το πρωί, κάνω τον καφέ μου και προσπαθώ να θυμηθώ… αλλά μάταια. Επίσης, συχνά το πάθαινα αυτό ενώ οδηγούσα. Σκεφτόμουν διάφορα και πάντα έλεγα πως θα το σημειώσω στη φάση που θα σταματούσα για βενζίνη ή στο πάρκινγκ του μπακάλη. Και επειδή δεν το θυμόμουν, αυτό με βασάνιζε. Και αναγκαστικά, από κάποια φάση και μετά, σταματούσα στην άκρη του δρόμου και σημείωνα. Και επειδή ντρεπόμουν, τις πλείστες φορές έκανα ότι έψαχνα κάτι. Όταν, για παράδειγμα, έγραφα για τη CITY, πολλά από τα κείμενα τα σκεφτόμουν καθώς οδηγούσα. Κάποιες λέξεις κλειδιά, κάποιες σκέψεις. Και έπρεπε να τα σημειώσω για να μην τα χάσω.
Ο πιο ασυνήθιστος τόπος/τρόπος που σημείωσες κάτι ποιος ήταν;
Σε ένα περίπτερο πρόσφατα. Ήμουν στο περίπτερο και καθώς περίμενα τη σειρά μου πήρα ένα χαρτομάντηλο και σημείωσα αυτό που σκέφτηκα. Επίσης, πάνω στα μπαρ έγραψα πολλές φορές.
Θα γούσταρα πολλά, αφού πεθάνω, όταν με θυμούνται να πίνουν ένα ποτό στην υγειά μου και να λένε «α ρε Μάικ, να ‘σουν δαμαί να πίναμε ένα μαζί»! Τούτο, τίποτε άλλο.
Ποια θεωρείς πως ήταν η πιο δυνατή σκέψη που έχεις σημειώσει μέχρι σήμερα;
Η πιο δυνατή είναι αυτή που δεν έχει σημειωθεί ακόμα.
Έχεις κάποιες σκέψεις πολύ βαθιές που δεν τις μοιράζεσαι με κανέναν;
Ναι, σίγουρα. Θεωρώ ότι είναι αυτονόητο αυτό, για τον καθένα μας.
Τι σε κρατά πίσω;
Η αδυναμία να τις μεταφέρω. Θεωρώ ότι είναι λαβύρινθος ακόμα και ότι μπορεί να τις αδικήσω. Ένα μικρό παράδειγμα… Μόλις ξεκίνησαν να ανθίζουν οι αμυγδαλιές, περνούσε μια φίλη μας κα με ρώτησε «Για την αμυγδαλιά γιατί ποτέ δεν έγραψες;». Και της είχα πει: «Πού να βρω τις λέξεις;». Ή αυτό που μου λέει κάποτε η Χαρίκλεια: «Για όλους έγραψες, για μένα δεν έγραψες ποτέ κάτι». Και της απαντώ: «Πού να βρω το μελάνι; Πού να βρω το χαρτί να χωρέσει; Και πώς να τα εκφράσω τούτα που νιώθω για σένα; Δεν είμαι τόσο δυνατός, τόσο δεινός. Μακάρι να μπορούσα». Είναι κάποια πράγματα που είναι άπιαστα νομίζω. Και ίσως το γεγονός πως δεν γράφω για αυτά ακόμα, είναι επειδή δεν έχω καταφέρει να τα φέρω στα μέτρα μου. Για τους ανθρώπους που εκτιμώ βαθύτατα, νομίζω πως δεν έχω γράψει πολλά πράγματα. Για τον παππού μου πχ, ο οποίος ήταν σπουδαία προσωπικότητα και μας έδωσε υποσυνείδητα πολλά πράγματα, τι να έγραφα; Θα ήταν λες και πατούσα πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κατά παραγγελία μπορείς να γράψεις;
Θα βρεις τις λέξεις να το γράψεις, αλλά δεν θα είναι τόσο αληθινό όσο αν σου βγει αυθόρμητα. Για να είμαι ειλικρινής, το να μου δώσεις deadline, με βοηθά στο να είμαι παραγωγικός. Αν περνάς μια φάση μη έμπνευσης ή δεν βρίσκεις χρόνο γιατί έχεις εκατό άλλες δουλειές, αυτό το πελέκημα που θα κάνεις στο μυαλό σου ή ξύνοντας πληγές, μπορεί να σε βοηθήσει να βγάλεις πράγματα ή και να θυμηθείς κάτι.
Τι εξυμνείς περισσότερο μέσω της ποίησης;
Τον άνθρωπο κυρίως. Και τη γυναίκα φυσικά. Είναι μεγάλο κεφάλαιο. Και μεγάλο κίνητρο για να γράφεις, θεωρώ. Και ο έρωτας κατ’ επέκταση.
Μιλώντας για τον άνθρωπο, είχες γράψει και μια σειρά από κείμενα πιο παλιά, με τίτλο «Ο τόπος εν ο άδρωπος», σωστά;
Θεωρώ πως όσο ωραίος κι αν είναι ένας τόπος, ένα χωρκό, ένα νησί, μια πόλη, θα πρέπει απαραίτητα να βρεις τους ανθρώπους για να συνδεθείς, ή να επηρεαστείς ή να εμπνευστείς… Αλλιώς, επήες, είδες, έφυες…
Μόλις ξεκίνησαν να ανθίζουν οι αμυγδαλιές, περνούσε μια φίλη μας κα με ρώτησε «Για την αμυγδαλιά γιατί ποτέ δεν έγραψες;». Και της είχα πει: «Πού να βρω τις λέξεις;». Ή αυτό που μου λέει κάποτε η Χαρίκλεια: «Για όλους έγραψες, για μένα δεν έγραψες ποτέ κάτι». Και της απαντώ: «Πού να βρω το μελάνι; Πού να βρω το χαρτί να χωρέσει; Και πώς να τα εκφράσω τούτα που νιώθω για σένα; Δεν είμαι τόσο δυνατός, τόσο δεινός. Μακάρι να μπορούσα».
Στα social βάζεις όλες σου τις σημειώσεις; Και με πιο κριτήριο επιλέγεις τι θα ποστάρεις;
Όχι. Βάζω πολλά αλλά όχι όλα. Μπαίνει πάντα το κριτήριο του show, της επίδειξης. Θα αρέσει αυτό; Θα καλύψει κάποιους;
Ποια η άποψή σου για όσους απέχουν από τα social media, από τα μέσα γενικότερα και ειδικά αν μιλάμε για ανθρώπους που εκτιμάς ως προσωπικότητες και ως καλλιτέχνες;
Όπως είναι σημαντική μια κουβέντα που θα πουν κάποιοι, εξίσου σημαντική είναι και μια κουβέντα που δεν θα πουν. Η απουσία τους από τα Μέσα, η απουσία τους από τη σκηνή, η απουσία τους από τις εκπομπές… είναι δήλωση.
Τι απαντάς σε κάποιον που σε ρωτά τι επαγγέλλεσαι;
Μέχρι να αποφασίσω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, απαντώ επίσημος ερευνητής ασήμαντων πραγμάτων. Δεν με βιοπορίζω ακόμα, αλλά…
Μετά από πολλά χρόνια, πώς θα ήθελες να σε θυμούνται όσοι σε ξέρουν;
Σαν έναν μερακλή άνθρωπο. Και να μη με έχουν συνδεδέμνο με οικονομικές οφειλές. Πχ να μη βρεθεί κάποιος και να πει «Έφυε τζαι χρωστά μας το ενοίκιο». Θα γούσταρα πολλά, αφού πεθάνω, όταν με θυμούνται να πίνουν ένα ποτό στην υγειά μου και να λένε «α ρε Μάικ, να ‘σουν δαμαί να πίναμε ένα μαζί»! Τούτο, τίποτε άλλο.
Θυμήθηκα και μια ιστορία τώρα, από τον «Φανό». Λόγω της τοποθεσίας του, σταματούσαν εργάτες, τεχνήτες κλπ. Μια Παρασκευή μεσημέρι είχε έρθει ένας μάστρος και μου ζήτησε ένα σάντουιτς και μια μπύρα. Με το που το δίνω, βάζει το χέρι στην τσέπη για να με πληρώσει. «Φάε, πιε και κανονιζόμαστε μετά», λέω του. «Όι γιε μου, μπορεί σαν τρώω το σάντουίτς μου να πεθάνω. Να μεν σου χρωστώ». Ακόμα το θυμάμαι.
Θα ακουστώ κυνικός αλλά όχι, δεν μου λείπει η Λεμεσός. Ενώ ήμουν στη Λεμεσό, ξεκίνησε να μου λείπει… όπως την ήξερα, όπως την είχα μέσα στο μυαλό μου.
Πώς είναι μια μέρα χωρίς ποίηση;
Οι πιο ποιητικές μέρες είναι οι μέρες που δεν έχουν ποίηση.
Και πώς είναι μια μέρα χωρίς μουσική;
Τη μέρα που θα είμαι χωρίς μουσική, νομίζω πως θα είμαι νεκρός. Αν συνειδητοποιήσω κατά τη διάρκεια της μέρας μου ότι κυλούν οι ώρες και δεν έχω βάλει κάτι να παίζει, δεν έχω μουσική, σημαίνει πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Κάτι πάει λάθος. Κάτι με βασανίζει πολύ. Είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω κάθε μέρα.
Δεν μπορείς την ησυχία;
Τη ζητώ την ησυχία. Αλλά πάντα πρέπει να υπάρχει soundtrack. Και η ησυχία μου έχει soundtrack. Θέλω κάτι στο βάθος να παίζει.
*Τα βιβλία Αστικές και άλλες Αδέσποτες ιστορίες και Τα υπόλοιπα, έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις abookwormpublication