13 πράγματα που είπε ο Παύλος στην πρώτη του συνέντευξη [για την Κύπρο και όχι μόνο]

Ένας από τους πιο ξεχωριστούς παίκτες ριάλιτι, ο Κύπριος Παύλος Χάππιλος, έδωσε μόλις την πρώτη του συνέντευξη.

Article featured image
Article featured image

Μίλησε για τη ζωή στην Κύπρο, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην παιδική του ηλικία, για τους γονείς του, για το σχολείο, για τη μαγειρική, για τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, για τη συγχώρεση αλλά και την κακία.

Από την πολύ όμορφη συνέντευξη του στον M. Hulot και τη LIFO (την οποία μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ), ξεχωρίσαμε 13 από τις απαντήσεις και τις παραθέτουμε αυτούσιες παρακάτω:


Γεννήθηκα στην Κύπρο, στη Λευκωσία, και είχα μια περίεργη παιδική ηλικία, επεισοδιακή. Ο πατέρας μου είναι σεφ, και μέχρι τα έξι μου μετακομίζαμε σχεδόν κάθε χρόνο. Πηγαίναμε από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, από πόλη σε πόλη, επειδή δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος και άλλαζε συνέχεια δουλειά. Ο πατέρας μου είναι από τα Κατεχόμενα, η μάνα μου από την Πάφο. Από τη Λευκωσία μετακομίσαμε στη Λεμεσό, μετά Πάφο, μετά ξανά Λεμεσό και καταλήξαμε στο Πέρα Χωριό-Νήσου, ένα χωριό λίγο έξω από τη Λευκωσία, όπου χτίσαμε ένα σπίτι. Εκεί μεγάλωσα.

Πήγα στο χωριό δημοτικό και γυμνάσιο, αλλά το λύκειο ήταν περιφερειακό, οπότε πήγα στην πόλη. Στο γυμνάσιο πάντα ένιωθα εκτός και δεν έκανα ποτέ παρέα με τους συμμαθητές μου, πάντα έκανα παρέα με τους μεγαλύτερους γιατί ένιωθα διαφορετικός. Όταν πήγαινα λύκειο και ήμουν στην πόλη, γνώρισα κάποια παιδιά, τον Νικόλα, τον Αντρέα και τη Χριστιάνα ‒είναι και οι τρεις στο Σαν Φρανσίσκο τώρα‒, και κάναμε μια κλίκα. Ήμασταν εμείς οι τέσσερις εναντίον όλων και κάπως δημιουργήσαμε τη μικρή μας φούσκα. Όλο το λύκειο πέρασε έτσι κι αυτό μου έδωσε πολλή αυτοπεποίθηση ώστε να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Μόλις είχα κάνει coming out τότε και ήταν κομβική αυτή η παρέα. Δεν ένιωθα μέρος του συνόλου, αλλά προς το τέλος του λυκείου συνειδητοποίησα ότι, επειδή είχαμε δημιουργήσει αυτόν τον πολύ ωραίο κόσμο εμείς οι τέσσερις, όλοι ήθελαν να είναι στην κλίκα μας. Εμείς όμως ήμασταν στην κοσμάρα μας. Στο δημοτικό δεν είχα περάσει και πολύ καλά, θυμάμαι ότι έκλαιγα πολύ συχνά, ήταν περίεργα χρόνια.

Ήταν χωριό, ήμασταν ξένοι και δαχτυλοδεικτούμενοι έτσι κι αλλιώς, αλλά το ότι ήμουν γκέι με έκανε να νιώθω ακόμα περισσότερο το στίγμα. Είχα φίλους που με αγαπούσαν, αλλά ήταν επαρχία. Ωστόσο, όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσω, όπου έμεινα επτά χρόνια, ένιωσα ότι στην Κύπρο οι γκέι άνδρες είναι λίγο πιο χαλαροί, ενώ οι λεσβίες έχουν αρκετά θέματα με τη σεξουαλικότητά τους, γιατί η Κύπρος είναι πιο μητριαρχική κοινωνία και το βάρος του να παντρευτείς και να κάνεις οικογένεια πέφτει στη γυναίκα. Ενώ στην Ελλάδα ο άντρας είναι ο “στύλος του σπιτιού”, γι’ αυτό οι γκέι άνδρες έχουν μεγαλύτερη δυσκολία. Στην Κύπρο είναι το ανάποδο, είναι περίεργο αυτό.

Η γιαγιά μου η Μαρία ήταν από πλούσια οικογένεια. Ο παππούς μου δεν είχε λεφτά, ήταν και μικρότερός της δέκα χρόνια, και κλέφτηκαν, γιατί οι γονείς της γιαγιάς δεν τον ήθελαν. Μετά ήρθε ο πόλεμος και αυτά που είχαν τα έχασαν, έγιναν πρόσφυγες, και αποκεί που ήταν κάπως άνετη, βρέθηκε σε έναν φτωχό οικισμό. Ωστόσο, ήταν η χαρά της ζωής η γιαγιά, αθυρόστομη και γενναιόδωρη. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στάνταρ στο σπίτι της για το οικογενειακό τραπέζι, όλη η οικογένεια, έξι παιδιά, τριάντα εγγόνια, και καθόμασταν όλοι μαζί να φάμε. Μια φορά ο θείος μου, ο γιος της, ο οποίος ήταν άγαμος ‒ακόμα είναι‒, κάτι έλεγε για τον γείτονα, ότι μπαινοβγαίνουν πολύ περίεργοι άνθρωποι, με υπονοούμενα. Εγώ ήμουν δεκατριών και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, γιατί ήξερα ότι είμαι γκέι. Και η γιαγιά μου, εκεί που τρώγαμε, βαράει το χέρι της στο τραπέζι και λέει να “μη σε νοιάζει τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του, δικαίωμά του είναι”. Δεν φαντάζεσαι πόσο κουράγιο μού έδωσε αυτό το χτύπημα το χεριού της στο τραπέζι!

Ο πατέρας μου ήταν πολύ ενάντια στο να γίνουμε σεφ, επειδή δούλευε πάρα πολλές ώρες και ήξερε τι θυσίες χρειάζονται, οπότε δεν το σκέφτηκα ποτέ. Θυμάμαι, όμως, τη φορά που, έχοντας περάσει πλέον στο Χημικό, και με δεδομένη την έφεσή μου στη ζαχαροπλαστική, έφτιαξα στην Κύπρο ένα ψημένο cheesecake, που δεν είναι εύκολο. Έκανα το μπισκότο, ανοίγω το αλουμινόχαρτο όπου το είχα τυλίξει, το βλέπει ο μπαμπάς μου και μου λέει «μόνο ένας χημικός θα μπορούσε να φτιάξει έτσι cheesecake». Ήταν από τα πιο ωραία κομπλιμέντα που μου έχει κάνει ο πατέρας μου. Δεν είχε ούτε μια χαραγή, ήταν τέλειο.

Η μάνα μου με πήρε προχθές και μου είπε «θέλω να ξέρεις ότι ήμασταν πάντα περήφανοι για σένα και ότι πάντα σε αγαπούσαμε». Δεν είναι κάτι που δεν ήξερα, αλλά δεν το ήξερα κιόλας. Στους γονείς μου δεν αρέσει να μιλάνε και πολύ γι’ αυτά τα πράγματα, είναι άλλης γενιάς. Και ο πατέρας μου, ως Ζυγός, είναι μονίμως επικριτικός για τα πάντα, όχι από κακία αλλά επειδή έτσι είναι. Οπότε, όταν του είπα ότι θα πάω στο «MasterChef», δεν ενθουσιάστηκε και πολύ. Είναι πολυταξιδεμένος και απ’ όταν ήμασταν παιδιά, αστειευόμενοι, μας έλεγαν «μετά τα είκοσι, αν θέλετε να μένετε στο σπίτι, πρέπει να πληρώνετε ενοίκιο» και «βγείτε να δείτε τον κόσμο, γιατί η ζωή είναι εκεί έξω». Μας έσπρωξαν σε αυτό.

Στο παιχνίδι μπήκα και για να εκπροσωπήσω και για να πω κάποια πράγματα. Ήθελα πολύ να μιλήσω για το βίωμά μου, γιατί νομίζω ότι δεν το είχαν συζητήσει ποτέ με τέτοιον τρόπο στην ελληνική τηλεόραση και άξιζε να το κάνω.

Όλοι είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Η κοινωνία μάς έχει κάνει να βλέπουμε τη διαφορετικότητα ως τροχοπέδη και το έκανα πολύ καιρό αυτό στη ζωή μου, για πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ακριβώς επειδή είμαι διαφορετικός και μπορώ να δω τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική, είμαι πιο ρεαλιστής και μπορώ να κρίνω, όχι με την κακή έννοια. Υπάρχουν πολλά πράγματα στην κοινωνία που χρειάζονται επαναπροσδιορισμό κι εμείς, οι άνθρωποι που είμαστε διαφορετικοί, είμαστε οι κατάλληλοι να τα δούμε αυτά, γιατί κάπως μεγαλώνουμε εκτός της κοινωνίας. Οπότε, όταν συνειδητοποίησα ότι επειδή είμαι διαφορετικός είμαι αυτός που είμαι, και όχι απλώς επειδή γουστάρω άνδρες, κατάλαβα ότι είναι καλό που είμαι διαφορετικός και αυτό θα έπρεπε να το χαίρονται, να το αντιλαμβάνονται και να το αποδέχονται αυτοί που είναι διαφορετικοί, όχι οι υπόλοιποι.

Συγχωρώ, αλλά ταυτόχρονα δεν ανέχομαι. Θα σε συγχωρήσω, θα σου δώσω μια ευκαιρία, και θα σου ξαναδώσω, αλλά δεν ξέρω αν θα σου δώσω και τρίτη. Είμαι ένας άνθρωπος που αν σπάσω, τελείωσε. Δεν κρατάω κακία, απλώς δεν μπορώ να σε ξαναεμπιστευτώ, και το έχω κάνει με πολλούς ανθρώπους αυτό το πράγμα.

Επειδή ακριβώς είμαστε διαφορετικοί, βλέπουμε τα προνόμια που έχει ένας άνδρας, γιατί τα ζούμε καθημερινά, αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε την κοινωνική πίεση του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Μεγαλώνοντας τα κρατάμε αυτά τα απωθημένα. Το να θίγεται ένας άνδρας, ο ανδρισμός του, επειδή κάποιος φοράει φόρεμα, είναι μισογυνισμός κατά τη γνώμη μου. Δεν μειώνω τον ανδρισμό μου επειδή φοράω ένα «γυναικείο» ρούχο. Τι σημαίνει γυναικείο ρούχο εξάλλου; Η φουστανέλα τι είναι, ή το ράσο του παπά; Δεν μπορώ να καταλάβω τον διαχωρισμό μεταξύ γυναικείου και ανδρικού ρούχου. Αν με το να φοράω εγώ ένα γυναικείο ρούχο μειώνεται ο δικός σου ανδρισμός, αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να διαχειριστείς εσύ. Αυτοί που προσβάλλονται είναι όσοι στα καρναβάλια ντύνονται γυναίκες! Τη μόνη μέρα που μπορούν να φορέσουν γυναικεία ρούχα, δεν ντύνονται απλά γυναίκες, ντύνονται πόρνες. Γιατί αυτό θεωρούν ότι είναι ή θα ήθελαν να είναι οι γυναίκες.

Κάποτε ντύθηκα Medulla με μάσκα και φόρεμα και πήγα σε ένα DJ set της Björk, για να τη συναντήσω. Ξέρεις, η Björk δεν είναι πάρα πολύ φιλική με τους φαν της. Το set ήταν στο Rough Trade, στο Λονδίνο, και με το που μπαίνω μέσα βλέπω την Björk μπροστά μου! Γυρνάει, με βλέπει με το φόρεμα και τη μάσκα και εξαφανίζεται. Αργότερα μέσα στη βραδιά πήγα να πάρω ένα cider. Είμαι στο μπαρ και είναι αυτή λίγο πιο πέρα, και γυρνάω, της χαμογελάω, μου χαμογελάει κι εκείνη και φεύγει. Κι εγώ είμαι ευτυχισμένος.

Εμείς, ως κοινότητα, είμαστε πιο δυνατοί, ενωμένοι και αντί να δούμε όσα κοινά έχουμε, ψάχνουμε να βρούμε ποιες είναι οι διαφορές μας. Είναι ένας μηχανισμός ιμπεριαλιστικός, του «διαίρει και βασίλευε». Υπάρχουν άνθρωποι που αντιδρούν σε ό,τι και να πεις και να κάνεις. Καταλαβαίνω ότι θέλεις να είσαι πιστός στις πεποιθήσεις σου, αλλά δες τι προσπαθούμε να κάνουμε συνολικά. Είναι πολύ σημαντικό να είμαστε ενωμένοι, γιατί ο κόσμος χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά. Κάποτε δούλευα στα social media, σε μια μεγάλη εταιρεία, και έβλεπα τη σαπίλα του Ίντερνετ. Ειδικά τότε που δολοφόνησαν τον Ζακ, βλέπαμε το περιεχόμενο και το κάναμε delete ή τα reports που γίνονταν και τα τσεκάραμε. Και διαβάζαμε «πουστάρα» για οκτώ ώρες, συνεχόμενα. Ήταν πολύ δυσάρεστο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το να πεις από την άνεση του καναπέ ή του κρεβατιού ή της τουαλέτας σου κάτι κακό θα σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Και δεν πιστεύω ότι θα νιώσεις καλύτερα. Δεν ξέρω καν πώς μπορείς να το παλέψεις αυτό το πράγμα.

Δεν μπορώ να διαχειριστώ την κακία. Θεωρώ ότι εάν δεν έχεις κάτι καλό να πεις, είναι καλύτερα να μην πεις τίποτα. Δεν λέω να μην κάνεις κριτική, αλλά έχει μεγάλη διαφορά η κριτική απ’ την κακία. Η κριτική είναι μια ανοιχτή συζήτηση, λες στον άλλο τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να κάνει καλύτερα. Δεν καταλαβαίνω σε τι ωφελεί οποιονδήποτε το να σχολιάζει το σώμα κάποιου/-ας. Ούτε εσένα ωφελεί ούτε αυτόν/-ή που σχολιάζεις. Είμαι και της φιλοσοφίας ότι βλέπεις πράγματα σε άλλους που σε ενοχλούν επάνω σου. Ο τρόπος που επικοινωνείς με τους άλλους ανθρώπους είναι κυρίως ο τρόπος που επικοινωνείς με τον εαυτό σου. Εσύ έχεις το πρόβλημα και πρέπει εσύ να το λύσεις.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ